to top

Είδαμε την παράσταση | Η μάνα αυτουνού… Έλλη Ζάχου Ταχτσή

Είδαμε την παράσταση | Η μάνα αυτουνού... Έλλη Ζάχου Ταχτσή

“Η μάνα αυτουνού… Έλλη Ζάχου Ταχτσή” της Κικής Μαυρίδου, σκηνοθεσία: Βαγγέλης Λάσκαρης, πρωταγωνιστεί η Ράνια Σχίζα.

Η ιστορία της μητέρας του Κώστα Ταχτσή, μιας φιγούρας που κυριάρχησε έστω και υπαινικτικά στα κείμενά του, παρουσιάζεται υπό μορφή μονολόγου σε μια από τις καλύτερες παραστάσεις των τελευταίων χρόνων.

 

 

Η μάνα αυτουνού αποτελεί μια από τις σπάνιες θεατρικές συγκυρίες όπου το κείμενο, η σκηνοθεσία, η ερμηνεία, ακόμη και ο ίδιος ο χώρος, συνεργάζονται σε απόλυτη αρμονία προς όφελος της μυσταγωγίας. Είναι μάλιστα τέτοια η αρτιότητα της δοσολογίας του κάθε συστατικού ώστε τίποτα να μην συναγωνίζεται το άλλο με αποτέλεσμα τα πάντα να ρέπουν προς την τελειότητα, χωρίς από μόνα τους να φαντάζουν υπερβολικά.

Το ίδιο το κείμενο της Κικής Μαυρίδου δεν είναι από αυτά που όταν τα διαβάζεις αντιλαμβάνεσαι ότι κρύβουν σκηνές μεγαλείου και θριαμβευτικής ερμηνείας. Είναι στρωτό, με σοφά επιλεγμένη την κάθε λέξη, απλό στην πρώτη του ανάγνωση, χωρίς κραυγές και μεγαλοστομίες, όμως την ίδια στιγμή τόσο προσεκτικά και αφαιρετικά γραμμένο ώστε η κάθε συλλαβή του να σκιαγραφεί εποχές και καταστάσεις, την ίδια στιγμή που περιγράφει με τρόπο γλαφυρό την προσωπικότητα και την ψυχοσύνθεση της τραγικής ηρωίδας.

Ο ίδιος ο τίτλος ορίζει το καθάριο των προθέσεων με δύο λέξεις-κλειδιά: η “μάνα” -ως ιστορικό πρόσωπο, φιγούρα υπαρκτή και συνάμα διαχρονική έννοια αγάπης, πόνου και προσήλωσης- “αυτουνού” που χλευάστηκε, ξεχώρισε, τόλμησε, κυλίστηκε στα χώματα του νου και του κορμιού του, την ντρόπιασε και την υπέβαλε σε δοκιμασίες.

Άχρονο το κείμενο, με τη “μάνα” να μας μιλά μετά τα γεγονότα, σαν ψυχή που εξομολογείται στο καθαρτήριο έτοιμη να κριθεί και γεμάτη προσμονή να συναντήσει ξανά τον γιο της, πνίγεται στην τραγική ειρωνεία της επίγνωσης όσων έμελλαν να συμβούν σαν χρονικό μιας προαναγγελθείσας τραγωδίας. Άχρονος και ο τόπος (σκηνικά-κοστούμια: Γιώργος Λιντζέρης, φωτισμοί: Βαγγέλης Μούντριχας) σαν απομεινάρι της μνήμης κι όμως ασύλληπτα οικείος και ζεστός, μοιάζει με γωνιά γεμάτη ασφάλεια από το δικό μας παρελθόν. Κι όπως οι λέξεις κυλάνε απλές, σαν καθάριο ποτάμι με προδιαγεγραμμένη την πορεία του, η ιστορία ξετυλίγεται σαν παραμύθι της γιαγιάς, εμπλουτισμένη όμως με τόσες εικόνες που στο μυαλό φαντάζει σαν πολυπρόσωπη υπερ-παραγωγή, λες και παρακολουθείς ένα οικογενειακό δράμα και μαζί ιστορικό έπος που διατρέχει τον χρόνο.

Εκεί είναι που βρίσκεται η ουσία του κειμένου στο οποίο αναφέρθηκα εξ αρχής -στην προσεκτική επιλογή και εναλλαγή λέξεων, περιγραφών, διαλόγων και πλάγιου λόγου και εν τέλει στη σύνθεση μιας πολύπλοκης ιστορίας που τη διακρίνει η απλότητα ενώ απεχθάνεται την επιτήδευση.

 

Ο Βαγγέλης Λάσκαρης στη σκηνοθεσία του αντιλαμβάνεται πλήρως την πολυπλοκότητα που κρύβεται πίσω από τη φαινομενική απλότητα του λόγου και στήνει μια παράσταση γεμάτη από ελαφρείς κυματισμούς ερμηνείας και συναισθηματικής δίνης. Σε ένα έργο που κρύβει εύκολες παγίδες υπερβολής και κραυγών επιφανειακού εντυπωσιασμού, εκείνος επιλέγει με ωριμότητα να κάνει ένα βήμα πίσω και να αφήσει την εικόνα και τον λόγο να αναδειχθούν με ψυχραιμία και σπαρακτικό ρεαλισμό.

Η μεγαλύτερη δυσκολία του εγχειρήματος άλλωστε είναι αυτό το άχρονο του κειμένου, με τη φιγούρα της μάνας αυτουνού να μην έχει συγκεκριμένη ηλικία τη στιγμή της αφήγησης (αφού τα πάντα έχουν ήδη τελειώσει) μα να εξιστορεί τα γεγονότα σε ένα αέναο παρόν, σαν να μας παίρνει από το χέρι και να μας πηγαίνει σε ένα ταξίδι στον χρόνο, ξεναγώντας μας σε κάθε σπίτι, σε κάθε δωμάτιο, σε κάθε δρομάκι και σε κάθε γωνιά της ζωής της. Χρησιμοποιώντας ευφάνταστα κάποια “διαλείμματα” κατά τη διάρκεια των οποίων την ψυσοσωματική αποφόρτιση αναλαμβάνουν οι φωτισμοί και η μουσική του Μάνου Αντωνιάδη, ο Βαγγέλης Λάσκαρης ορίζει τον σκηνικό βηματισμό και την ερμηνευτική έκφραση της μάνας αυτουνού στο επόμενο “κεφάλαιο” της ζωής της.

Πώς αλλιώς όμως θα μπορούσε να είχε πετύχει αυτή τη μαγεία που συντελείται επί σκηνής χωρίς τη “μάνα” της Ράνιας Σχίζα; Δηλαδή, πραγματικά θα ήθελα να ξαναδώ την παράσταση αν μη τι άλλο για να καταλάβω τον τρόπο με τον οποίο -μολονότι με το ίδιο ρούχο, καθισμένη στο ίδιο σεντούκι, στο ίδιο σημείο της σκηνής- αυτή η γυναίκα γερνάει μπροστά στα μάτια μας, παραμένοντας όμως ίδια κι απαράλλαχτη. Είναι τόσο συγκλονιστική η παρουσία αυτής της σπουδαίας ηθοποιού ώστε να τη “βλέπεις” κοριτσάκι στην αρχή της παράστασης και σταδιακά να μεγαλώνει μπροστά σου, να γκριζάρει και να γεμίζει ρυτίδες, στο πρόσωπο και στην ψυχή. Να ξαναγυρίσω στο κείμενο; Αυτή είναι η δύναμή του, αυτή είναι η ουσία του.

Κι οι ίδιες οι λέξεις μοιάζουν να αλλάζουν όσο περνούν τα χρόνια κι όσο η εκείνη η μάνα “ξαναζεί” τη ζωή της σε διαφορετικές στιγμές. Εκεί πατάει και η σκηνοθεσία που όσο περνούν τα χρόνια μειώνει τα γκάζια, καθοδηγώντας την εξαίρετη ηρωίδα του σε δρόμους σωρευμένης κόπωσης. Αυτό αναδεικνύει και η Ράνια Σχίζα, σε μια από τις κορυφαίες ερμηνείες της θεατρικής Αθήνας, σε ένα αστείρευτης εκφραστικότητας ταξίδι μέσα κι έξω απ’ το κορμί της, μπρος και πίσω στον χρόνο, τιμητής των πάντων και κριτής του ίδιου της του εαυτού. Δεν μπορείτε παρά μόνο να θαυμάσετε τη χροιά στη φωνή, τον έλεγχο στις ανάσες και τη σχεδόν ακίνητη -σαν σε πίνακα- στάση της, που τη διαμορφώνουν ανεπαίσθητες κινήσεις στα χέρια και στον τρόπο που πατάει στο έδαφος, σαν να προσπαθεί να κρατήσει μέσα στο κορμί της όλα αυτά που είναι έτοιμα να ξεχυθούν.

Κι έπειτα είναι αυτή η σπίθα και η πονηριά στο βλέμμα που σταδιακά θολώνει και εκείνη η φωνή που πάλλεται γαλήνια και κατευναστική έως ότου σπάσει και παραδοθεί σε ένα αδιόρατο γρέζι θρήνου, λίγο πριν από την τελευταία της κραυγή.

Η εμπνευσμένη στιγμή που σχεδόν συνομιλεί με τον νεκρό της γιο κάπου εκεί προς το φινάλε (σπαρακτική η ομοιότητα της φωνής του Νίκου Καραθάνου με αυτή του Ταχτσή), είναι τόσο εκτυφλωτική μέσα στο σκοτάδι της που νιώθεις τα σώψυχά σου να ξεσκίζονται. Κι όσο τα δάκρυα τρέχουν ανεξέλεγκτα, είναι τόση η αγάπη που εισπράττεις που νιώθεις μια ανάγκη αρχέγονη να την ανταποδώσεις.

 

• Πολυχώρος Vault – Σκηνή Α – Μελενίκου 26, Βοτανικός
Παραστάσεις: Παρασκευή στις 21:15, Σάββατο & Κυριακή στις 18:15.

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

Invalid username, no pictures, or instagram servers not found
Invalid username, no pictures, or instagram servers not found