to top

Είδαμε την παράσταση | Closer

Είδαμε την παράσταση | Closer

“Closer” του Πάτρικ Μάρμπερ, μετάφραση: Θωμάς Μοσχόπουλος, σκηνοθεσία-δραματουργική επιμέλεια: Δημήτρης Αγιοπετρίτης-Μπογδάνος, πρωταγωνιστούν: Μιχάλης Λεβεντογιάννης, Βίκυ Παπαδοπούλου, Σπύρος Σταμούλης, Ναταλία Σουίφτ.

Η Άλις, ο Νταν, ο Λάρυ και η Άννα. Τέσσερις άγνωστοι που συναντιούνται από ένα παιχνίδι της τύχης και ανακατεύουν την τράπουλα της ζωής τους αναπάντεχα. Τέσσερις ξένοι που ψάχνουν απεγνωσμένα για ένα σημείο επαφής, ταγμένοι στον έρωτα που αποφάσισαν πως θα νιώσουν για να ξεπεράσουν αιώνες μοναξιάς. Δύο άντρες και δύο γυναίκες, σε μια χαώδη πόλη, σε ένα ταξίδι ατέρμονων ανασχηματισμών, προσπαθούν να έρθουν πιο κοντά -ο ένας με τον άλλον και ο καθένας με τον πραγματικό του εαυτό.

 

 

Δεν ξέρω αν είναι προσωπική εκτίμηση ή αντικειμενική αλήθεια, πάντως το “Closer” θα έλεγα πως είναι ένα από τα λίγα σύγχρονα θεατρικά που προκάλεσαν τέτοια ακαριαία αίσθηση διεθνώς. Από το πρώτο του κιόλας ανέβασμα στο Λονδίνο το 1997, το δεύτερο μόλις έργο του Πάτρικ Μάρμπερ δημιούργησε μια ξεχωριστή επαφή με το κοινό, το οποίο ταυτίστηκε με αυτούς τους τέσσερις ανθρώπους επάνω στη σκηνή. Instant classic θα το αποκαλούσε κάποιος τόσο στις δύο όχθες του Ατλαντικού όσο και στην Ελλάδα.

Στην Αθήνα πρωτο-ανέβηκε το 1998, έναν χρόνο προτού το ανακαλύψει το αμερικανικό κοινό, ως “Τόσο κοντά”, στην κεντρική σκηνή του “Αμόρε”, σε μετάφραση και σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου, σημειώνοντας τεράστια επιτυχία. Δύο χρόνια αργότερα, παρουσιάζεται ξανά στη σκηνή του “Χορν”, με τη ματιά του Σταμάτη Φασουλή που το βαφτίζει “Εξ επαφής”, τίτλος με τον οποίο παίχτηκε στα μέρη μας και η κινηματογραφική διασκευή του 2004 σε σκηνοθεσία Μάικ Νίκολς.

Ακολούθησαν και μεταγενέστερες ελληνικές παραγωγές, με αποτέλεσμα το “Closer” να βρίσκεται κοντά μας διαρκώς αποδεικνύοντας τόσο τη δημοφιλία του όσο και τη διαχρονικότητά του, παρ’ ότι τα θεατρικά που διαδραματίζονται αλλά και που καθορίζονται από το σύγχρονο παρόν, πολλές φορές “παλιώνουν” γρήγορα καθώς τα προσπερνούν με ιλιγγιώδη ταχύτητα οι συνθήκες της πραγματικότητας. Στην περίπτωσή μας, μπορεί η dial up σύνδεση στο internet και το ανώνυμο τσατ γνωριμιών να μοιάζουν παλιακά, όμως η δίψα των μοναχικών ηρώων μας για ανθρώπινη επαφή, αποδοχή, έρωτα και αφοσίωση παραμένει διαχρονικά και σπαρακτικά επίκαιρη.

Αυτό το αέναο κυνήγι αυτοπροσδιορισμού μέσα από τα μάτια του άλλου, το χάσιμο στη μοναξιά μας, το κενό μέσα μας που μοιάζει να μεγαλώνει και οι καλύτερες των προθέσεων που οδηγούν σε καταστροφικές επιλογές είναι που πραγματεύεται ο Πάτρικ Μάρμπερ, ανακατεύοντας την αλήθεια μέσα στο ψέμα και τη ζωώδη έλξη που μας ασκεί ο άλλος μέσα στην απέλπιδα απόπειρά μας για ανεξαρτησία. Το “Closer”, παρά το σνομπάρισμα που έφαγε από πολλούς, έχει αποκτήσει τη θέση του στο συλλογικό ασυνείδητο, κι αυτό λέει πολλά, τόσο για το κείμενο αυτό καθ’ εαυτό, αλλά σε ό,τι μας αφορά στην Ελλάδα και για τις μνήμες των αποδόσεών του κατά το παρελθόν.

Ας μην ξεχνάμε δε και την ταινία που χάρη στο λαμπερό της καστ αλλά και στο τραγούδι “The Blower’s Daughter” που εμπνευσμένα εντάχθηκε στους τίτλους, χαράχτηκε σαν τατουάζ στην ψυχή.

Η νέα παραγωγή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου στη σκηνή του “Χώρα”, την οποία ομολογώ πως περίμενα με ανυπομονησία, παντρεύει όλες αυτές τις ασυνείδητες μνήμες και τις συναισθηματικές γεύσεις για να ξαναδιαβάσει το έργο ως κλασικά φρέσκο αλλά συγκινησιακά γνώριμο. Από τη μια έχουμε την κλασική μετάφραση του Θωμά Μοσχόπουλου, σταθερή αξία και ύψιστο εργαλείο στα χέρια σκηνοθέτη και ηθοποιών, που αποδίδει σε τέλεια Ελληνικά όλους αυτούς τους βρετανικούς υπαινιγμούς και αντίστοιχα την ταυτότητα και την προέλευση του κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά.

Από την άλλη, έχουμε το τραγούδι, να υπογράφει την παράσταση από το ξεκίνημά της κιόλας, σε μια νέα διασκευή, πιο σημερινή σε άκουσμα, αλλά το ίδιο σπαρακτική σε έκφραση και τόνο. Τέλος, έχουμε το ιδανικό καστ, λαμπερό, ερωτεύσιμο, σοφά επιλεγμένο και αφοσιωμένο στον κάθε ρόλο, να προσδίδει αξία στους χαρακτήρες και ολοκληρωμένη γλαφυρότητα επί σκηνής, με ουσία, μέτρο και εξαιρετικό αυτοέλεγχο.

Αυτό που εντυπωσιάζει εξίσου είναι και το μέγεθος της παραγωγής, η οποία παρ’ ότι ακολουθεί την επιβεβλημένη εντολή των λιτών multimodal σκηνικών (Λίνα Πηγαδιώτη), τα εμπλουτίζει με φανοστάτες λεωφόρων μεγαλούπολης, “ανοίγοντας” τον χώρο και ορίζοντας τον τόπο δραματουργικά και αισθητικά. Σε αυτό συντελούν καθοριστικά οι φωτισμοί (Σάκης Μπιρμπίλης) και τα κουστούμια (Βασιλική Σύρμα) που παρέα με τη μουσική (Δανάη Νίλσεν) χαρίζουν μια ρευστότητα στην κύλιση του χρόνου την ίδια στιγμή που ζωγραφίζουν λειτουργικές αλλά και πανέμορφες εικόνες. Επιπρόσθετα, η χρήση των βιντεοπροβολών (τις οποίες εν γένει δεν σας κρύβω ότι τις έχει σιχαθεί η ψυχή μου τελευταία στο θέατρο) εδώ έχουν απόλυτο νόημα και λογική, καθώς ενισχύουν τη συγκινησιακή φόρτιση μέσα από αυτοσχεδιαστικά γκρο πλαν, την ίδια στιγμή που νιώθεις πως κλείνουν το μάτι και στην ταινία που έχει προηγηθεί.

Μίλησα και νωρίτερα για την εξαιρετική επιλογή των τεσσάρων πρωταγωνιστών, όλοι τους σαγηνευτικά πανέμορφοι ως προς τον φαίνεσθαι, αλλά και πολυμετωπικά ουσιώδεις ως προς το είναι. Επιβλητικός, επικίνδυνα μεστός στις εκρήξεις του και εύθραυστος στην ανασφάλειά του, ο Μιχάλης Λεβεντογιάννης αποδίδει πλήρως τον νάρκισσο γιατρό Λάρυ που βρίσκεται σε διαρκή διαμάχη με τους γύρω του αλλά και με τον εαυτό του.

Συγκινησιακά ευάλωτη, επιμελημένα πνευματώδης και καλλιεργημένα εντυπωσιακή είναι η φωτογράφος Άννα της Βίκυς Παπαδοπούλου, έτσι όπως αναδεικνύεται σε ρόλο με ενσυναίσθηση και φωνητική επιβολή. Ο Σπύρος Σταμούλης αγκαλιάζει στην ολότητά του τον απογοητευμένο δημοσιογράφο/συγγραφέα Νταν, μέσα από μια διαδρομή συναισθηματικών αποχρώσεων που καταλήγει στη σπαρακτική αποδοχή.

Εξαιρετική η Ναταλία Σουίφτ στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται, μεταφράζει και εν τέλει αποδίδει τον σίφουνα Άλις, με ορμή και αληθινό τσαγανό σε κάθε μία από τις σκληρές πτυχές του ρόλου. Μετά από το σοκ της πρώτης φοράς στο “Αμόρε”, το καλύτερό μου “Closer” ever.

• Θέατρο του Νέου Κόσμου -Χώρα – Αμοργού 20, Κυψέλη
Παραστάσεις: Τετάρτη στις 20:00, Πέμπτη & Σάββατο στις 21:00, Κυριακή στις 18:00

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following