“Ήταν όλοι τους παιδιά μου” του Άρθουρ Μίλλερ, απόδοση-σκηνοθεσία: Γιώργος Νανούρης, πρωταγωνιστούν: Γιώργος Γάλλος, Άννα Μάσχα, Κωνσταντίνος Μπιμπής, Λίλα Μπακλέση, Άννα Λουιζίδη, Δημήτρης Σέρφας.
Στο σπιτικό των Κέλλερ η χαρά βαδίζει χέρι-χέρι με την οδύνη. Από τη μια η προσμονή του Κρις για την άφιξη της αγαπημένης του Άννυ, στην οποία θα κάνει πρόταση γάμου κι από την άλλη η αγωνία του για την αντίδραση της μητέρας του στα νέα. Είναι που η Άννυ υπήρξε κοπέλα του αδελφού του, που όμως δεν γύρισε ποτέ από τον πόλεμο, τρία χρόνια τώρα. Νεκρός στη συνείδηση όλων αλλά μόνο αγνοούμενος στην καρδιά της μάνας, στοιχειώνει τη σχέση των δύο ερωτευμένων, αφού η αποδοχή της από την Κέητ Κέλλερ θα απαιτούσε ταυτόχρονη αποδοχή του μοιραίου για τον γιο της.
Και κάπως έτσι, εκείνη την υγρή, ζεστή ημέρα, στην αυλή της κατοικίας των Κέλλερ έξω από τη Νέα Υόρκη, καθώς οι ζωντανοί ξορκίζουν τους νεκρούς τους, φαίνεται πως μαζί με την Άννυ καταφθάνουν αλήθειες κρυμμένες που παρασέρνουν τα ψέματα και τις αυταπάτες όλων.
Ποιητικός ρεαλισμός, ερμηνείες υψηλού κύρους, ένταση και συγκίνηση που συγκλονίζει τα σωθικά περιγράφουν συνοπτικά το εξαιρετικό ανέβασμα του “Ήταν όλοι τους παιδιά μου” του Άρθουρ Μίλλερ στο Αλκυονίς από τον Γιώργο Νανούρη, του δεύτερου μάλιστα θεατρικού του κλασικού συγγραφέα που υπογράφει, μετά τον “Θάνατο του εμποράκου”, ο οποίος επαναλαμβάνεται για δεύτερη σαιζόν στον θέατρο Ζίνα. Δεδομένης μάλιστα αυτής της συνθήκης, έχει περίσσιο ενδιαφέρον μια συγκριτική ματιά στον τρόπο που ο γεμάτος ευαισθησία και συναίσθημα σκηνοθέτης διαβάζει τα δύο έργα του Μίλλερ.
Έτσι, από τον αφαιρετικό και χαμένο στις μνήμες κόσμο του εύθραυστου μυαλού του “Εμποράκου” που αντηχούν σαν μνημόσυνο στην αθωότητα και την ακεραιότητα ενός ήθους που εξαφανίζεται, στα “Παιδιά μου” ο Γιώργος Νανούρης προσγειώνεται στην αβάσταχτη καθημερινότητα δύο οικογενειών διαλυμένων από τα ψέματα και το αίμα των αθώων, την οποία μάς παραδίδει με ρεαλισμό ταινίας αλλά και με ρυθμό εσώτερα ποιητικό, κάνοντας τις λέξεις να αντηχούν σαν μουσική συμφωνία.
Με την απόδοση στα Ελληνικά να έχει γίνει από τον ίδιο τον σκηνοθέτη, είναι ξεκάθαρο πως οι λέξεις και η στίξη έχουν επιλεγεί ώστε να εναρμονίζονται με το ευρύτερο όραμα, γεγονός που ενισχύει περαιτέρω τη δραματουργική ισχύ της παράστασης.
Πιστέψτε με, μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκλογικεύσω τον συναισθηματικό και καλλιτεχνικό αντίκτυπο του έργου, καθώς και όλη αυτή τη δύναμη που εκτοξεύεται από τη σκηνή και σε παρασέρνει σαν ωστικό κύμα, αφού κάθε απόπειρα περιγραφής με λέξεις μοιάζει με στείρο μάθημα ανατομίας. Οργανικά, όμως, όλα έχουν την ουσιαστική θέση τους και συντελούν στο άρτιο αποτέλεσμα που παρακολουθείς, καθώς το “Ήταν όλοι τους παιδιά μου” χαίρει της αμέριστης φροντίδας σε κάθε λεπτομέρεια.
Οι φωτισμοί, ας πούμε, με την υπογραφή και πάλι του σκηνοθέτη, όπως σχεδόν σε κάθε του παράσταση, αυτή τη φορά μπορεί να μοιάζουν στατικοί και λειτουργικά ρεαλιστικοί, όμως κρύβουν πλήθος υπαινιγμών σε ατμόσφαιρα και παιχνιδίσματα φωτός, λειτουργώντας υπόγεια και καταλυτικά. Οι εναλλαγές της ώρας βαραίνουν τη συνείδηση και την ατμόσφαιρα, οι αποχρώσεις κουβαλούν επάνω τους την αποπνικτική ζέστη και την υγρασία, ενώ οι κάθετες δέσμες σκιάζουν τα μάτια, κουράζοντας το βλέμμα και την ψυχή.
Το σκηνικό της Μαίρης Τσαγκάρη επιβάλλεται ρεαλιστικά λιτό και άπλετο σε χώρο, με τζαμένια παραθυρόφυλλα γύρω από την αυλή των Κέλλερ, μεγαλοπρεπή σαν σε καθεδρικό εξουσίας και εύθραυστα σε κάθε ξαφνική ριπή αέρα και αλήθειας. Τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη, χαρακτηριστικά του τόπου και της εποχής, φέρουν στη διαχρονική τους κομψότητα τη χρωματική παλέτα που ξεκινά από την ελπίδα και την αδιαφορία για να καταλήξει στο πένθος.
Η ανατομία μιας παράστασης όμως, δεν εξαντλείται στα επί μέρους μέλη της, όταν αυτά δεν εξυπηρετούν τη ζωοποιό ουσία της και την ψυχή της. Αυτή η ψυχή είναι που ορμάει σαν κύμα στη σκηνή του Αλκυονίς και μας παρασέρνει όλους για να μας ξεβράσει σε εκείνη την τραγική αυλή, με τα τζαμένια παραθυρόφυλλα που περικλείουν τις ζωές των Κέλλερ και των άλλων.
Η Άννα Μάσχα, ας πούμε, δίνει το αρχικό χτύπημα με τον σπαραγμό της μπροστά στο πεσμένο δέντρο που το έριξε ο αέρας, θρηνώντας για κάτι που αγνοούμε, αλλά στην ουσία πενθώντας για αυτό που αρνείται να παραδεχτεί. Κυλιόμενη με συναισθηματική εγκράτεια και ερμηνευτική άνεση από την επίθεση στην άμυνα και από την άρνηση στη συντριβή, είναι η μάνα κουράγιο του Μίλλερ, με τη λεμονάδα που έφτιαχνε από πάντα να την κρατάει αγκυροβολημένη σε μια ζωή άλλη από αυτήν που βιώνει, κι ας προσποιείται το αντίθετο.
Ο Γιώργος Γάλλος κουβαλάει στο βάδισμα και στο σώμα το βάρος της κούρασης και του ψεύδους που ο Τζο Κέλλερ εμφυσά σε όλους, μέχρι που δεν του μένει πλέον άλλη ανάσα, κύρης και φιγούρα πατρική μαζί, στοργικός, χειριστικός και άρχοντας χωρίς βασίλειο. Η Λίλα Μπακλέση ερμηνεύει μια Άννυ συναισθηματικά νεκρή, που υποφέρει μαρτυρικά τις αμαρτίες των άλλων, βαθιά παραδομένη σε μια ελπίδα που αχνοφαίνεται, έρμαιο της αλήθειας που μόνο εκείνη γνωρίζει και την οποία κρατά καρτερικά κρυφή.
Χαίρομαι πολύ με τον Δημήτρη Σέρφα, ο οποίος από την πρώτη φορά που τον είχα παρατηρήσει στα “Καλύτερά μας χρόνια” εξελίσσεται ραγδαία, προσφέροντας ερμηνευτικό τσαγανό, νεανική ορμή και απλοϊκότητα στον ρόλο του Τζωρτζ, ο οποίος άγεται και φέρεται από τα λόγια των άλλων, ντροπιασμένος γιος που συγκρούεται μετωπικά με την αλήθεια.
Η Άννα Λουιζίδη τέλος, η πιο μεγάλη έκπληξη στις “Ψυχοκόρες”, εντυπωσιάζει με την σκηνική της άνεση και την ευκολία με την οποία αντιλαμβάνεται την όχι και τόσο ξεκάθαρα καλόψυχη γειτόνισσα Λύντια.
Φυσικά, στο “Ήταν όλοι τους παιδιά μου” υπάρχει ο Κωνσταντίνος Μπιμπής. Θα επαναλάβω για τρίτη φορά και συμπαθάτε με, πως δεν δύναμαι να κάνω λεκτική ανατομία στον κυριολεκτικά συνταρακτικό Κρις Κέλλερ που υποδύεται στην παράσταση, όμως θα μπορούσα να συνοψίσω εν γένει πως ο κόσμος μας είναι πολύ καλύτερος με εκείνον ανάμεσά μας. Θα περιοριστώ απλά στις δύο κορυφώσεις του, εκεί προς το φινάλε, όταν μεταμορφώνεται σε διευθυντή μιας αόρατης ορχήστρας, με εκείνη τη φωνή που μοιάζει να απαγγέλει άμετρο στίχο και εκείνα τα χέρια που σχεδιάζουν λέξεις, έννοιες και συναισθήματα στον αέρα και μαζί σε γραπώνουν από τα σωθικά, ελέγχοντας την ανάσα σου και τον λυγμό σου.
Κλείνοντας, θα μου επιτρέψετε δύο σχόλια που αφορούν στον Γιώργο Νανούρη. Πρώτον, θεωρώ πως πλέον αποτελεί υποχρέωσή του να συνυπάρχει θεατρικά κάθε δυο-τρία χρόνια με τον Κωνσταντίνο Μπιμπή. Μετά τον “Γυάλινο κόσμο” και το “‘Ηταν όλοι τους παιδιά μου” το οφείλει στην κοινωνία. Δεύτερον, οι μουσικές επιλογές του στην παράσταση θα πρέπει να κηρυχθούν παράνομες, λόγω του πόνου που προκαλούν.
• Αλκυονίς – Ιουλιανού 42-46, Πλατεία Βικτωρίας
Παραστάσεις: Τετάρτη στις 19:30, Πέμπτη στις 20:00, Παρασκευή στις 21:00, Σάββατο στις 18:00 & 21:00, Κυριακή στις 19:00