to top

Είδαμε την παράσταση | Μπλε καστόρινα παπούτσια

Είδαμε την παράσταση | Μπλε καστόρινα παπούτσια

“Μπλε καστόρινα παπούτσια” της Νεφέλης Μαϊστράλη, από το μυθιστόρημα του Θανάση Σκρουμπέλου, σκηνοθεσία: Θανάσης Ζερίτης, πρωταγωνιστούν: Σταύρος Γιαννουλάδης, Χάρης Κρεμμύδας, Γιάννης Λατουσάκης, Νεφέλη Μαϊστράλη, Διονύσης Πιφέας, Πάνος Τοψίδης.

Στην Αθήνα του ’60 όλοι έμοιαζαν πως ψάχνουν την ευκαιρία να διακριθούν. Ο καθένας με το ταλέντο του. Ο Λάζαρος, ας πούμε, ή Γαζούρης για τους φίλους, είχε το ταλέντο στο τραγούδι και κρυμμένο ανάμεσα στα πόδια του, με ένα πουλί τεράστιο που υποσχόταν απολαύσεις. Και τα δυο ταλέντα φαίνεται πως αναγνωρίστηκαν στη Χαβάη, ένα καμπαρέ στο Μεταξουργείο, με μουσικά νούμερα, φτηνιάρικα ποτά, άντρες που ντύνονταν γυναίκες και σερβίριζαν και τραγουδούσαν και χόρευαν και ερωτεύονταν με την ψυχή, με την ώρα και με το κατοστάρικο. Και κάπου εκεί, σε αυτό το υπόγειο με τον περιθωριακό -για τους άλλους- μικρόκοσμο, είναι σαν να ξετυλίγεται η σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας.

 

 

Μια ακόμα πολύ ευχάριστη έκπληξη με περίμενε κατεβαίνοντας τα σκαλιά του θεάτρου Μπέλλος στην Πλάκα, που κατά πως φαίνεται στην πρώτη σαιζόν τη επαναλειτουργίας του ευτύχησε με τις επιλογές του. Αν μείνει κανείς στην περιγραφή της υπόθεσης ή αν έχει ήδη διαβάσει τα “Μπλε καστόρινα παπούτσια”, τότε εύλογα θα περίμενε να βρεθεί έναντι μιας σκοτεινής και κατάμουτρα βίαιης παράστασης, νοτισμένης στα απόνερα του ακατάλληλου δι’ ανηλίκους ρεαλισμού. Όμως, όχι! Τα ταλαντούχα και ανήσυχα παιδιά της ομάδας 4Frontal διαβάζουν – κυριολεκτικά – το μυθιστόρημα του Θανάση Σκρουμπέλου αλλιώς, κρατώντας όλες αυτές τις απαραίτητες αποστάσεις που τους επιτρέπουν να αποστασιοποιηθούν από το δράμα και τη βία και να σχολιάσουν -ολοκληρωτικά εντός θέματος- την ευρύτερη εικόνα.

Για τον σκοπό αυτό επιλέγουν δύο βασικές οδούς: κατ’ αρχάς το ίδιο το κείμενο που η Νεφέλη Μαϊστράλη διασκεύασε για τη σκηνή, παντρεύει το θέατρο με την ανάγνωση, τοποθετώντας τους ηθοποιούς να ερμηνεύουν τους ρόλους τους και μαζί να περιγράφουν τις κινήσεις και τις αντιδράσεις τους σε τρίτο πρόσωπο -υπό μία έννοια σαν να έχουν εντάξει στο κείμενο τις σκηνικές οδηγίες.

Η δεύτερη οδός -που πηγάζει αυτούσια από τη συγκεκριμένη επιλογή του κειμένου- είναι το χιούμορ και η διακριτική ειρωνεία που προσδίδει στην παράσταση μια φαρσική διάθεση. Προσέξτε όμως: δεν αποφάσισαν να μετατρέψουν το δράμα σε κωμωδία ούτε να το “ελαφρύνουν” για να γίνει αρεστό και εύκολο.

Η συγκεκριμένη επιλογή ενισχύει την αποστασιοποίηση την οποία ανέφερα νωρίτερα, ούτως ώστε μέσα από το γκροτέσκο της υπερβολής οι συγκεκριμένες περιθωριακές φιγούρες να αποκτήσουν μια οικουμενική -χωρίς συγκεκριμένη ταυτότητα- διάσταση και να περιγράψουν συνθήκες και γεγονότα μιας ολόκληρης εποχής που φτάνουν να ισχύουν τραγικά μέχρι της ημέρες μας.

Και κάπως έτσι πιάνεις τον εαυτό σου να χαμογελά ή και να γελά δυνατά, ενόσω μπροστά του ξετυλίγονται καταστάσεις βαριές και δυσοίωνες, σαν να γελάς με συνθήκες γνώριμες αλλά και με τα ίδια σου τα μούτρα. Αυτό που θαυμάζεις δε, είναι πως το συγκεκριμένο ακριβώς το χιούμορ και η εξπρεσιονιστική υπερβολή προσδίδουν ακόμη μεγαλύτερη τραγικότητα στους χαρακτήρες και στην ιστορία τους, τοποθετώντας στους ηθοποιούς αόρατες μάσκες με ζωγραφισμένα ήδη τα συναισθήματά τους.

Αυτή η εμπνευσμένη σύμβαση της “αόρατης” μάσκας επιτρέπει την απρόσκοπτη εναλλαγή των προσώπων στους έξι υπέροχους ηθοποιούς που υποδύονται διαρκώς διαφορετικούς ρόλους, τους οποίους αποδέχεσαι χωρίς δεύτερη σκέψη, λες και τα πρόσωπά τους εξαφανίζονται και τα κορμιά τους αλλάζουν μέγεθος με κάθε ταυτότητα που οικειοποιούνται.

Η μαγκιά εν τω μεταξύ είναι πως μέσα από όλη αυτήν την υπερβολή στην αφήγηση και στην έκφραση, προκύπτουν ουσιώδεις χαρακτήρες, πλήρως ανεπτυγμένοι, μετατρέποντας τους πολυπρόσωπους ήρωες σε φιγούρες αναγνωρίσιμες και οικείες.

 

Απαιτητική η σκηνοθεσία του Θανάση Ζερίτη και επικίνδυνη καθώς ακροβατεί διαρκώς στα όρια, χωρίς όμως ποτέ να ξεστρατίζει. Σε έναν λιτό αλλά απόλυτα ρεαλιστικό μέσα στην αφαιρετικότητά του σκηνικό χώρο (τα κοστούμια και τα σκηνικά της Γεωργίας Μπούρδα μεταμορφώνουν το Θέατρο Μπέλλος στη Χαβάη της Αθήνας του ’60, σχεδόν χωρίς τίποτα), τα “Μπλε καστόρινα παπούτσια” κουβαλάνε την αρχοντιά μιας μεγαλοπρεπούς δραματικής παραγωγής εποχής που κάποιοι φίλοι σού αφηγούνται κάποιο παρεΐστικο βράδυ, ενόσω βυθίζονται κάθε λεπτό που περνά στην πραγματικότητα που εξιστορούν, εξαϋλώνοντας τον τόπο, τον χρόνο και εν τέλει τον ίδιο τους τον εαυτό.

Χωρίς συγκεκριμένη σειρά, θα ξεκινήσω από τον υπέροχο Σταύρο Γιαννουλάδη (έχει γράψει και τις μουσικές της παράστασης μαζί με τον Γιάννη Λατουσάκη), ο οποίος αποδίδει -μεταξύ άλλων- μια συγκλονιστική Γκόλφω, απόλυτα επιβλητικός από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα στη σκηνή, όταν με αυτό το κουτοπόνηρο ύφος της χαμηλοβλεπούσας κάθεται στα πλήκτρα και μας λέει με επαρχιώτικο αξάν: “εγώ θα παίζω το αρμόνιο”.

Αστεία απειλητικός και τραγικά ειλικρινής ο Γιάννης Λατουσάκης μεταμορφώνεται με περίσσια ευκολία από τον τέως Χίτη, νυν μαγαζάτορα/προαγωγό και παραμορφωμένη πατρική φιγούρα του κυρ-Χρήστου σε ταλέντο της Χαβάης ντυμένο μαθήτρια με κοτσιδάκια. Ουσιαστικά Αμερικανός σε κίνηση, ορμή και λόγο ο Χάρης Κρεμμύδας, φελλινικός ο Πάνος Τοψίδης στις drag εμφανίσεις του και βαθιά ρεαλιστικός στους άλλους ρόλους, επιβάλλεται με τη φωνή και το παράστημά του, προσδίδοντας έκφραση και συναίσθημα στη ματιά και στο χαμόγελο.

Χείμαρρος η Νεφέλη Μαϊστράλη στον ρόλο της μάνας του Λάζαρου, κατανοεί εις βάθος τον χαρακτήρα και τις συμβάσεις της εποχής, Ελληνίδα μάνα και σύμβολο υστερικού καθωσπρεπισμού με ένα σφουγγαρόπανο στο χέρι, καθώς σέρνεται -κυριολεκτικά και μεταφορικά- για να επιβιώσει. Το ίδιο εντυπωσιακή παραμένει στις χαμαιλεόντειες μεταμορφώσεις της.

Και φυσικά, ο Λάζαρος, η αρχή και το τέλος των πάντων, το μικρό αγόρι που ονειρεύεται να γίνει Έλβις και μαγεύεται από τα “Μπλε καστόρινα παπούτσια” που του κάνουν δώρο, τα οποία σαν μαγικά γοβάκια σε παραμύθι τον ανυψώνουν στον λαϊκό Πρίσλεϋ της Χαβάης, ίνδαλμα που συνταράσσει με τη φωνή και το υπερμεγέθες πουλί του που διαγράφεται μέσα από το παντελόνι του, κάθε φορά που τραγουδά το “Blue Suede Shoes”.

Ασύλληπτης ορμής και εσωτερικότητας η ερμηνεία του Διονύση Πιφέα, του μοναδικού που κρατά μόνο έναν ρόλο για τον εαυτό του, τον καθοδηγεί σε μονοπάτια αναζήτησης και ενσυναίσθησης μέσα στην εφηβική και ακαλλιέργητη αθωότητά του, σύμβολο πόθου και συνάμα Ιφιγένεια που θυσιάστηκε για τον μεγάλο σκοπό, χωρίς όμως η Άρτεμις να μπει στον κόπο να τον αναστήσει.

Συγκλονιστικό το μοιρολόι του φινάλε, σε εξαναγκάζει να κλαις για αυτούς τους ανθρώπους που γνώρισες και αγάπησες επάνω στη σκηνή και μαζί να γελάς με τα χάλια τα δικά σου και μιας χώρας ολόκληρης.

 

• Θέατρο Μπέλλος- Κέκροπος 1, Πλάκα
Παραστάσεις: Δευτέρα & Τρίτη στις 21:00, Κυριακή στις 17:00

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following