to top

Είδαμε την παράσταση | Καμένα λουλούδια στο παρτέρι

Είδαμε την παράσταση | Καμένα λουλούδια στο παρτέρι

Καμένα λουλούδια στο παρτέρι του Ούγκο Μπέτι, μετάφραση-διασκευή: Φραντσέσκα Μινουτόλι, Τάσος Αντωνίου, σκηνοθεσία: Φραντσέσκα Μινουτόλι, πρωταγωνιστούν: Μιχάλης Καλιότσος, Τάσος Αντωνίου, Μαρία Μαλταμπέ, Αλέξανδρος Μαράκης-Μπούρκας.

Ο Τζιοβάνι, κάποτε ισχυρός πολιτικός ηγέτης, ζει απομονωμένος με τον πόνο του και με τη σύζυγό του σε ένα σπίτι κοντά στα σύνορα. Έχοντας αποσυρθεί από τα πάντα, αναζητά τη γαλήνη και την εξιλέωση, παρέα με τη σκιά του γιου του που έχασε τη ζωή του σε αυτό εδώ το σπίτι πριν από κάτι χρόνια και με τον οποίο η γυναίκα του εξακολουθεί να συνομιλεί, σε ένα παιχνίδι που έχουν πλάσει οι δυο τους.

Μόνο που αυτή η φαινομενική ηρεμία διαταράσσεται από την άφιξη ενός παλιού του συνεργάτη που τον καλεί ξανά στην ενεργό δράση, εκβιάζοντας τρόπον τινά τη συνείδησή του με τα σφάλματα του παρελθόντος που απεγνωσμένα θέλει να ξεχάσει.

 

 

Είναι πολύ ευχάριστο να βλέπεις στη σκηνή έργα σπάνια παιγμένα στην Ελλάδα και μάλιστα σπουδαίων συγγραφέων που ενδεχομένως δεν έτυχαν της ευρείας αναγνώρισης που θα τους άξιζε. Οπότε, η νέα παραγωγή Καμένα λουλούδια στο παρτέρι, που φιλοξενείται για δεύτερη σαιζόν στη σκηνή Secret Room του θεάτρου Αλκμήνη είναι μια εξαιρετική ευκαιρία να συναντηθούμε με το θεατρικό σύμπαν του Ούγκο Μπέτι, του οποίου το έργο -μολονότι γραμμένο στις αρχές των ’50s- φαντάζει πιο σύγχρονο από ποτέ.

Μεγάλη προσωπικότητα του θεάτρου στην Ιταλία, ο Ούγκο Μπέτι εκφράζει ιδανικά με τον βίο του το διττό της ανάγνωσης των κειμένων του και των χαρακτήρων που σκιαγραφεί. Εθελοντής στα νιάτα του στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και αιχμάλωτος των Γερμανών, ο Μπέτι έγινε δικαστής μετά τον πόλεμο έως ότου ακολούθησε το πάθος του για τη συγγραφή. Η επιτυχία των πρώτων ποιητικών συλλογών του τον οδήγησε στη συνέχεια στη θεατρική πρόζα στην οποία και αφιερώθηκε ολοκληρωτικά μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ο καυστικός του λόγος, η πολιτική του ματιά και η (διαχρονικά όπως αποδεικνύεται) σύγχρονη ματιά του ως προς τις πολιτικο-κοινωνικές συνθήκες της χώρας τον κατέστησαν στόχο του εκάστοτε καθεστώτος που τον κατηγορούσε είτε για Εβραίο και αντιφασίστα προπολεμικά, είτε για φασίστα μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου. Τα “Καμένα λουλούδια στο παρτέρι”, το προ-τελευταίο έργο του, αποτελεί τρανή απόδειξη της ρευστότητας στην αντίληψη του σωστού και του λάθους και της κρυφής ατζέντας πίσω από κάθε πολιτικό παιχνίδι, όποιος κι αν είναι ο μανδύας της ορθότητας που το καλύπτει.

Στην Ελλάδα το συγκεκριμένο έργο έγινε γνωστό το 1983 από τον θίασο του Νίκου Κούρκουλου στο θέατρο Κάππα, με τον τίτλο “Η ανταπόκριση”, σε σκηνοθεσία Μίνωα Βολανάκη, παράσταση που διασκευάστηκε λίγα χρόνια αργότερα και για το “Θέατρο της Δευτέρας” στην ΕΡΤ.

Το νέο, πιο μίνιμαλ ως προς τη διανομή των ρόλων, ανέβασμα επαναφέρει τον πρωτότυπο τίτλο σχεδόν (ως “Το καμένο παρτέρι” μεταφράζεται ο ιταλικός “L’aiuola bruciata”) σε μια παράσταση δομημένων προθέσεων και δυναμικών ερμηνειών που προτάσσει αυτούσιο τον λόγο και τον προβληματισμό του συγγραφέα, σε ένα σύμπαν που φαντάζει ενδεχομένως άχρονο άρα και καταλυτικά σύγχρονο του δικού μας παρόντος.

Η επιστροφή του φασισμού υπό οποιαδήποτε συνθήκη και όνομα, η καπηλεία της πατρίδας και του καλού της, η ντροπιαστική εκμετάλλευση των “ηρώων” του παρελθόντος και το ξέπλυμα των εγκλημάτων στο όνομα της επανάστασης συγκρούονται αρμονικά επί σκηνής με το καθηλωτικό ψυχόδραμα, τον πόνο της απώλειας, το φαντασιακό και πρωτίστως με την άσβεστη εσωτερική ανάγκη του πρωταγωνιστή για εξιλέωση.

Σε έναν σκηνικό χώρο ρεαλιστικά υπερβατικό (σκηνικά: Κική Μήλιου, φωτισμοί: Μανώλης Μπράτσης), οι τέσσερις ήρωες του δράματος υποκρίνονται πως συνυπάρχουν, πως κατανοούν, πως συγχωρούν και πως αποβλέπουν σε ένα κοινό καλό, την ίδια στιγμή που λογοδοτούν για το ψέμα και τα εγκλήματα που διέπραξαν ή που επέτρεψαν να συμβούν. Πάνω από όλα όμως, βρίσκονται σε έναν διαρκή εσωτερικό μονόλογο με την αλήθεια που άφησαν πίσω τους, έκθαμβοι μπροστά στην καλοσύνη που μπορεί να ανθίσει ακόμα, αγνή και αμόλυντη, μέσα σε αυτό το καμένο από τον θάνατο και την πίκρα παρτέρι που μοιάζει με σκαλοπάτι διαφυγής που οδηγεί στον επόμενο κόσμο, όποιος κι αν είναι αυτός.

 

Ο Μιχάλης Καλιότσος σκιαγραφεί έναν υπέροχο Τζοβάνι, αποσυρμένο από τα κοινά και από τη ζωή, καθώς καλείται να αντιμετωπίσει ξανά τη μοίρα του και να παλέψει μέχρι τέλους με τους δαίμονες που έκρυβε χρόνια στην ψυχή του. Χτυπημένος από τον θάνατο πατέρας, βυθισμένος σε τύψεις και ψέματα αλλοτινός ηγέτης, τραγικά συμβιβασμένος με το παιχνίδι που έπλασε η γυναίκα του για να κρατήσει τη μνήμη του γιου τους ζωντανή, ο Μιχάλης Καλιότσος επιστρατεύει την ηγετική φωνή και το αγέρωχο παράστημα που αντέχει καντάρια πόνου για να ξεδιπλώσει έναν Τζοβάνι τόσο ανθρώπινα ρεαλιστικό μα και τόσο πολιτικά φευγάτο, ακόμα και στους άβολους μονολόγους τους οποίους ο συγγραφέας επιστρατεύει για να δηλώσει ξεκάθαρα το οικουμενικό του μανιφέστο.

Σπαρακτική μέσα στον καθωσπρεπισμό της οικοδέσποινας η Μαρία Μαλταμπέ στον ρόλο της συζύγου του, της Λουίζα, εναρμονίζεται πλήρως με τις μεταφυσικές παραβολές του ρόλου σε ένα παιχνίδι πραγματικότητας και φαντασίας. Αμφότεροι διαχειρίζονται εξαιρετικά τη συγκινησιακή φόρτιση που τους προκαλεί η άφιξη του νεαρού ορφανού Ροζάριο, διστακτικό πρωτοπαλίκαρο και θύμα της επανάστασης και ο ίδιος, έτσι όπως τον υποδύεται με ποιητική εγκράτεια και εφηβική αθωότητα ο Αλέξανδρος Μαράκης-Μπούρκας, λες και μετουσιώνεται στη μορφή του νεκρού τους γιου.

Άτεγκτος, σκληροπυρηνικά χειριστικός και απειλητικός ο Τομάζο του Τάσου Αντωνίου εκφράζει εφιαλτικά τον κίνδυνο του σκότους και του τρόμου, που αποβλέπει στην επιστροφή του κακού με το προσωπείο του σωτήρα. Λειτουργική δραματουργικά η συναισθηματική φόρτιση που προκαλούν οι μουσικές του Νίκου Αρκομάνη, έτσι όπως προσδίδουν έναν αέρα κινηματογραφικού ρεαλισμού στους συμβολισμούς του έργου.

• Θέατρο Αλκμήνη – Σκηνή Secret Room – Αλκμήνης 8-12, Γκάζι
Παραστάσεις: Τετάρτη στις 18:00

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following