Δραματική ταινία των Netflix/Working Title σε σκηνοθεσία Μπεν Γουήτλυ, με τους Άρμι Χάμμερ, Λίλυ Τζέημς, Κρίστιν Σκοτ Τόμας, Ανν Ντάουντ. Ελληνικός τίτλος: Rebecca
Στο λαμπερό Μόντε Κάρλο του 1935, μια νεαρή, φτωχή κοπέλα που δουλεύει ως συνοδός της πλουσίας και σνομπ κ. Βαν Χόπερ, γνωρίζεται με τον γοητευτικό χήρο Μαξίμ ντε Γουίντερ, τελευταίο κληρονόμο της αριστοκρατικής οικογενείας και ιδιοκτήτη της έπαυλης Μάντερλέυ. Μολονότι η κοινωνική απόσταση που τους χωρίζει είναι τεράστια, ο Μαξίμ δείχνει να γοητεύεται από τη αθώα άγνοια αυτής της κοπέλας που μοιάζει ειλικρινά να ενδιαφέρεται για εκείνον και όχι για όσα του ανήκουν. Έτσι, μετά από τις λίγες ημέρες που περνούν μαζί, τη στιγμή που η εργοδότριά της της ανακοινώνει πως φεύγουν για τις ΗΠΑ, ο Μαξίμ έναντι του ενδεχομένου να τη χάσει, της κάνει αυθόρμητα, σαν από ένστικτο, πρόταση γάμου.
Η νέα κ. ντε Γουίντερ καταφθάνει έκθαμβη στο νέο της σπιτικό, στο πλευρό του πανέμορφου συζύγου της και νιώθει πως ζει ένα όνειρο που δεν τολμούσε καν να ονειρευθεί. Γρήγορα, όμως, αυτό το όνειρο μετατρέπεται σταδιακά σε εφιάλτη, καθώς συνειδητοποιεί πως η Rebecca, η νεκρή πρώτη σύζυγος του Μαξίμ, είναι σαν να ζει ακόμα ανάμεσά τους, με την έπαυλη να μοιάζει με μαυσωλείο αφιερωμένο στη μνήμη της και την οικονόμο, την κ. Ντάνβερς, να κάνει τα πάντα για να της υπενθυμίσει πως ποτέ δεν θα βρει τη δική της θέση στο σπίτι ή στην καρδιά του Μαξίμ.
Όπως έχω ξαναπεί πολλές φορές, δεν θεωρώ τα remake ως άσκηση επί χάρτου για συγκρίσεις μεταξύ των ταινιών, οπότε μην περιμένετε καν να μπω σε αυτή τη διαδικασία και να συγκρίνω ή να καταδικάσω -αυτό επιτάσσει το εγχειρίδιο κριτικής κινηματογράφου φαίνεται- τη νέα αυτή παραγωγή του Netflix με την ταινία του Χίτσκοκ. Καθώς άλλωστε δεν έχουμε να κάνουμε καν με remake όπως λανθασμένα ή από άγνοια το αποκαλούν οι περισσότεροι, αλλά με μια νέα διασκευή του βιβλίου της Δάφνης Ντυ Μωριέ, η οποιαδήποτε σύγκριση ή αναφορά θα ήταν παντελώς αχρείαστη. Κι αφού το λήξαμε όλο αυτό, ας εξετάσουμε τι έχει να μας πει αυτή εδώ η λουσάτη ταινία την οποία παρακολούθησα με ευχαρίστηση, από την αρχή μέχρι το τέλος. Θα δώσω μάλιστα έμφαση στη λέξη “λουσάτη” που χρησιμοποίησα, καθώς είναι εμφανές πως αυτή ήταν η κατεύθυνση που επελέγη από την παραγωγή και τους δημιουργούς.
Η Rebecca του Μπεν Γουήτλυ, σκηνοθέτη με δραστηριότητα ως επί το πλείστον στην τηλεόραση, είναι ακριβώς αυτό: μια λουσάτη, ιλουστρασιόν και σε πανέμορφο περιτύλιγμα αφήγηση της ιστορίας μιας νεαρής γυναίκας που για να ευτυχήσει με τον άντρα που αγαπά πρέπει να ανταγωνιστεί με το “φάντασμα” της νεκρής συζύγου του που είναι σαν να στοιχειώνει το σπίτι τους και τη ζωή τους. Θυμίζει σε πολλά σημεία της -και δεν το λέω για κακό- αυτές τις κομψές, πολυτελείς μίνι σειρές εποχής από μυθιστορήματα που δέσποζαν στην τηλεόραση τα περασμένα χρόνια. Μόνο που αισθητικά τις προσεγγίζει πολύ περισσότερο από όσο θα έπρεπε με αποτέλεσμα να δείχνει λίγο ντεμοντέ στα μάτια του σήμερα. Αυτή η μουσική για παράδειγμα (Κλιντ Μάνσελ) δεν χρειάζεται να ακούγεται διαρκώς. Κάνει πολύ παλιακή τηλεόραση όλο αυτό ενώ βγάζει και μια αμηχανία ως προς τη διαχείριση της κάθε σκηνής, λες και ο σκηνοθέτης, αγχωμένος για το συναίσθημα που βγαίνει από την εικόνα, αφήνει τη μουσική να παίζει από κάτω δια παν ενδεχόμενο. Έτσι αδικούνται οι μελωδίες που είναι ομολογουμένως εντυπωσιακές στις στιγμές που πραγματικά χρειάζονται.
Τι τα θες, τι τα γυρεύεις πάντως… Το είπα και πριν, η ταινία έχει να κάνει με την όψη της, με το λούσο της και την ομορφιά της. Και εκεί διαπρέπει. Η φωτογραφία (Λώρι Ρόουζ) λάμπει, τα τοπία μαγεύουν, τα κοστούμια (Τζούλιαν Ντέυ) είναι αξιοζήλευτα και εν μέσω όλων αυτών το πρωταγωνιστικό ζευγάρι Άρμι Χάμμερ-Λίλυ Τζέημς προσπαθεί να βρει τις ισορροπίες του. Δεν με απογήτευσε κανείς από τους δύο, καθώς ο Χάμμερ έχει την όψη, το μπόι και την κοψιά των παλιών χολυγουντιανών σταρ και η Τζέημς την εύθραυστη, αθώα μα και αποφασισμένη θωριά της γυναίκας που έλκεται από το θλιμμένο του χαμόγελο. Απέναντί τους, η Κρίστιν Σκοτ Τόμας, ως θυρωρός της Κόλασης, κρατάει φανατικά τις ζωές τους στα χέρια της καθώς πασχίζει να διατητήσει στο βάθρο της τη μνήμη της Ρεβέκκας, της γυναίκας που μεγάλωσε και στης οποίας την ύπαρξη είχε αφιερώσει όλη της τη ζωή.
Όσο κι αν κρατιέται στην επιφάνεια, χωρίς να εμβαθύνει σε καταστάσεις, το σενάριο καταφέρνει να διατηρεί τη νεκρή Ρεβέκα πάντα στο προσκήνιο κι αυτό είναι που κάνει την ταινία να ξεχωρίζει από ένα απλό φωτορομάντζο. Δεν είναι απλά ανάμνηση η Ρεβέκκα, μα ένας ακόμα αόρατος πρωταγωνιστής που κυκλοφορεί ανάμεσά τους και καθορίζει τις πράξεις και τις αποφάσεις τους. Μυστηριώδης, όμορφη και -θα το ξαναπώ- λουσάτη, η νέα “Ρεβέκκα” κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον, δεν προσποιείται πως είναι τίποτα περισσότερο από αυτό που είναι, επενδύει στην όψη και την εμφάνιση, ποντάρει στους ηθοποιούς της και δεν προσβάλλει στιγμή την καταγωγή της -το αν την αξιοποιεί στο έπακρο είναι ένα άλλο θέμα.