to top

Είδαμε την παράσταση | One more for the road

Είδαμε την παράσταση | One more for the road

“One more for the road”, του Γιώργου Αράπογλου, διασκευή-σκηνοθεσία: Θοδωρής Βουρνάς, πρωταγωνιστούν: Παναγιώτης Γερακάρης, Βλάσης Μανάτος, Άννα Μαστοράκου, Αριστείδης Ψυλιάκος.

Εν αρχή ην το βιβλίο “Αθήνα 2012 μ.Χ.”, μια συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Αράπογλου, που αντλούσαν την έμπνευσή τους από τη χρονιά που σύμφωνα με τα μελλούμενα των Μάγια ο κόσμος θα ερχόταν αντιμέτωπος με τη συντέλεια. Ο κόσμος εν γένει τη σκαπουλάρισε -λέμε τώρα- όμως η Ελλάδα ειδικότερα έφαγε στο κεφάλι μια απρόσμενη κρίση, μνημονιακή και οικονομική και αξιών και γενικότερη, που έφερε τους ανθρώπους της έναντι συνθηκών εξίσου συντελειακών.

Τις τραγικές, αστείες και συγκινητικές ιστορίες απλών, καθημερινών ανθρώπων τα χρόνια εκείνα αφηγείται ο Γιώργος Αράπογλου στο βιβλίο του, το οποίο στο μεταξύ διάβασε ο Θοδωρής Βουρνάς. Και όπως το διάβαζε, ένας γλόμπος άναψε επάνω από το κεφάλι του και φώτισε μπροστά του την ιδέα μιας θεατρικής διασκευής και μάλιστα υπό τη μορφή μετα-επιθεώρησης, όπως οι δημιουργοί της αγαπούν να την αποκαλούν. Μόνο ο Βουρνάς όλο αυτό.

Και κάπως έτσι, στα τέλη της περασμένης σαιζόν, γεννήθηκε το “One more for the road” στη σκηνή του Vault, χαρίζοντας άπλετο γέλιο και αυτοσαρκασμό μπροστά στα χάλια μας τα μαύρα, με τον Θοδωρή Βουρνά να διαγράφει με μια μονοκονδυλιά τη μιζέρια των χρόνων εκείνων και να επιλέγει τη γελοία τους πλευρά, που όμως δεν στερείται τραγικότητας και αποστασιοποιημένης πίκρας. Στο κάτω-κάτω, αν δεν γελάσεις με τα χάλια σου πώς αλλιώς θα τα ξορκίσεις για να πας παρακάτω;

Παρακάτω όμως πηγαίνει και η παράσταση που πέντε μήνες αργότερα επιστρέφει, πάντα στη φιλόξενη σκηνή του Vault, όμως όχι απλά ανανεωμένη αλλά ολοκληρωτικά διαφορετική. Με πιο απλά λόγια, πρόκειται για ένα εντελώς καινούργιο έργο που λίγα έχει να μοιραστεί με τη προηγούμενη εκδοχή του.

 

 

Εν πρώτοις, έχουν φύγει κάποια κείμενα του βιβλίου, ενώ έχουν προστεθεί κάποια άλλα, η σκηνοθετική δομή είναι εκρηκτικά ντελιριακή, ο ρυθμός πιάνει τα 100 και το γέλιο ξεσπά ακόμη πιο αβίαστο. Αυτό που σαφέστατα παραμένει το ίδιο είναι η εμπνευσμένη διασπορά ρόλων και πραγματικότητας που καθιστά το κοινό συνένοχο στα δρώμενα όχι με φτηνά τρυκ αλλά με ουσία, καθώς ο τέταρτος τοίχος καταρρέει εξ αρχής, μετατρέποντας τη σκηνή σε χώρο πρόβας και καλοκουρδισμένου αυτοσχεδιασμού με απανωτά μπες-βγες από τον μύθο στην πραγματικότητα. Οι ηθοποιοί χρησιμοποιούν τα πραγματικά τους ονόματα, παρεμβαίνουν, διακόπτουν ή σχολιάζουν τις σκηνές των άλλων, ενώ δεν διστάζουν να συζητήσουν τα προσωπικά τους ή ακόμα και να κλείσουν ραντεβού στο κομμωτήριο για ανταύγειες.

Τίποτα όμως από όλα αυτά δεν γίνεται τυχαία παρά τη φαινομενικά παιδιάστικη αφέλεια και την εφηβική ορμή που κρύβει μέσα του το κάθε στιγμιότυπο. Μπορεί το γέλιο να ακούγεται εκκωφαντικό ολόγυρα, όμως την ίδια στιγμή εισπράττεις την τραγικότητα του κάθε ήρωα, η οποία κατακάθεται μέσα σου όταν τα φώτα σβήσουν και μένει παρέα σου μετά. Ο απογοητευμένος μουσικός που παραπαίει στο χείλος της ταράτσας του, ο άντρας που ξέμεινε από λεφτά και εναπόθεσε την ελπίδα του στα τυχερά παιχνίδια ή ο άλλος που δανείστηκε από τοκογλύφους, το ερωτευμένο ζευγάρι που χωρίζει μπροστά στα μάτια μας, η κοπέλα που βλέπει τη μέρα της να πηγαίνει κατά διαόλου από την ώρα που ξυπνά, ο άγνωστος άντρας που ξεμένει τελευταίος σε κάποιο μπαρ και όλες αυτές οι μικρές ιστορίες καθημερινής τρέλας είναι ιστορίες δικές μας, είναι στιγμές που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έχουμε βιώσει στα άκρα της πίκρας μας και που βλέποντας το “One more for the road” τις επανεξετάζουμε για το καλό μας, έτσι όπως αναπαρίστανται στην πιο αστεία εκδοχή τους.

Ποτέ άλλοτε ίσως το δράμα δεν φλερτάριζε τόσο πολύ με το γελοίο και εν τέλει ποτέ οι πιο σκληρές σκηνές στις ζωές μας δεν φάνταζαν τόσο αστείες. Είπαμε όμως, μόνο αν μπορέσεις να γελάσεις με τα χάλια σου θα αφήσεις πίσω σου το παρελθόν και θα κάνεις ένα βήμα μπροστά, χωρίς να καταλαβαίνεις αν η γυαλάδα στα μάτι σου είναι από το γέλιο ή τη θλίψη.

 

Οπότε, ο Θοδωρής Βουρνάς τρολάρει τον ίδιο του τον εαυτό, ανακατεύει την τράπουλα και σατιρίζει την παράσταση που ανέβασε πέντε μήνες νωρίτερα, συστήνοντάς μας τον καλύτερό της εαυτό. Για να φέρει το εγχείρημα εις πέρας επιλέγει τους ιδανικούς συνεργούς, τέσσερις νέους ηθοποιούς (οι τρεις εκ των οποίων μάς συστήνονται για πρώτη φορά επαγγελματικά), εκμεταλλεύεται τη νεανική τους ορμή και την ατσαλάκωτη εικόνα τους που δεν έχουν το παραμικρό πρόβλημα να την ποδοπατήσουν και τους σκηνοθετεί σαν να μην είναι ο ίδιος εκεί, αλλά σαν να παρακολουθεί σε στόρυ στο ίνστα τους ανεπιτήδευτους αυτοσχεδιασμούς τους.

Ο Παναγιώτης Γερακάρης (ίσως θυμάστε πόσο πολύ με είχε εντυπωσιάσει στο “Μια ωραία πεταλούδα” την περασμένη σαιζόν) είναι εξαιρετικός από την αρχή κιόλας, όταν ουσιαστικά μάς υποδέχεται στην αίθουσα, ενοχλημένος από τον θόρυβο που κάνουμε ενόσω συνθέτει το νέο ραπ χιτάκι του (το “Ρούντι, Ρουντάκι” θα σας στοιχειώνει για μέρες), κάνει high score με τα μάτια του και μόνο στη σκηνή του αυτόχειρα μουσικού με βαθύτατες συναισθηματικές εναλλαγές, τις οποίες διατηρεί ακόμα και στην πιο ντελιριακή τους έκφανση στο στιγμιότυπο του μπαρ, ενώ παραμένει στο επίκεντρο ακόμα κι όταν κάνει κρυφά νοήματα στους συμπρωταγωνιστές του να βιαστούν γιατί θα χάσει το μετρό.

Αστεία, γοητευτική, με ρυθμό και νάζι στο νεύρο της η Άννα Μαστοράκου, μπαινοβγαίνει με ευκολία από το έργο στο τώρα μας (ναι, λοιπόν, αυτή είναι που τηλεφωνεί για ραντεβού για ανταύγειες καταμεσής της παράστασης), ενώ ο Αριστείδης Ψυλιάκος έχει ένα κωμικό θράσος που συμπορεύεται με την αυτοσαρκαστική τρέλα του.

Μεγάλη έκπληξη ο Βλάσης Μανάτος, ο οποίος είναι η αποκάλυψη της παράστασης, με άνεση, έκφραση και πηγαίο ταλέντο που δεν σε αφήνουν να πάρεις ανάσα από το γέλιο ενόσω σε γειώνουν απότομα από τη συγκίνηση (αλλά χωρίς να πάψεις να γελάς). Αν κάτι με στενοχώρησε στο καινούργιο “One more for the road” είναι ότι τελείωσε εκεί ακριβώς που ήθελα κι άλλο.

 

• Πολυχώρος Vault – Σκηνή Β – Μελενίκου 26, Βοτανικός
Παραστάσεις: Τετάρτη & Πέμπτη στις 21:00

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following