Ταινία φαντασίας το Beetlejuice Beetlejuice, των Warner/Geffen σε σκηνοθεσία Τιμ Μπάρτον, με τους Μάικλ Κήτον, Γουινόνα Ράιντερ, Κάθριν Ο’Χάρα, Τζέννα Ορτέγκα, Τζάστιν Θερού, Γουίλλεμ Νταφόε, Μόνικα Μπελούτσι, Άρθουρ Κόντι.
Η Λύντια Ντητζ, διάσημο μέντιουμ σήμερα με δική της εκπομπή στην τηλεόραση όπου επισκέπτεται στοιχειωμένα σπίτια και καταδιώκει φαντάσματα, έχει αρχίσει μετά από 30 χρόνια να ταλαιπωριέται από οράματα του Σκαθαροζούμη. Χήρα, με μια έφηβη κόρη που θεωρεί πως όλα αυτά τα μεταφυσικά της μαμάς της είναι σκέτη απάτη, ελπίζει πως τα οράματά της είναι προϊόν της κούρασης και του άγχους της.
Όταν όμως η πάντοτε θεότρελη και εκκεντρική Ντήλια της ανακοινώνει πως πέθανε ο άντρας της, οι οικογένεια αναγκάζεται να επιστρέψει στο σπίτι από όπου ξεκίνησαν όλα, για την κηδεία του. Στο μεταξύ, στον Κάτω Κόσμο, ο Σκαθαροζούμης που θέλει ακόμα να παντρευτεί τη Λύντια, δεν περνά και ο ίδιος πολύ καλά, δεδομένης της επιστροφής της τέως συζύγου του, η οποία σκοπεύει να τον πεθάνει οριστικά.
Ποιος θα περίμενε 36 χρόνια μετά πως ο Beetlejuice Beetlejuice θα επέστρεφε στη ζωή μας και στην οθόνη μας; Θα μου πείτε, ποιος περίμενε τον Σκαθαροζούμη γενικά, αφού ακόμα και το 1988 ουδείς μπορούσε να προσμένει την εκρηκτική τρέλα που κατοικούσε στο μυαλό του Τιμ Μπάρτον, από την οποία γεννήθηκε αυτή η cult πλέον φιγούρα της ποπ κουλτούρας. Αγαπημένος, σίγουρα όχι ξεχασμένος αλλά πάντως τοποθετημένος στο χρονοντούλαπο της νεανικής μας κινηματογραφικής ιστορίας, ο Σκαθαροζούμης θεωρούσαμε πως απλά κατείχε τη δική του, φροντισμένη θέση στο ράφι της μνήμης, καλοξεσκονισμένος, αλλά αφημένος εκεί σαν αγαπημένο παιχνίδι με το οποίο δεν παίζει ποτέ κανείς.
Φαίνεται όμως πως ο Τιμ Μπάρτον άνοιγε πιο συχνά το ντουλάπι της δικής του μνήμης και κάθε φορά που έβλεπε τον ήρωά του να στέκει σιωπηλός, σκεφτόταν να βρει έναν ακόμα τρόπο να παίξει μαζί του. Είτε αυτό από μόνο του είτε σε συνδυασμό και με την την ευρύτερη ένδεια του Χόλυγουντ σε φρέσκες ιδέες, ο Μπάρτον τελικά έβγαλε τον Beetlejuice Beetlejuice του από το ντουλάπι και αποφάσισε να παίξει ξανά μαζί του. Και όπως αποδείχθηκε, η νέα παρτίδα είναι απολαυστική.
Το σενάριο των Άλφρεντ Γκάου και Μάιλς Μίλαρ (από μια ιστορία των ιδίων και του Σεθ Γκράχαμ-Σμιθ), απενοχοποιημένο από σύγχρονες τάσεις και κουλτούρες λογοκρισίας αλλά προσηλωμένο στην τρέλα των χαρακτήρων και του (κάτω) κόσμου του, μας ταξιδεύει στα μέρη όπου αγαπήσαμε, για να μας αφηγηθεί μια ιστορία πλήρως διασκεδαστική, γεμάτη αστεία, τρομάρες και ανατροπές, σαφέστατα λιγότερο μονοσήμαντη από την πρώτη αλλά και ολίγον βαρυφορτωμένη. Όχι πως όλες αυτές οι παράλληλες πλοκές εμποδίζουν την απολαυστική της εξέλιξη, όμως ανοίγουν μέτωπα που μένουν ανεκμετάλλευτα.
Πάρτε για παράδειγμα την επιστροφή της νεκρής συζύγου του Σκαθαροζούμη, που ενώ ξεκινά πολλά υποσχόμενη, στη συνέχεια υποχωρεί στα σεναριακά χαρακώματα, καίγοντας σε ρόλο σχεδόν cameo τη Μόνικα Μπελούτσι, ενώ από μόνη της η ιστορία αυτή θα μπορούσε να είναι η κεντρική ιδέα της ταινίας (ή της επόμενης). Από την άλλη βέβαια, αποζημιώνεσαι από το love story της έφηβης κόρης της Λύντια με αυτόν τον γοητευτικό και σοβαρό νέο, το οποίο δεν εξελίσσεται έτσι όπως θα περίμενες, την ίδια στιγμή που έχουμε την ευκαιρία να χαρούμε ακόμη περισσότερες πτυχές του Κάτω Κόσμου, που μας χαρίζουν είτε φευγαλέα gags είτε σεκάνς ύψιστης τρέλας, όπως αυτή στον σιδηροδρομικό σταθμό του τραίνου των ψυχών, όπου όλοι χορεύουν ασταμάτητα σε ρυθμούς της soul (μεγάλη πλάκα που δυστυχώς χάνεται στη μετάφραση).
Ο δε Τιμ Μπάρτον, σκηνοθετικά, αντιλαμβάνεται όλο αυτό το τρελοκομείο ως ταινία καρτούν και έτσι ακριβώς τη σκηνοθετεί, απλά με ηθοποιούς στη θέση των σκίτσων. Εραστής του σινεμά, όπως έχει αποδείξει ότι είναι, επιστρέφει στην αισθητική της πρώτης ταινίας, αδιαφορώντας για τις ρεαλιστικές ευκολίες που θα του παρείχε η σύγχρονη ψηφιακή τεχνολογία, καταφεύγοντας σε πάμπολλα οπτικά εφφέ παλαιού τύπου, με animatronics, μαριονέτες, stop motion και animation, εννοείται χρησιμοποιώντας και υπολογιστές, αλλά αφήνοντας άφθαρτη την αισθητική και το σύμπαν του πρωτότυπου.
Ως γνήσιος φύτουλας, λάτρεψα τη σκηνή της γνωριμίας του (υπέροχου) Μάικλ Κήτον με την Μπελούτσι, που είναι γυρισμένη σαν ιταλική ταινία από τα πρώτα χρόνια του ομιλούντος, με τους υπότιτλους να θαμπώνουν και να αλλάζουν γραμματοσειρά για να θυμίζουν τους παλαιούς, τους τυπωμένους επάνω στο φιλμ, ενώ το μιούζικαλ στην εκκλησία είναι πέραν πάσης φαντασίας. Το καστ απολαμβάνει την όλη κατάσταση και παραδίδεται άνευ όρων στην υπερβολή των καρτουνίστικων χαρακτήρων που καλούνται να υποδυθούν, σε μια υπέροχη συνύπαρξη παλαιών και νέων.
Δεν μπορώ να μην αναφερθώ στον Ντάννυ ΝτεΒίτο που κατορθώνει να μείνει αξέχαστος μέσα στα τρία περίπου λεπτά που συμμετέχει στην ταινία, αλλά και στον Γουίλλεμ Νταφόε που είδε αναμμένο το φως του ασύλου και μπήκε. Άψογη για μία ακόμα φορά η συνεργασία του Τιμ Μάρτον με τον Ντάννυ Έλφμαν στη μουσική (παράλληλα με τα πλέον αναπάντεχα τραγούδια που ακούγονται κατά τη διάρκεια), ενώ η φωτογραφία του Χάρη Ζαμπαρλούκου κάνει θαύματα. Επίσης, η ταινία Beetlejuice Beetlejuice προσφέρει στον Μπομπ (ας αναπαυθεί εν ειρήνη) τον ρόλο και τη θέση που του αξίζουν.