Un triomphe, είναι δραματική κομεντί των Mk2/Memento σε σκηνοθεσία Εμμανυέλ Κουρκόλ, με τους Καντ Μεράντ, Νταβίντ Αγιαλά, Λαμίνε Σισόκο, Σοφιάν Καμές, Πιερ Λοτέν, Βαμπινλέ Ναμπιέ, Αλεξάντρ Μεντβέντεφ, Μαρίνα Χαντς, Λωράν Στοκέρ.
Ο Ετιέν Καρμπονί, ηθοποιός που έχει αφήσει πίσω του τα όνειρα για μεγάλη καριέρα, αναλαμβάνει να αντικαταστήσει έναν συνάδελφό του και να προγυμνάσει πέντε κρατούμενους για το ανέβασμα μιας παράστασης βασισμένης στους μύθους του Λαφονταίν, στο πλαίσιο ενός προγράμματος επανένταξης που προωθεί η διευθύντρια των φυλακών. Η επιτυχία του εγχειρήματος του δίνει την ιδέα να προχωρήσει σε κάτι ακόμα πιο τολμηρό και να προτείνει να ανεβάσουν το έργο του Σάμιουελ Μπέκετ “Περιμένοντας τον Γκοντό”, σε πραγματικό θέατρο για μία και μόνο παράσταση, αφού θα έχουν μεσολαβήσει 6 μήνες προετοιμασίας.
Ένα αληθινό περιστατικό που είχε συμβεί στον σουηδό σκηνοθέτη Γιαν Γιόνσον το 1985 και το οποίο μάλιστα πολύ είχε εντυπωσιάσει τον ίδιο τον Μπέκετ, αποτελεί την έμπνευση για τούτην εδώ την πολύ φροντισμένη και συγκινητική για την αλήθεια της ταινία. Με μια πολύ ενδιαφέρουσα κόντρα της Τέχνης που απελευθερώνει με τη ζωή που φυλακίζει, αλλά και με μια επιφανειακή μεν αλλά ουσιαστική στην εξέλιξη της ιστορίας ειρωνεία ως προς το ποιος εκμεταλλεύεται ποιον, το σενάριο της ταινίας που υπογράφει ο σκηνοθέτης μαζί με τον Τιερύ ντε Καρμπονιέρ και τον Καλέντ Αμαρά, κινείται σε απρόσμενα και ενδεχομένως δύσκολα μονοπάτια, για να καταλήξει όμως σε κάτι βαθειά οικείο και συγκινητικό. Αυτός ο θρίμαβος που αποζητούν όλοι, μα που ο καθένας ερμηνεύει διαφορετικά, γίνεται αυτοσκοπός αλλά και κοινός τόπος, μέσα μάλιστα από τα απρόσμενα λόγια του Μπέκετ στο θεατρικό που αποτελεί την επιτομή του παραλόγου.
Ο Ετιέν, που έχει χρόνια να σημειώσει επιτυχία τόσο στο θέατρο όσο και στη ζωή του και ο οποίος μάλιστα ζηλεύει κατά βάθος τον παιδικό του φίλο που κατάφερε να γίνει διευθυντής θεάτρου αλλά και την τέως γυναίκα του που ερμηνεύει τον ρόλο της ζωής της, ανακαλύπτει την ύστατη ευκαιρία εξιλέωσης στα πρόσωπα αυτών των πέντε ανδρών, που με τη σειρά τους επιχειρούν να “δραπετεύσουν” από το δυσάρεστο σήμερα της ζωής τους στη φυλακή. Αυτή η αέναη αναμονή του τέλους της ζωής πίσω από τα κάγκελα αποδίδει στα μέγιστα την αέναη αναμονή του Γκοντό, που πλέον ως θεατρικό έρχεται να κουμπώσει στο παράλογο της ίδιας της ζωής.
Ο Κουρκόλ πλάθει χαρακτήρες και αποσπά από τους ηθοποιούς του συναίσθημα, βάθος, ποιότητα και επί μέρους μεγάλες στιγμές, με σπουδαία αποκάλυψη τον Πιερ Λοτέν στον ρόλο του φυλακισμένου Ζορντάν, του οποίου η ορμή μεταφράζεται σε ερμηνευτική ανάγκη. Όχι πως οι υπόλοιποι ηθοποιοί αυτού του έργου μέσα στο έργο στερούνται υποκριτικής έντασης και ρεαλισμού, καθώς μάλιστα συγκρούονται με το μειλίχιο μεγαλείο του Καντ Μεράντ που για ακόμη μια φορά παίρνει έναν ρόλο και τον οικιειοποιείται στο απόλυτο, χωρίς ποτέ να εξωτερικεύει μεγαλόσχημα τερτίπια ή ερμηνευτική αυταρέσκεια.
Με μια λιτή, αντρίκια όμως στο μεγαλείο της παρουσία, φωνή που βυθίζεται σε θάλασσα συναισθημάτων και βλέμμα που προσφέρει αλήθεια, ο Ετιέν του Καντ Μεράντ γίνεται ο απόλυτος διευθυντής της παράστασης, της ζωής του αλλά και της ταινίας, αφού όσα διδάσκει σε αυτούς τους απρόσμενα ταλαντούχους ηθοποιούς φαίνεται να διδάσκουν και τον ίδιο πράγματα που δεν γνώριζε ποτέ για τον ίδιο και τους άλλους. Λίγο πριν την τρίτη πράξη που οδηγεί στον “θρίαμβο” του τίτλου, μπορεί να σας φανεί πως το σενάριο επαναλαμβάνεται χωρίς να εξελίσσει την ιστορία, όμως έχει χτίσει τόσο αξιολάτρευτους χαρακτήρες στο μεταξύ, που ουδόλως γίνονται κουραστικοί ακόμα και στην επανάληψή τους. Σε αυτό μάλιστα χρωστάμε ένα μεγάλο μπράβο στην υπεύθυνη κάστινγκ Εμμανυέλ Πρεβόστ που βρήκε τον κατάλληλο ηθοποιό για τον κάθε ρόλο, χωρίς να καταφύγει σε προφανείς λύσεις. Εύσημα και στο μοντάζ του Γκερίκ Καταλά που καθορίζει διακριτικά τον συναισθηματικό ρυθμό του φιλμ.
Τέλος, για την ιστορία και μόνο, και επειδή μου αρέσουν πολύ οι συνδέσεις και οι συσχετίσεις στην τέχνη και ειδικότερα στην κινούμενη εικόνα, να θυμίσω πως το 2012 οι αδελφοί Ταβιάνι είχαν καταπιαστεί με τον δικό τους τρόπο με σχετικό θέμα. Στην ταινία “Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει”, οι ιταλοί σκηνοθέτες είχαν κινηματογραφήσει τους εαυτούς τους να σκηνοθετούν την τραγωδία “Ιούλιος Καίσαρας” του Σαίξπηρ σε μια φυλακή λίγο έξω από τη Ρώμη, με πρωταγωνιστές πραγματικούς κρατουμένους.
Η ταινία “Ένας θρίμαβος” απέσπασε το Βραβείο Καλύτερης Ευρωπαϊκής Κωμωδίας από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου.