Η συνεχής παραμονή στο σπίτι οδήγησε σε κάτι αναπόφευκτο : τη μεταξύ μας απομόνωση. Αυτή με τη σειρά της έκανε επιτακτική την ανάγκη μας για επικοινωνία , η οποία ευτυχώς καλύπτεται από τις βιντεοκλήσεις. Τα κινητά , τα λάπτοπ και τα τάμπλετ έχουν πάρει φωτιά τον τελευταίο μήνα και το πιθανότερο είναι πως θα πάρουν φωτιά και τον επόμενο- τουλάχιστον μέχρι τις 10 Μαΐου. Μετά όμως τι θα γίνει;
Η καραντίνα μας έκανε να αποζητάμε την επικοινωνία : κλείνουμε ραντεβού για διαδικτυακούς καφέδες με τους φίλους μας, θυμόμαστε άτομα με τα οποία έχουμε να μιλήσουμε μήνες ή και συγγενείς στο εξωτερικό με τους οποίους έχουμε να επικοινωνήσουμε χρόνια και τώρα πλέον μιλάμε μαζί τους ακόμα και σε καθημερινή βάση. Αρκετοί θα σκεφτούν πως αυτό μόνο θετικό μπορεί να είναι. Ωστόσο, υπάρχει και ο αντίλογος…
Αυτό που θα πρέπει όμως να μας προβληματίσει είναι αν αυτή η επικοινωνία είναι ουσιαστική ή αν πρόκειται απλά για έναν τρόπο να σκοτώσουμε τις – πολλές ομολογουμένως – κενές ώρες μας μέσα στο σπίτι. Μήπως τελικά πρόκειται για ένα είδος ανασφάλειας επειδή έτσι νιώθουμε πως είμαστε λιγότερο μόνοι ή μήπως αυτή είναι η αντίδρασή μας επειδή πλέον στερούμαστε κάτι που θεωρούσαμε δεδομένο αλλά μπορεί και να μην επιδιώκαμε;
Αν για παράδειγμα πριν την καραντίνα , είχαμε να δούμε 3 μήνες τον κολλητό μας επειδή κανείς μας δεν έβρισκε (ή δεν ήθελε να βρει) τον χρόνο για ένα γρήγορο καφέ και τώρα ξαφνικά μιλάμε κάθε μέρα , μάλλον θα πρέπει να αναθεωρήσουμε τι είναι ουσιαστικό και τι όχι. Αν είχαμε να επισκεφθούμε τους γονείς μας από τα Χριστούγεννα ενώ μένουν πέντε στενά πιο κάτω απ’ το σπίτι μας, το ίδιο.
Όλα θα φανούν όταν επιστρέψουμε στην καθημερινότητά μας. Σε περίπτωση που αυτές οι βιντεοκλήσεις μετατραπούν σε ψώνια με τις φίλες μας, σε μπάσκετ με τους κολλητούς μας, σε κυριακάτικα γεύματα με την οικογένειά μας και σε βόλτες δίπλα στη θάλασσα με την παρέα μας, τότε κάτι θα έχουμε κερδίσει . Και μόνο τότε τα «μου έλειψες», «θέλω να σε δω», «πότε επιτέλους θα πάμε για έναν καφέ;» θα αποκτήσουν άλλο νόημα , πιο ουσιαστικό.