Γυάλινος Κόσμος του Τέννεση Ουίλλιαμς, μετάφραση: Δήμος Κουβίδης, σκηνοθεσία και δραματουργία: Αντόνιο Λατέλα, πρωταγωνιστούν: Μαρία Καλλιμάνη, Βαγγέλης Αμπατζής, Λήδα Κουτσοδασκάλου, Νίκος Μήλιας.
Το έργο που έβγαλε από την αφάνεια τον Τέννεση Ουίλλιαμς και τον ανέδειξε σε έναν από τους δημοφιλέστερους θεατρικούς συγγραφείς σε ολόκληρο τον κόσμο, είναι ένα βαθύτατα προσωπικό δημιούργημα βασισμένο ακριβώς σε προσωπικές μνήμες. Ως έργο αναμνήσεων άλλωστε μας το συστήνει και ο ίδιος ο συγγραφέας, όταν βάζει το alter ego του, τον Τομ, να μας υποδεχθεί στο ξεκίνημα, πολλά χρόνια αργότερα από την εποχή που ξετυλίγεται η ιστορία που θα μας αφηγηθεί. Όπως μάλιστα μας λέει και ο ίδιος, στη μνήμη του βασίζεται η αφήγηση, οπότε πολλά από όσα δούμε μπορεί και να μην είχαν γίνει έτσι.
Και μέσα από τα λόγια του, μέσα από αναμνήσεις που τυχόν ξεθώριασαν, ταξιδεύουμε κάμποσα χρόνια νωρίτερα, στο Σαιν Λούις, κάπου εκεί κοντά στο κραχ, όταν εκείνος ήταν ένα ονειροπόλο 20χρονο αγόρι, που με το μισθό του από την αποθήκη υποδημάτων ($65 το μήνα) συντηρούσε τη μητέρα του και την αδελφή του, τη Λώρα. Κι όσο ο Τομ ονειρευόταν να αποδράσει, όπως ο πατέρας του που τους είχε εγκαταλείψει χρόνια νωρίτερα, τόσο η Λώρα δεν τολμούσε να βγει από το σπίτι.
Μια αναπηρία στο πόδι την έκανε να φοβάται ακόμα περισσότερο τους ανθρώπους και να χάσει πλήρως την αυτοπεποίθησή της, με αποτέλεσμα να απομακρύνεται όλο και πιο πολύ από τον αληθινό κόσμο και να αφοσιώνεται στον δικό της, τον γυάλινο, αυτή τη συλλογή από τα γυάλινα ζωάκια που για εκείνην είναι προϊόν αγάπης και θαυμασμού. Δίκαια λοιπόν, η μητέρα τους, αυτή η ξεθωριασμένη μορφονιά από τον Νότο, ανησυχεί (και μυστικά, ντρέπεται) διαρκώς για εκείνην, οπότε για να μην καταλήξει γεροντοκόρη φυλακισμένη σε μια κάμαρα των θειάδων της, πιέζει διαρκώς τον Τομ να της βρει κάποιο καλό παιδί από τη δουλειά του για να την αποκαταστήσει.
Κι όταν ο Τομ, τέλος πάντων, προτείνει στον συνάδελφό του τον Τζιμ να φάνε μαζί ένα βράδυ, η άφιξή του στο σπίτι φέρνει μαζί της ελπίδες, παιδικούς έρωτες, μια φευγαλέα ξεγνοιασιά αλλά και μια αναπόφευκτη πραγματικότητα.
Πρέπει να ήμουν 16 όταν είχα πρωτοδιαβάσει το έργο “Γυάλινος Κόσμος”, σε εκείνα τα μικρά βιβλιαράκια που έβρισκες στις γιορτές βιβλίου, που όλα τους είχαν τα ίδια λουλουδάτα εξώφυλλα, στα οποία το μόνο που άλλαζε ήταν ο τίτλος του έργου και του συγγραφέα και των οποίων τις σελίδες έπρεπε να κόψεις με τον χαρτοκόπτη. Ήταν εκείνο το ίδιο βράδυ, μέσα στο απνευστί δίωρο που μου πήρε να το τελειώσω, κι ενώ είχα συλλάβει τον εαυτό μου να ψιθυρίζει τις λέξεις ώστε να αποκτήσουν τη θέση τους στον χώρο και όχι μόνο στο μυαλό, όταν με τον Τέννεση Ουίλλιαμς γίναμε φίλοι παντοτινοί, με κάθε σελίδα του βιβλίου να γίνεται ντουλάπα της Νάρνια που συνθλίβει τον χωροχρόνο και ενώνει τις ψυχές.
Η ίδια μεταφυσική διαλεκτική, υποψιάζομαι, λαμβάνει χώρα και με κάθε δημιουργό που αποφασίζει να καταπιαστεί με το έργο Γυάλινος Κόσμος. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που μερικοί κρατούν απλά την αστική του ευγένεια, από φόβο ενδεχομένως να μη θρυμματίσουν τα κομμάτια του, ενώ άλλοι τολμούν να κοιτάξουν κατάματα τον πόνο και να αφουγκραστούν το ανομολόγητο, χωρίς να φοβούνται τις πληγές από τα θραύσματα -ο Γιώργος Νανούρης στο Εθνικό εν μέσω πανδημίας και ο Δημήτρης Μαυρίκιος στο Εμπρός το 1997 υπήρξαν δύο εξ αυτών.
Είναι τόσο περίτεχνα γραμμένο το κείμενο και τόσο αξιοζήλευτα ρεαλιστικοί και συνάμα ονειρικοί οι χαρακτήρες που ο Τέννεση Ουίλλιαμς επιτρέπει εντός πλαισίου άπειρες ελευθερίες έκφρασης και συμβολισμού.
Το ίδιο “φίλος” με τον συγγραφέα φαίνεται πως είναι και ο Αντόνιο Λατέλα, σε σκηνοθεσία του οποίου ο “Γυάλινος Κόσμος” επιστρέφει στο Θέατρο Τέχνης, 78 χρόνια από τότε που “γεννήθηκε” για πρώτη φορά στην Ελλάδα, από τον Κάρολο Κουν στο Θέατρο Αλίκης (το σημερινό “Μουσούρη”). Γνωρίζοντας πολύ καλά πως ο Τέννεση Ουίλλιαμς ουδέποτε συγχώρησε την επιτήδευση, ο διακεκριμένος και βραβευμένος ιταλός δημιουργός, μολονότι αποστασιοποιείται μέσω φόρμας από τον στυγνό ρεαλισμό, αντιλαμβάνεται εις βάθος το κείμενο και εξωτερικεύει τις λέξεις, αφήνοντας τα συναισθήματα να κατακλύσουν το κυριολεκτικό κενό της σκηνής.
Σε έναν άδειο σκηνικό χώρο (Χριστίνα Κάλμπαρη) όπου κυριαρχούν η γιγαντιαία φωτογραφία του “πατέρα” Τέννεση Ουίλλιαμς και ένας μεγάλος υαλοπίνακας, φωτισμένο σταθερά και χωρίς ίχνος συναισθηματικού υπαινιγμού (Στέλλα Κάλτσου), ο Αντόνιο Λατέλα δηλώνει εξ αρχής τις προθέσεις του. “Διαβάζει” κυριολεκτικά το κείμενο, συμπεριλαμβανομένων των σκηνικών οδηγιών του συγγραφέα και μεταμορφώνει (ή μάλλον αναδεικνύει) τον Τομ σε σκηνοθέτη αναμνήσεων και χειραγωγό ανθρώπων. Σαν ταχυδακτυλουργός και θαυματοποιός όπως ορίζει ο ίδιος τον εαυτό του, μας αφηγείται ως θεατής και ο ίδιος τα πεπραγμένα(;) μιας ζωής ή ενδεχομένως τα θραύσματα του δικού του, φανταστικού, γυάλινου κόσμου.
Τοποθετώντας τα κομμάτια της προσωπικής του συλλογής από ξεθωριασμένες από τα μίλια, τον χρόνο και το αλκοόλ μνήμες, ο Τομ σκηνοθετεί μια φαντασιακή ανάμνηση της ζωής του αποζητώντας απεγνωσμένα τη συγχώρεση ή τη λύτρωση ή τη δικαίωση ή εν τέλει τίποτα περισσότερο από τη λήθη. Σαν ύστατος αποχαιρετισμός αυτής της τελευταίας, ακούσιας ανάμνησης, ο “Γυάλινος Κόσμος” στη σκηνή της Φρυνίχου δονείται από το κείμενο του συγγραφέα και αποτυπώνει τις λέξεις στον αέρα και σε αόρατες σελίδες μιας γραφομηχανής το άκουσμα των πλήκτρων της οποίας ακούγεται σαν εκκρεμές που μετράει αντίστροφα τον χρόνο.
Σαν μέλη της συλλογής αυτού του “γυάλινου κόσμου”, φαντάζουν και οι διαρκώς παρόντες επί σκηνής τέσσερις ήρωες του έργου, έτσι όπως ο Τομ και οι λέξεις τούς τοποθετούν σαν σε ταμπλώ επιτραπέζιου παιχνιδιού, να αναπαριστούν στιγμιότυπα και να αντηχούν συναισθήματα. Βλέπετε, όσο το έργο κυλάει, όσο η ορμή του λόγου ξεχύνεται σαν χείμαρρος, η αποστασιοποιημένη αρχικά φόρμα της σκηνοθεσίας παραδίδεται αμαχητί -ειδικά στη δεύτερη πράξη- στη συγκινησιακή έκρηξη και στον σπαραγμό της αλήθειας του κειμένου.
Όταν το ανομολόγητο τελικά εκφράζεται, όταν τα μυστικά δεν έχουν πλέον καμία σημασία και όταν οι πρόχειρα μπαλωμένες πληγές αφήνονται να ματώσουν ελεύθερα, τότε τίποτα δεν έχει την παραμικρή σημασία πέρα από την αδιαμφισβήτητη αλήθεια του ίδιου του Τέννεση Ουίλλιαμς, η οποία από μόνη της κάνει θρύψαλα κάθε φόρμα και κάθε απόπειρα ερμηνείας. Και εκεί είναι που ένας σεμνός και ταλαντούχος καλλιτέχνης, όπως ο Αντόνιο Λατέλα, σιωπά και δίνει τη θέση του στο μεγαλείο του αυθύπαρκτου Λόγου.
Ακόμα και οπισθοχωρώντας, όμως, χαρίζει απλόχερα στις εμβληματικές στιγμές του χορού και του φιλιού την προσωπική, σκηνοθετική του ευφυία, έτσι όπως τις “χορογραφεί” συνταρακτικά με την αρωγή της μουσικής και της κίνησης του Ιζάκο Βεντουρίνι.
Την ουσιαστική υπέρβαση μεταξύ φόρμας, εξπρεσιονισμού και ερμηνευτικού συναισθήματος πραγματοποιούν τα τέσσερα ταλαντούχα πλάσματα που σε συντροφεύουν από σκηνής σε αυτό το αξέχαστο ταξίδι. Ο Βαγγέλης Αμπατζής είναι ένας χειμαρρώδης, χειραγωγός, μα τόσο σπαρακτικά μόνος Τομ, έτσι όπως παραπαίει μεταξύ μνήμης και αφήγησης, αποζητώντας απεγνωσμένα ακροατές, αγγίζοντας με το βλέμμα αυτό που δεν μπορεί να έχει, σε μόνιμη σύγκρουση με τις επιθυμίες του που τον μεταμορφώνουν σε ό,τι σιχαίνεται περισσότερο, λες και όλη του η ζωή υπήρξε ένα στοίχημα απογοήτευσης.
Λυρικά λαβωμένη από τις επιλογές της, η Αμάντα της έξοχης Μαρίας Καλλιμάνη επιλέγει τον δικό της γυάλινο κόσμο, που αλλοιώνει την πραγματικότητα που μόνο πληγές και πίκρα προκαλεί, για να προσγειωθεί εκεί προς το τέλος στη μάνα που τα πάντα ήξερε και στη γυναίκα που τα πάντα ανεχόταν απλά και μόνο επειδή έπρεπε να επιβιώσει, απαιτώντας και από τους άλλους τις θυσίες που είχε και η ίδια κάνει. Αγρίμι γυάλινο, σαν τα ζωάκια της συλλογής της και μαζί ερωτευμένο εφηβάκι, η απρόσμενη Λώρα της Λήδας Κουτσοδασκάλου φοβάται να ζήσει για να μην σπάσει, έως ότου αυτός ο καταλυτικός φόβος της θρυμματίζεται από τον Τζιμ, που από φωτογραφία στο λεύκωμα στέκει ζωντανός, μπροστά της, να της δίνει πάλι ζωή με ένα φιλί, σαν πρίγκιπας του παραμυθιού.
Ίσως σε καμία άλλη παράσταση (από όσες τουλάχιστον έχω δει -και είναι πολλές) ο Τζιμ δεν υπήρξε αυτό που πραγματικά είναι: το τέλος και η αρχή των πάντων. Και σε τούτο εδώ το ανέβασμα του έργου Γυάλινος Κόσμος, ο νεαρός Τζιμ Ο’Κόννορ ευτυχεί στο πρόσωπο του αξέχαστου Νίκου Μήλια που τον αποτυπώνει μοναδικά σε κάθε του διάσταση, από τη ματσίλα στην ευαισθησία και από το αμερικανικό όνειρο στον απογοητευτικό συμβιβασμό. Απλά εξαιρετικός και ίσως ο καλύτερος Τζιμ που έχω γνωρίσει ποτέ.
Στη σκηνή του φινάλε, το νερό που κυλούσε στα μάτια μου ήταν περισσότερο κι από αυτό που έτρεχε πάνω στον τεράστιο, απειλητικό υαλοπίνακα, καθαρτήριο και λυτρωτικό.
• Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν – Φρυνίχου 14, Πλάκα
Παραστάσεις: Τετάρτη & Πέμπτη στις 20:00, Παρασκευή & Σάββατο στις 21:00, Κυριακή στις 18:30