to top

Είδαμε την παράσταση | Το τρίτο στεφάνι

Είδαμε την παράσταση | Το τρίτο στεφάνι

Το τρίτο στεφάνι, είναι θεατρική διασκευή δια χειρός Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη και Νίκου Μανουσάκη του μυθιστορήματος του Κώστα Ταχτσή, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, με τη Μαρία Καβογιάννη και τη Μαρία Κίτσου.

Η Εκάβη, η Νίνα, ο Δημήτρης, η Αθήνα, η Κατοχή, οι πόλεμοι, η Θεσσαλονίκη, η Ελλάδα ολόκληρη περνούν από τη σκηνή του Παλλάς κατά την τρίωρη διάρκεια τούτης εδώ της μεγαλόπρεπης παραγωγής που ερωτεύεται σε ταράτσες, ξαποσταίνει σε αστικά σαλόνια, κυλιέται σε χαμαιτυπεία και πληγώνεται σε ασφυκτικά διαμερίσματα. Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης και ο Νίκος Μανουσάκης παίρνουν το εμβληματικό και εν πολλοίς αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή και το μεταφράζουν σε μια σκηνική αφήγηση που παντρεύει τον μονόλογο με την αρχαία τραγωδία και το παλιό ελληνικό σινεμά με αυτό που συνηθίζω να αποκαλώ ατραγούδιστο μιούζικαλ. Με μπροστάρισσες την Εκάβη της Μαρίας Καβογιάννη και τη Νίνα της Μαρίας Κίτσου, το νέο κείμενο προτάσσει την αφήγηση της Νίνας για την Εκάβη, αλλά και της Εκάβης για τον εαυτό της και όλο μαζί εικονογραφείται από έναν πολυπρόσωπο θίασο που παντρεύεται τους β’ ρόλους, καθώς ξεπετιούνται μέσα από έναν χορό που παρακολουθεί, συμμετέχει και αντιδρά, όπως και ο λαός μιας ολόκληρης χώρας παρακολουθούσε τη ζωή του αποστασιοποιημένος, σαν να του την αφηγείται κάποιος τρίτος. Και έτσι, μέσα από ένα πολυμορφικό σκηνικό (Πάρις Μέξης) που συνεχώς κινείται και στροβιλίζεται, αφαιρετικό, μεγαλόπρεπο με σημείο αναφοράς τη λεύκα στη μέση του, μα συνάμα απόλυτα οικείο μέσα από τα μυριάδες μικροαντικείμενα που φιλοξενεί σε κάθε ίντσα του, αυτός ο χορός αποτυπώνει στιγμιότυπα, ζωντανεύει την αφήγηση, συνδιαλέγεται με την αφηγήτρια, πολλές φορές αλλάζοντας ρόλους μέσα στα χρόνια.

 

 

Εντυπωσιακή αναμφισβήτητα η αντίληψη της διασκευής, μα συγχρόνως πολύ επικίνδυνη, αφού καθώς σπάνια βρίσκει τον χρόνο να ξαποστάσει, μπορεί και να ζαλίσει με όλην αυτή τη συνεχή εναλλαγή εικόνων, χρόνων, παραστάσεων και ανθρώπων ή ακόμα χειρότερα να πνίξει την κεντρική αφήγηση, στερώντας τον λόγο των δύο γυναικών από την ουσία και το νόημά του. Όμως, όχι, τελικά τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει, αφού πολύ σύντομα αυτό το αγχωτικό ενδεχομένως συνονθύλευμα σκηνών και παρεμβάσεων αποκτά τη δική του οντότητα και μιαν αυτόνομη δυναμική, πολλές φορές λειτουργώντας παράλληλα, σαν έργο μέσα στο έργο, χορογραφημένο άριστα (κίνηση: Κική Μπάκα) στα βήματα του λόγου της Εκάβης ή της Νίνας ή και των δυο, σαν μουσικοχορευτικό νούμερο που εν τέλει δεν ακούγεται ποτέ -αυτό που έχω αρχίσει να αποκαλώ ατραγούδιστο μιούζικαλ.

Με νότες παλιού ελληνικού κινηματογράφου στην έκφραση και στη συμπεριφορά, που λειτουργούν ως ξεναγοί και πυξίδες στις χρονικές περιόδους και ένα κείμενο που χάριν του αφηγηματικού του ύφους προσπαθεί να μείνει πιστό στο πρωτότυπο, αυτό εδώ το Τρίτο Στεφάνι δεν είναι έργο ρόλων και χαρακτήρων μα θεατρική αναπαράσταση ενός βιβλίου και μαζί του μιας χώρας και των ανθρώπων της. Ως τέτοιο έχει στηθεί και ως τέτοιο μόνο μπορείς να το απολαύσεις, αποδεχόμενος τη σύμβαση ενός λειτουργικά άριστου κλασικού εικονογραφημένου που ξεφυλλίζει τις σελίδες του μυθιστορήματος, σαν να διαβάζει το προσωπικό ημερολόγιο του συγγραφέα του.

 

Στην σκηνοθεσία του ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης δείχνει να συντονίζει άριστα όλον αυτόν τον ίλιγγο σκηνών και εναλλαγών, πολλές φορές και με τα 20 άτομα ταυτόχρονα επάνω στη σκηνή να κάνουν κάτι διαφορετικό. Πολύ σοφά, ταυτόχρονα, επιλέγει να διατηρήσει μια επίπεδη διδασκαλία στους ηθοποιούς του ώστε όλοι μαζί να εξυπηρετούν τον κορμό της αφήγησης και όχι να ξεπετάγονται ως διακριτές οντότητες. Το αυτό έχει πράξει και με τις δύο του πρωταγωνίστριες που εναρμονίζονται απόλυτα με το σύνολο χωρίς να το καπελώνουν και χωρίς ίχνος αυταρέσκειας. Αυτό προφανώς δεν σημαίνει πως η Εκάβη της Μαρίας Καβογιάννη δεν είναι καταλυτική εντός της παράστασης, με ένα εξαιρετικό κοντρόλ ανάμεσα σε αυτό το ανεπιτήδευτο παίξιμο και τις μικρές συναισθηματικές εκρήξεις του ρόλου. Με βαθιά γνώση και έμφυτη συναίσθηση του κωμικού χρονισμού, η Εκάβη της Μαρίας Καβογιάννη μπορεί και ξεστομίζει την αστεία ατάκα της ενόσω αφηγείται την πιο δραματική ιστορία, με ένα βλέμμα γεμάτο συγκίνηση όταν συνομιλεί με το παρελθόν της.

Σκιά της αφήγησης μιας άλλης, η Εκάβη της παράστασης γίνεται ανάμνηση, φάντασμα αλλά την ίδια στιγμή το κέντρο του κόσμου της, σημείο αναφοράς της ζωής των πάντων, αγέρωχη όσο η λεύκα στη μέση του σκηνικού, όσο κι αν τη χτυπά η ζωή. Πιο γκράντε κυρία των σαλονιών η Νίνα της Μαρίας Κίτσου φιλτράρει τη ζωή της μέσα από αυτήν της Εκάβης, διυλίζοντας τρυφερότητα όταν συναντά τον νεαρό της εαυτό, με ποστάρισμα γεμάτο τσαγανό όταν η ζωή τής φέρνει τα δύσκολα και μπρίο κονφερανσιέ που μας υποδέχεται στην παράσταση που παίζεται ολόγυρά της. Αν η Μαρία Καβογιάννη είναι η ψυχή του έργου, τότε η Μαρία Κίτσου είναι η καρδιά που δίνει ζωή στο σύνολο, ο μαέστρος μιας ορχήστρας που παίζει στους ρυθμούς της ζωής και της Ιστορίας.

Μπορεί όπως προείπα, το Τρίτο Στεφάνι να μην είναι έργο ρόλων και χαρακτήρων, άρα να αντιλαμβάνεσαι τους άξιους ηθοποιούς που μοιράζονται τη σκηνή με τις δύο πρωταγωνίστριες ως ένα αρμονικό και καλοκουρδισμένο σύνολο, όμως δεν θα μπορούσα να μην ξεχωρίσω τον Τάσο Λέκκα στον ρόλο του Δημήτρη, του ενός από τους γιους της Εκάβης, για την επιβλητική παρουσία του και την πλήρους συναισθηματικής διακύμανσης φωνή του.

Πλούσιο, μεγαλειώδες, πολύχρωμο, έντονα συναισθηματικό, αστείο αλλά και βαθιά συγκινητικό, το Τρίτο Στεφάνι είναι ένα υψηλής αισθητικής λαϊκό (με απόλυτο σεβασμό στην έννοια του όρου) υπερθέαμα που απευθύνεται στο θυμικό και στις ρίζες που μοιραζόμαστε όλοι μας σ’ αυτόν εδώ τον τόπο, που κυλά μέσα στα χρόνια, μέσα στις ζωή μας και μέσα στην ιστορία του καθενός μας, για να βρει τη δική μας θέση μέσα στη δική του ιστορία.

 

• Παλλάς – Βουκουρεστίου 5 (City Link)
Παραστάσεις: Πέμπτη έως Σάββατο στις 20:30, Κυριακή και Τετάρτη στις 19:00

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following