Την λένε Εύα και κάθε Κυριακή και Δευτέρα σε αφήνει να μπεις για λίγο στη ζωή της και να την γνωρίσεις λίγο καλύτερα. Δεν είναι μόνη της σε όλο αυτό. Έχει έναν καταπληκτικό σκηνοθέτη ,ένα δυναμικό επιτελείο, την Λένα Πλάτωνος να υπογραφεί την μουσική, την Τάνια Τσανακλίδου να τραγουδά το τραγούδι της παράστασης. Η Ελένη Φωτάκη στους στίχους κι ο Αντώνης Μποσκοΐτης που έγραψε αυτή την θεατρική παράσταση. Η ιδέα για τη θεατρική παράσταση προέκυψε από μία συνεργασία με το σκηνοθέτη για το ντοκιμαντέρ του “Κατερίνα Γώγου–Για την αποκατάσταση του μαύρου” και η Εύα απήγγειλε ένα ποίημα της. Εκεί γνωρίστηκαν και της πήρε συνέντευξη την οποία μετέτρεψε σε μονόλογο. Και κάπως έτσι γεννήθηκε το «Την λένε Εύα». Όταν ο σκηνοθέτης την ρώτησε αν θα μπορέσει να το κάνει, σκεφτεί να το δοκιμάσει. Ένας ηθοποιός θα είχε σίγουρα την τεχνική και την υποκριτική αλλά ποιος θα μπορούσε να μπει μέσα στο πετσί του ρόλου και να αναβιώσει σε μία ώρα και δέκα λεπτά τη ζωή της Εύας Κουμαριανού;
Την λένε Εύα.
Στην παράσταση παντρεύει το κωμικό με το δράμα, γελάει και κλαίει μαζί γιατί αυτά τα σκαμπανεβάσματα έχει και ίδια η ζωή της. Ό,τι θα δεις είναι πέρα για πέρα αληθινό.
Όλες οι δυσκολίες που της έδωσε η ζωή την έκαναν αγρίμι. Ήταν ατίθαση και νευρική στα νιάτα της. Οι τέσσερις αυτοί μήνες στο σανίδι όμως είναι σα να κάνει ψυχοθεραπεία. Μέσω του θεατρικού βρήκε την γαλήνη και γνώρισε την εκφραστικότητα που έκρυβε μέσα της, πράγμα που φέρει πλέον και στο show στις Κούκλες.
Νιώθει πολύ ωραία με αυτό που της συμβαίνει, σαν να λαμβάνει μία επιβράβευση για όσα πάλεψε και συνεχίζει να παλεύει.
Αναγνωρίζει τα λάθη που έχει κάνει στο παρελθόν. Ταυτόχρονα, δεν θα άλλαζε με τίποτα το παρελθόν της μιας και όταν επιθυμείς να το αλλάξεις λέει είναι σαν να αποποιήσαι τον ίδιο σου τον εαυτό.
Εύχεται με αυτό της «το βήμα» να μπορέσει να βοηθήσει κι άλλες κοπέλες μιας και οι τρανς είναι μια πολύ βασανισμένη μερίδα ανθρώπων.
Νιώθει τυχερή που πρωτοπόρησε γράφοντας την βιογραφία της και μπόρεσε και βρήκε αντίκρισμα και κοινό που την αγκάλιασε.
Την έχουν πληγώσει και πικράνει πολλοί φίλοι της. Δε κρατά κακία . Έχει να δώσει μόνο αγάπη.
Παρόλο που το θεατρικό πάει πολύ καλά (και θα παίξει και του χρόνου) στην χροιά της φωνής της δεν υπάρχει καμία έπαρση παρά μόνο ένας σεμνός άνθρωπος που κυνηγάει το όνειρο του.
Οι κούκλες είναι η οικογένεια της και νιώθει απέραντη ευγνωμοσύνη απέναντι σε όλα τα κορίτσια και την Μαριλού που την παρότρυναν να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα και να πιστέψει στον εαυτό της.
Η σχέση της με τις κούκλες και την Μαριλού ξεκίνησαν όταν η Μαριλού είχε ένα μικρό μπαρ και δούλευε Παρασκευή και Σάββατο σερβιτόρα. Που και που ανέβαινε πάνω στο μπαρ και έκανε ένα μικρό σόου. Σιγά-σιγά καθιερώθηκε και ο κόσμος κατέφθανε για την δει. Το μπαρ ήταν μια σταλίτσα και η Μαριλού αποφάσισε να βρουν άλλο μαγαζί με μια μεγάλη πίστα να μπορεί να ανεβαίνει πάνω και να κάνει ότι θέλει .Το μαγαζί πήρε τη μορφή, γνωστό ως Κούκλες και έγινε η ζωή της ολόκληρη.
Παρασκευή και Σάββατο όταν ανεβαίνει πάνω στη σκηνή( Κούκλες), λειτουργεί γι αυτήν σαν ναρκωτικό, είναι η χαρά της.
Έχει ταλαιπωρηθεί πολυ, έχει βιώσει άσχημες εμπειρίες και όλα αυτά δε φοβάται να τα δείξει στην παράσταση της. Είναι όλα αυτά που κάνουν την ίδια να μην μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυα της κάθε φορά στο τέλος παράστασης.
«Σε κάθε παράσταση που δίνω βιώνω ξανά κάθε χαρά και λύπη που έχω ζήσει, κάθε πλούτο και στεναχώρια που έχω βιώσει.»
Θα στο φωνάξει μόλις σε συναντήσει. Το πεζοδρόμιο δεν ήταν επιλογή, η κοινωνία σπρώχνει εκεί όλες αυτές τις κοπέλες. Τις εγκλωβίζει σε έναν και μόνο δρόμο.
Υπάρχουν αξιόλογες κοπέλες με εκπληκτική φωνή,φοβερή κίνηση, ικανότητες και χαρίσματα που όμως δεν μπορούν να βρουν δουλειά λόγω της φύσης τους και αναγκάζονται να βγουν στον δρόμο.
Βλέποντας όλη αυτή την πορεία που έχουν οι τρανς στην Ελλάδα δυστυχώς φαίνεται ότι δεν αλλάζει η κατάσταση. Εξελίσσεται με αργά βήματα αλλά θα αλλάξει ριζικά πολύ δύσκολα.
Είχε να συναντήσει την μητέρα της 40 χρόνια. Αρχικά η μητέρα της έκανε πως δεν την αναγνώρισε. Είναι κάτι που την έχει στιγματίσει και την πονά πολύ.
Πονάει που βλέπει τις φίλες της και συνοδοιπόρους στη ζωή να αναγκάζονται να κάνουν πεζοδρόμιο, πονάει που δεν αλλάζει κατάσταση στην Ελλάδα, πονάει που στο εξωτερικό οι τρανσέξουαλ μπορούν και ζουν τη ζωή τους όπως τους αξίζει. Στο εξωτερικό μπορούν και έχουν ταυτότητα φύλου. Εδώ ο επαναπροσδιορισμός φύλου είναι διαδικασία επώδυνη για τα κορίτσια αυτά. Εδώ θα σε κοροϊδέψουν και θα σε “ταλαιπωρήσουν” κάνοντας σε να αισθανθείς άσχημα. Δεν θέλουν να καταλάβουν, δε θέλουν να βοηθήσουν. Μόνο να χλευάσουν.
«Αν εισαι τρανς, σε σχέση με το παρελθόν, σε αποδέχονται πιο εύκολα αλλά εξακολουθείς να ζεις στο περιθώριο.»
Την ακούω να μιλά και η φωνή της είναι σαν νανούρισμα. Τα μάτια της είναι καθαρά.
Θυμάται τα παλιά χρόνια νοσταλγικά και περιγράφει τις εποχές που είχαν γνωρίσει αρσενικούς αληθινούς και άντρες που τις λάτρευαν.
Είναι ένας άνθρωπος που έχει κάνει φυλακή χωρίς να φταίει, ένας άνθρωπος που υπέστη βιασμό και όμως στέκει ευαισθητοποιημένος και γεμάτος αγάπη για τους γύρω της.
Ήταν η πρώτη τραβεστί που δούλεψε σε οίκο ανοχής χωρίς να έχει κάνει εγχείρηση.
Έχει χορτάσει τον έρωτα, έχει χορτάσει τα λούσα, έχει χορτάσει και την καλή ζωή.
Μια μέρα χωρίς ένταση στην δουλειά θα την αποσυντόνισει. Θέλει να τσιγκλάει όλα τα κοριτσια! Θέλει να νιώθει ζωντανή!
Θυμάται πως παλιά υπήρχε αλληλεγγύη μεταξύ των τρανς. Την θλίβει που πια υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ τους αλλά δεν μπορεί να κατηγορήσει κανέναν γιατί ξέρει πως δεν ευθύνονται οι ίδιες αλλά οι συγκυρίες και καταστάσεις που έχουνε ζήσει όλες αυτές οι κοπέλες μετατρέποντας τες σε σκληρούς ανθρώπους.
Σπαράζει η καρδιά της για τις κοπέλες που τις βγάζουν από τα σπίτια τους, που δεν έχουν να φάνε.
Τα έσοδα από το βιβλίο της τα δίνει στο σωματείο τους βοηθώντας έτσι όσες κοπέλες μπορεί.
Αν μπορούσε να γεννηθεί πάλι θα ήθελε να γεννηθεί ή αγόρι ή κορίτσι.
Αν μπορούσε να ξανά ζήσει θα προσπαθούσε να μην κάνει τα ίδια λάθη. Να μην ήταν τόσο σπάταλη και να είχε τακτοποιήσει τα βιοποριστικά της έξοδα.
Δε μετανιώνει.
Νιώθει ευγνώμων με τη ζωή που έχει.
Το βράδυ κοιμάται ήρεμη.
Απόλαυσε κάθε της στιγμή και εμπειρία.
Μένει σε ένα υπόγειο με το σκυλί της.
Την λένε Εύα.
Εσύ, θα την γνωρίσεις;