to top

Είδαμε την παράσταση | Ο αμπιγιέρ

Είδαμε την παράσταση | Ο αμπιγιέρ

“Ο αμπιγιέρ” του Ρόναλντ Χάργουντ, μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας, σκηνοθεσία: Κώστας Γάκης, πρωταγωνιστούν: Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης,Τζένη Κόλλια, Μάρω Παπαδοπούλου, Απόστολος Πελεκάνος, Αντριάνα Ανδρέοβιτς, Άγγελος Νεράντζης, Γιώργος Γιατζιτζάκης, Ορφέας Τσαρέκας.

16 χρόνια στο πλευρό και στη σκιά ενός εγωπαθούς σαιξπηρικού ηθοποιού, ο Νόρμαν υπήρξε για τον Σερ κάτι πολύ περισσότερο από ένας απλός αμπιγιέρ. Υποστηρικτής, δεξί χέρι, κυματοθραύστης της αλήθειας και πάνω από όλα σύμμαχος και υποστηρικτής των ψευδαισθήσεών του, ήταν αυτός που φρόντιζε τα πάντα να κυλούν απρόσκοπτα και η κάθε παράσταση να οδηγείται στο αίσιο φινάλε του θριαμβευτικού χειροκροτήματος.

Κρυμμένος οικειοθελώς στη σκιά του ματαιόδοξου ηθοποιού που ήθελε τα φώτα στραμμένα μόνο επάνω του, ο Νόρμαν υπέμενε τη ζωή του ακολούθου, ελπίζοντας στην αναγνώριση, μέχρι τούτο εδώ το βράδυ του ’40, όταν το Λονδίνο σφυροκοπιέται από την αεροπορία της Λουφτβάφε και ο ακλόνητος έως τότε Σερ μοιάζει να χάνει τη δύναμή του, λίγο πριν από ακόμα μια παράσταση του “Βασιλιά Ληρ”.

 

 

Αγαπημένο έργο στην Ελλάδα, τόσο στο θέατρο όσο και στο σινεμά, ο “Αμπιγιέρ” κουβαλά στις πλάτες του όχι μόνο τις αυτοβιογραφικές εμπειρίες του συγγραφέα του αλλά και έναν ευρύτερο προβληματισμό για τη σημασία της Τέχνης στην ανθρώπινη ύπαρξη και για τη σχέση εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου. Ειδικά ως προς το τελευταίο, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι λεπτές ισορροπίες μεταξύ του εξουσιαστή σαιξπηρικού αστέρα και του εξουσιαζόμενου αμπιγιέρ του καθώς διαφαίνεται η συνειδητή απόφαση του Νόρμαν να κινείται στη σκιά του αφεντικού του, επιλέγοντας να ζει στις σκιές όπου έβρισκαν καταφύγιο τόσο ο ίδιος όσο και η προσωπική του επιθυμία να εξουσιάζει εξίσου.

Δύσκολο έργο ο “Αμπιγιέρ”, παρ’ ότι φαινομενικά κλασικότροπο, αφού απαιτεί από τους δύο βασικούς ηθοποιούς του μια διαρκή αμφισημία στις ερμηνείες τους. Βλέπετε, ο σπουδαίος θιασάρχης δεν είναι και τόσο σπουδαίος ηθοποιός την ίδια στιγμή που ο ταλαίπωρος Νόρμαν δεν είναι απαραίτητα τόσο θύμα όσο αφήνεται να εννοηθεί. Το ίδιο δύσκολο είναι να διατηρηθούν και οι ισορροπίες μεταξύ των δύο βασικών ρόλων, καθώς ο Σερ (του οποίου το όνομα δεν μαθαίνουμε ποτέ) είναι ο απόλυτος άρχων ενός έργου που εξ ορισμού τοποθετεί ως πρώτο όνομα στη μαρκίζα τον αμπιγιέρ του. Με τον έναν να βρίσκεται κάτω από τη λάμψη των προβολέων και τον άλλο μονίμως στη σκιά, η δυναμική μετατίθεται διαρκώς από το προσκήνιο στα παρασκήνια, από την έκθεση στη συστολή και από τον θρίαμβο στη συντριβή.

Και κάπου εδώ είναι που έρχονται οι ερμηνείες και το σκηνικό ειδικό βάρος των δύο πρωταγωνιστών και κουμπώνουν στη δραματουργική αφήγηση αυτού εδώ το κλειστοφοβικού θεατρικού, το οποίο εξελίσσεται κάποιες φορές σαν έργο μέσα σε έργο, περιορισμένο κατά τη μεγαλύτερη διάρκειά του στο καμαρίνι του κουρασμένου και αποπροσανατολισμένου “τυράννου”, σε ένα θέατρο που βάλλεται από τις βόμβες ενός άλλου τυράννου, αλλοδαπού, που μαζί με τα κτίρια καταστρέφει αυτό καθ’ εαυτό το καταφύγιο της Τέχνης.

Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης επενδύει στην αμηχανία και την αμφισβήτηση του θιασάρχη Σερ που υποδύεται, αποδίδοντας συγκινητικά τις συναισθηματικές μεταστροφές και τη σταδιακή συντριβή που επιφέρει η επίγνωση του τετελεσμένου. Έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον ο τρόπος που μετουσιώνει επί σκηνής το κενόδοξο του Σερ, ιδιαίτερα όταν τον παρακολουθούμε να παίζει στην παράσταση του “Βασιλιά Ληρ” -στιγμιότυπο που το χαρακτηρίζει το σκηνικό μεγαλείο. Ο Σερ παίζει ΣΑΝ να είναι σπουδαίος ηθοποιός, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας ξεπεσμένος θιασάρχης. Είναι όμως αυτό το άσβεστο πάθος του για τη σκηνή που τον καθοδηγεί, το ίδιο πάθος που τον ανέδειξε όλα αυτά τα χρόνια στις περιοδείες του στη Μεγάλη Βρετανία, συντηρώντας τον μύθο του “σπουδαίου”, τυλιγμένο στη συσκευασία του τίτλου του “Σερ”.

Και κάπως έτσι ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης υποδύεται με μαεστρία και καντάρια εσωτερικής κόπωσης έναν όχι και τόσο σπουδαίο ηθοποιό που υποδύεται πως υποδύεται με σπουδαίο τρόπο τον Ληρ. Η σκηνή αυτή που ταυτόχρονα είναι και αυτή που “ανοίγει” διάπλατα την έως τότε κλειστοφοβική ατμόσφαιρα της σκηνής του θεάτρου Τζένη Καρέζη (σκηνικά: Σκηνικά-κοστούμια: Κέννυ Μακλέλαν, φωτισμοί: Βασίλης Κλωτσοτήρας, μουσική-σχεδιασμός ήχων: Κώστας Γάκης) είναι καθοριστικής δραματουργικής και ερμηνευτικής σημασίας, αφού τότε είναι που παρακολουθούμε τον κάθε ήρωα στην πραγματική του διάσταση και στον φυσικό του χώρο. Η ψευδαίσθηση και το εφήμερο του θεάτρου σηματοδοτούνται εξαιρετικά, με το σύνολο του θιάσου επί σκηνής σε ένα στιγμιότυπο συγκινητικού μεγαλείου.

Σαν την τελευταία ανασαιμιά του δράκου, το ανέβασμα του “Ληρ” λειτουργεί και ως καρδιογράφημα των ερμηνειών που προηγούνται και έπονται. Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης που βρισκόταν νωρίτερα στα παρασκήνια σαν σε μια διαρκή παραζάλη μέσα στην απόγνωση του μοιραίου, μεταμορφώνεται στο θεατρικό ιερό τέρας που νομίζει πως είναι για επιστρέψει στη συνέχεια στα γνώριμα μονοπάτια χειραγώγησης, εγωισμού και ματαιοδοξίας.

Πολύ ενδιαφέρουσες οι μεταστροφές του, χωρίς μεγαλοστομίες και υπερβολές, αλλά με την κούραση όλων των χρόνων της ζωής που επέλεξε να ζει και που τώρα του βαραίνουν ανυπόφορα το σώμα. Σε έναν ρόλο που κρύβει την παγίδα “κοιτάχτε πόσο ωραία παίζω” ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης βαδίζει με ερμηνευτική εγκράτεια και επίγνωση, ακροβατώντας μεταξύ της πραγματικότητας και του ταραγμένου του μυαλού.

 

Διαρκώς στο πλευρό του, ο εξωστρεφής Νόρμαν του Γεράσιμου Σκιαδαρέση που δρα και υποφέρει έως τέλους στη σκιά του, εξαρτώντας την ίδια του την ύπαρξη από τον Σερ που υπηρετεί φαινομενικά αγόγγυστα, την ίδια στιγμή που φθονεί όλα όσα δεν έχει. Δουλοπρεπής και συνάμα εξίσου χειριστικός όπως και το αφεντικό του, παραδίδεται σε μια συμπεριφορά μισαγάπης κάτω από την οποία κρύβει ανοίκεια πάθη και προσωπικές επιθυμίες, που κάποιες φορές δραπετεύουν μέσα από περιστασιακά γλωσσικά ξεσπάσματα.

Με την αυθυπαρξία του παρατημένη οικειοθελώς εδώ και 16 χρόνια (ίσως και προτού γνωρίσει τον Σερ), ο Νόρμαν του Γεράσιμου Σκιαδαρέση καλείται διαρκώς να δίνει το φιλί της ζωής στον αγνώμονα αυτόν άνθρωπο από τον οποίο όμως εξαρτάται η δική του ζωή. Μια σχέση αλληλεξάρτησης, στα όρια του παρασιτισμού, στην οποία όμως δεν μπορείς να διακρίνεις ποτέ ποιος είναι αυτός που πίνει το αίμα του άλλου και την οποία υπογραμμίζει με την ερμηνεία του, την οποία μπολιάζει με υπόγειο χιούμορ σε αντιδιαστολή με το βλέμμα που επιθυμεί άλλα.

Συμπαγής και αφοσιωμένος στα δεδομένα της παράστασης ολόκληρος ο θίασος του “Αμπιγιέρ”, με τη Μάρω Παπαδοπούλου να παραδίδει στο κοινό μια “Λαίδη” που ξεχειλίζει από καταπιεσμένη λαϊκότητα, σιχτιριασμένη από τον απαξιωτικό τρόπο που την αντιμετωπίζουν όλοι και την Τζένη Κόλια να ερμηνεύει με εγκράτεια και σεβασμό στις επιταγές του ρόλου τη διευθύντρια του θιάσου που αγκομαχά μέχρι να ανεβεί η παράσταση.

Ανθρώπινα και ουσιαστικά συγκινητικός εμφανίζεται ο Απόστολος Πελεκάνος στον ρόλο του γελωτοποιού, ειδικά στη σκηνή μετά το τέλος της παράστασης του “Ληρ”.

• Αξίζει να αναφέρουμε για λόγους ιστορικής αλλά και συναισθηματικής μνήμης, πως ο “Αμπιγιέρ” είχε ανέβει για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1989 με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ και τον Νικήτα Τσακίρογλου στο ίδιο θέατρο, που τότε ακόμα ονομαζόταν “Αθήναιον”.

 

• Θέατρο Τζένη Καρέζη – Ακαδημίας 3, Σύνταγμα

Παραστάσεις: Τετάρτη στις 18:30, Πέμπτη έως Σάββατο στις 21:00, Κυριακή στις 18:30.

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following