to top

Σύμφωνo συμβίωσης στόχοι και αστοχίες

Ο διάλογος για την πραγμάτωση της ισότητας σε όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού βίου που έμοιαζε μέχρι πρότινος περαιωμένος, σταδιακά αναζωπυρώνεται. Τα τελευταία δεκαπέντε έτη, το ένα μετά το άλλο τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφουγκραζόμενα τις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας και των ατόμων της, απεκδύονται τα παραδοσιακά κοινωνικά στερεότυπα του προηγούμενου αιώνα αναγνωρίζοντας και κατοχυρώνοντας σε νομικό επίπεδο τις σχέσεις μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου. Ουραγός αυτής της εξελικτικής πορείας και νομοπαραγωγικής στιχομυθίας υπήρξε η Ελλάδα, η οποία το 2008 κατοχύρωσε με τον Ν. 3179/2008 το σύμφωνο συμβίωσης εκτείνοντας αρχικά την εφαρμογή του στο αυστηρό πλαίσιο της συμβιωτικής σχέσης μεταξύ ατόμων διαφορετικού φύλου. Έπρεπε να προηγηθεί η καταδίκη της χώρα μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), το 2013, με την απόφαση Vallianatos and others Vs Greece (apl. no 29381/09, 32684/09), να περάσουν άλλα δύο έτη κενών περιεχομένου πολιτικών εξαγγελιών και υποσχέσεων μέχρι την 23η Δεκεμβρίου του 2015 ότε και ψηφίζεται από το Ελληνικό Κοινοβούλιο το σύμφωνο συμβίωσης μεταξύ ομόφυλων ατόμων.

Δύο σχεδόν μήνες μετά την ψήφιση του επίμαχου νόμου, διερωτάται κανείς, πως η νομική αυτή πρόβλεψη δύναται να επηρεάσει τη ζωή των ατόμων που επιλέγουν να υπογράψουν το εν λόγω «διευρυμένο» σύμφωνο, και κατά πόσο το σύμφωνο αυτό ως κατοχυρώθηκε συμβαδίζει με το πνεύμα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Σύμφωνα με τον Ν. 4356/2015, οι σχετικές προβλέψεις του οποίου συγκεντρώνονται σε 13 άρθρα, το σύμφωνο συμβίωσης συνιστά ιδιωτικό συμφωνητικό το οποίο περιβάλλεται τον συμβολαιογραφικό τύπο και δηλώνεται στο αρμόδιο ληξιαρχείο. Δύναται να συναφθεί μεταξύ ενηλίκων ατόμων, εχόντων δικαιοπρακτική ικανότητα, ενώ το βασικό του νομικό χαρακτηριστικό είναι ότι λύεται εξωδικαστικώς και μονομερώς. Το σύμφωνο συμβίωσης ως αντικείμενο αμοιβαίας βουλήσεως των δύο μερών, ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις τους, παραπέμποντας κατ’ αρχήν στις διατάξεις του Αστικού Δικαίου περί συζύγων, επέκεινα διαπλάθεται από την εντός του πλαισίου του νόμου ελεύθερη βούλησή των μερών, οριοθετώντας και καθορίζοντας τις προσωπικές τους σχέσεις, την κοινή τους κατοικία, την συνεισφορά τους σε επίπεδο καθημερινών αναγκών, την τύχη της αποκτηθείσας περιουσίας κατά τη διάρκεια της ισχύος του κ.λ.π. Περαιτέρω, το σύμφωνο συμβίωσης αναγνωρίζει στα μέρη κληρονομικό δικαίωμα όμοιο με αυτό των συζύγων κατά τον Αστικό Κώδικα, δικαίωμα διεκδικήσεως διατροφής κατά τους όρους και τις προϋποθέσεις του νόμου σε περίπτωση λύσεώς του, καθώς και δικαίωμα εγέρσεως αγωγής από συμμετοχή στα αποκτήματα.

Πέραν των ως άνω προβλέψεων οι οποίες έχουν άμεση εφαρμογή, το σύνολο των δικαιωμάτων, προνομίων και αξιώσεων των μερών έναντι του Δημοσίου και έναντι τρίτων, και συγκεκριμένα δικαιωμάτων, προνομίων και αξιώσεων τα οποία απολαμβάνουν κατά το ισχύον δίκαιο οι σύζυγοι, έχουν τεθεί υπό την αίρεση της εκδόσεως σχετικών προεδρικών διαταγμάτων ύστερα από σχετική πρόταση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Αλληλεγγύης, τασσομένης εξαμήνου προθεσμίας για την έκδοσή τους.

Ήδη η περιληπτική περιγραφή του περιεχομένου της νομοθετικής ρύθμισης αναδεικνύει μείζονα ζητήματα συμβατότητάς με το πνεύμα της ΕΣΔΑ. Ανατρέχοντας στην Vallianatos and others Vs Greece, η μη κατοχύρωση των συμβιωτικών σχέσεων μεταξύ δύο ομόφυλων ατόμων από το Ελληνικό Δίκαιο, δεν συνιστά από μόνη της παραβίαση της ΕΣΔΑ, ούτε το Ελληνικό κράτος έλκει από κάποιο νομοθετικό κείμενο μία τέτοια υποχρέωση. Πλην όμως η κατοχύρωση της συμβιωτικής σχέσης με τη νομική φόρμα του συμφώνου συμβίωσης μόνον για ετερόφυλα ζευγάρια, αποκλειομένης σχετικής ρύθμισης για τα ομόφυλα, συνιστά διακριτική μεταχείριση εις βάρος των τελευταίων ένεκα του σεξουαλικού τους προσανατολισμού προσκρούοντας εξ αυτού στο άρθρο 14 της ΕΣΔΑ, αλλά και στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ το οποίο αφορά στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Η έννοια δε της οικογένειας σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, δεν αρκεί να ερμηνεύεται με βάσει τη βούληση του ιστορικού νομοθέτη, εμμένοντας στα παραδοσιακά πρότυπα αυτής, αλλά δεδομένου ότι η ΕΣΔΑ είναι ένα ζωντανό νομοθετικό κείμενο, οφείλει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των αναγκών των ατόμων της εκάστοτε κοινωνίας.
Ως εκ τούτου, η μη άμεση αναγνώριση προνομίων και αξιώσεων των ομόφυλων μερών ενός συμφώνου συμβίωσης έναντι τρίτων και έναντι του Δημοσίου και η εξάρτησή της εν λόγω αναγνωρίσεώς τους από την έκδοση σχετικών Προεδρικών Διαταγμάτων, (τα οποία στο πλαίσιο της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας είναι όλως αμφίβολο αν και πότε θα εκδοθούν παρά την εξάμηνη προθεσμία την οποία τάσσει ο νόμος) συνιστά έτερο φαινόμενο διακριτικής μεταχείρισης σε σχέση με το σεξουαλικό προσανατολισμό των ομόφυλων μερών. Το αυτό άλλωστε έχει αποφανθεί προ δεκαετίας και το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση C-267-06 (Tadao Maruko κατά Versorgungsanstalt der deutschen Bühnen), η οποία αφορούσε σε άρνηση καταβολής συντάξεως στον επιζώντα ομόφυλο σύντροφο, προβλεπόμενη από επαγγελματικό σύστημα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, λόγω μη υπάρξεως γάμου.

Περαιτέρω, από το κείμενο του νόμου προκύπτει ότι η ένωση ομόφυλων ατόμων αντιμετωπίστηκε εξ αρχής από τον Έλληνα Νομοθέτη, ως μία sticto sensu αστική ένωση προσώπων, μη υπαγομένων αυτών στην ουσιαστική έννοια της οικογένειας, και αυτό διότι ελλείπει από το νόμο οιαδήποτε ρητή πρόβλεψη σχετικά με ζητήματα τεκνοθεσίας, ανάδοχης γονεϊκότητας, τεκμηρίου γονεϊκότητας κ.τ.λ. παρά το γεγονός ότι το ΕΔΔΑ με την προρρηθείσα απόφασή του αναφέρεται ρητά στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ περί προστασίας της οικογένειας. Υπενθυμίζεται δε ότι στη Γερμανία ήδη από το 2001 έχει προβλεφθεί ότι τα μέρη ενός συμφώνου συμβίωσης δύνανται να υιοθετήσουν βιολογικά ή υιοθετημένα τέκνα των συντρόφων τους, στη Δανία ήδη από το 2014 έχει επιτραπεί ο πολιτικός γάμος μεταξύ ομοφύλων ζευγαριών αλλά και η δυνατότητα υιοθεσίας, με αντίστοιχες ρυθμίσεις στην Ισλανδία και στην Ελβετία.

Εν κατακλείδι, το σύμφωνο συμβίωσης μεταξύ ομόφυλων ατόμων ικανοποίησε μία κοινωνική αναγκαιότητα, αφήνοντας όμως αρρύθμιστα μείζονα ζητήματα τα οποία απορρέουν από τη συμβίωση ατόμων του ιδίου φύλου. Η πλήρης πραγμάτωση της ισότητας σε νομικό και πραγματικό επίπεδο και η απάλειψη των διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού, είναι μία μεγάλη πρόκληση η πραγμάτωση της οποίας θα καθοριστεί από την εξέλιξη και την ωρίμανση της εκάστοτε κοινωνίας στον τομέα της αναγνώρισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ως αυτά άλλωστε ερμηνεύονται εδώ και δεκαετίες από τα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια.

Νάντια Χ. Mπιθέλη

Mπιθέλη Χ. Νάντια Δικηγόρος Αθηνών ΜΔΕ Δικηγορικό Γραφείο Μπιθέλη και Συνεργάτες Αθήνα 106 80 Ασκληπιού αρ. 26-28 [email protected]

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following