to top

Είδαμε την ταινία | Ma Rainey’s Black Bottom

Είδαμε την ταινία | Ma Rainey's Black Bottom

Ma Rainey’s Black Bottom, είναι δραματική ταινία του Netflix σε σκηνοθεσία Τζωρτζ Σ. Γουλφ, με τους Βαϊόλα Ντέηβις, Τσάντγουικ Μπόουζμαν, Κόλμαν Ντομίνγκο, Γκλυν Τέρμαν, Μάικλ Ποτς, Τζέρεμυ Σάμος, Τζων Κόυν, Τέιλουρ Πέητζ, Ντουσάν Μπράουν.

Είμαστε στο Σικάγο του 1927, σε ένα στούντιο δίσκων, όπου περιμένουν τη θρυλική μπλουζ τραγουδίστρια της εποχής, τη Μα Ρέινι, να ηχογραφήσει τα τραγούδια της. Πρώτοι φτάνουν τα μέλη του συγκροτήματός της και παρ’ ότι η ώρα έχει περάσει η Μα δεν έχει εμφανιστεί ακόμα, εκνευρίζοντας ακόμη περισσότερο τον ιδιοκτήτη της εταιρείας που ούτως ή άλλως τη θεωρεί κακό μπελά ως προς τη συμπεριφορά της και πάντοτε απαιτητική. Λίγο προτού η Μα Ρέινι μπει στο στούντιο μαζί με την κοπέλα της και τον τραυλό ανιψιό της, τον οποίο επιβάλει να εκφωνήσει την εισαγωγή σε ένα τραγούδι της, έρχεται και ο Λεβί, ένας υπερβολικά σίγουρος για τον εαυτό του τρομπετίστας που όχι μόνο θέλει να ενορχηστρώσει αλλιώς τα τραγούδια της Μα Ρέινι αλλά και να προσεταιριστεί τον ιδιοκτήτη της δισκογραφικής για να αγοράσει τα δικά του τραγούδια.

 

 

Τι έχουμε εδώ… Κατ’ αρχάς έχουμε ακόμα μία κινηματογραφική διασκευή θεατρικού έργου του Ώγκαστ Γουίλσον, μετά τα “Εμπόδια” του 2016 και μάλιστα με το τότε δίδυμο Βαϊόλα Ντέηβις-Ντένζελ Γουώσινγκτον να συναντιούνται ξανά, αυτή τη φορά ως πρωταγωνίστρια και παραγωγός αντίστοιχα. Άλλωστε, η μεταφορά στην οθόνη των θεατρικών του Ώγκαστ Γουίλσον αποτελεί προσωπικό πόνημα του Ντένζελ Γουώσινγκτον, ο οποίος είχε μια αρχική συμφωνία με το ΗΒΟ που μάλλον στράβωσε και τελικά μπήκε το Netflix στη μέση. Τα κοινά, όμως, μεταξύ των δύο κινηματογραφικών διασκευών δεν σταματούν εδώ.

Αμφότερες οι ταινίες χαρακτηρίζονται από τα ίδια ελαττώματα που πηγάζουν από το ίδιο το πρωτογενές υλικό, αφού και στη “Μα Ρέινι” το κείμενο είναι πολύ θεατρικό για να “δουλέψει” στο σινεμά. Και αν το πρόβλημα στα “Εμπόδια” ήταν ότι το σενάριο ήταν του Γουίλσον, άρα έπεσε στην παγίδα να δουλέψει με το κείμενο που είχε γράψει ο ίδιος, στη “Μα Ρέινι” ούτε ο Ρούμπεν Σαντιάγκο-Χάντσον δείχνει να καταφέρνει να απεγκλωβιστεί από τη θεατρική στασιμότητα, με αποτέλεσμα μια ταινία που περισσότερο μοιάζει με κινηματογράφηση της παράστασης παρά με κινηματογραφικό έργο.

Και εκεί ακόμα όμως στέκει αμήχανα, αφού αντί να στηρίξει την κλειστοφοβία της θεατρικής σκηνής, μπολιάζει το φιλμ με κάποια αχρείαστα εξωτερικά τα οποία είναι τόσο λίγα και τόσο αδύναμα ώστε περισσότερο μοιάζουν με εμβόλιμες παρενθέσεις χωρίς ουσία παρά εξυπηρετούν κάποιον σκοπό.

 

Το δεύτερο πρόβλημα της ταινίας Ma Rainey’s Black Bottom – ακόμα κι αν ακουστώ αιρετικός – είναι το ίδιο το θεατρικό. Ο Ώγκαστ Γουίλσον, πολυβραβευμένος και αναγνωρισμένος θεατρικός συγγραφέας και λόγιος της αφροαμερικανικής κοινότητας, δημιούργησε με σκοπό, λόγο και ακροατήριο στοχευμένα. Σαφέστατα και τα νοήματα και τα μηνύματα των κειμένων του είναι οικουμενικά, η διατύπωση όμως αφορά συγκεκριμένο κοινό, γιατί πολύ απλά για αυτό το κοινό είχαν γραφτεί -ήταν οι προϋποθέσεις και οι συνθήκες τέτοιες, όταν ανέβαζε τα έργα του στο Θέατρο Black Horizon στο Πίτσμπουργκ. Οι λέξεις του αντικατοπτρίζουν τη φωνή της μαύρης κοινότητας, στην οποία απευθυνόταν πρωτίστως και την οποία ήθελε να αφυπνίσει. Αυτή η κόντρα λοιπόν της οικουμενικότητας του θέματος με το στοχευμένο ακροατήριο δεν παύει να θέτει εμπόδια στη δραματουργία, όταν το έργο πάει να μιλήσει σε όλους.

Η “Θρυλική Μα Ρέινι” λοιπόν, με αφορμή την προγραμματισμένη ηχογράφηση στο στούντιο εκείνη την ημέρα, συγκεντρώνει έναν μικρόκοσμο χαρακτήρων (στην πλειοψηφία τους αντιπαθών, είναι η αλήθεια), ώστε να μιλήσει για συγκρούσεις, φιλοδοξίες, σεβασμό, προδοσία, οργή, απογοήτευση και συντριβή, υπό ένα πρίσμα όμως περιορισμένου βεληνεκούς και με συγκρούσεις εν μέρει αναίτιες. Παρ’ ότι έργο συνόλου, αναδεικνύει σαφέστατα τους δύο πρώτους ρόλους, της Μα Ρέινι και του Λεβί, αντιπαραθέτοντας μέσω αυτών δύο διαφορετικούς κόσμους της ίδιας κοινότητας, βάσει του τρόπου με τον οποίο διαχειρίζονταν την αυτοδιάθεσή τους -με αξιοπρέπεια, πείσμα και τσαγανό η μία, με συμβιβασμό στα όρια της δουλοπρέπειας ο άλλος.

Και εδώ είναι που έρχονται οι σημαντικές αρετές της ταινίας να ισοφαρίσουν τα όποια προβλήματα πηγάζουν από το πρωτογενές υλικό και τη στασιμότητα στην οποία οδηγούν. Κατ’ αρχήν έχουμε ένα εξαιρετικό επίπεδο σε κάθε τομέα της καλλιτεχνικής διεύθυνσης, που οδηγεί σε μια υποδειγματική αναπαράσταση της εποχής. Σκηνικά, κοστούμια, μακιγιάζ και κομμώσεις αποπνέουν μια τόσο παντοδύναμη αίσθηση ρεαλισμού και κινηματογραφικής ευφυίας που παίρνουν από μόνα τους ζωή και καθοδηγούν τη δράση και την εξέλιξη. Η δε σκηνοθεσία, μολονότι ελαφρώς ανέμπνευστη ως προς τη διαχείριση των θεατρικών καταβολών ή των επιτηδευμένων μονολόγων, χαίρει εξαιρετικής καθοδήγησης των ηθοποιών, με αποτέλεσμα ρόλους-διαμάντια από το σύνολο του καστ, με μπροστάρηδες βέβαια τη σαρωτική Βαϊόλα Ντέηβις και τον αδικοχαμένο Τσάντγουικ Μπόουζμαν, εδώ αγνώριστο εμφανισιακά και ερμηνευτικά, αφού ψυχή τε και σώματι ενδύεται τον αμφιταλαντευόμενης ηθικής μα βαθιά φιλόδοξο Λεβί.

 

 

Η ταινία, όμως, δεν παύει να είναι η Βαϊόλα, μια ηθοποιός συνταρακτική και καθολική σε κάθε της εμφάνιση, που με αυτό το σαν tabula rasa πρόσωπο μπορεί και μεταμορφώνεται κάθε φορά, για κάθε ρόλο και να εξαφανίζει το είναι της ώστε να αναδείξει το πρόσωπο που ερμηνεύει, ως μια δεύτερη Μέρυλ Στρηπ. Είναι τόσο γκράντε η Μα της, που μοιάζει έτοιμη να βγει από την οθόνη και να βαδίσει δίπλα μας, υπερβαίνοντας με την παρουσία και το σθένος της τον τέταρτο τοίχο, κοιτώντας σε στα μάτια και κάνοντάς σε να νιώθεις την ανάσα της.

Είναι σπουδαία, πραγματικά, και αυτή είναι, μαζί με τον συμπρωταγωνιστή της και με αυτά που προανέφερα περί αισθητικής και κάλους, που δίνουν περίσσια δύναμη σε μια ταινία εν συνόλω αμήχανη και στατική. Και πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε αυτό, προτού οι επιταγές της πολιτικής ορθότητας σπεύσουν να την αναδείξουν σε αριστούργημα, γιατί πολύ απλά, αριστούργημα δεν είναι. Και εν τέλει, κάποια στιγμή καλό θα ήταν να χαρακτηρίζαμε ως αριστουργήματα έργα για αυτό που είναι και όχι για αυτό που πρεσβεύουν.

Η ταινία Ma Rainey’s Black Bottom, είχε 5 υποψηφιότητες στα Όσκαρ: Α’ Γυναικείου για τη Βαϊόλα Ντέηβις, Α’ Ανδρικού για τον Τσάντγουικ Μπόουζμαν, Σκηνογραφίας, Μακιγιάζ-Κομμώσεων και Κοστουμιών.

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

Invalid username, no pictures, or instagram servers not found
Invalid username, no pictures, or instagram servers not found