to top

Είδαμε την παράσταση | Μια ωραία πεταλούδα -ΚΕΦ ΙΙ

Μια ωραία πεταλούδα -ΚΕΦ ΙΙ

“Μια ωραία πεταλούδα”, πρωτότυπο κείμενο: Σάρα Νικολάου, διασκευή-σκηνοθεσία: Βασίλης Βουτετάκης, πρωταγωνιστούν: Βασίλης Βουτετάκης, Παναγιώτης Γερακάρης.

Η Κόλαση είναι εδώ. Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό κελί, μέσα στους τέσσερις κατάμαυρους τοίχους της ίδιας της αίθουσας που μοιάζουν να καταπλακώνουν τον χώρο, τις συνειδήσεις και τις ψυχές αλλά και μέσα σε αυτά τα δύο ανθρώπινα κελύφη που σέρνονται στο βρώμιο πάτωμα και στις διαδρομές του μυαλού τους. Η Κόλαση όμως καραδοκεί και πίσω από την κλειστή πόρτα, στον κόσμο έξω από εκεί, που ανακρίνει, βασανίζει, υποφέρει, κακοποιεί και θρηνεί.

 

 

Ένα χεροκάμωτο λες σκαρίφημα ενός μικρού παιδιού, σαν απομεινάρι από καρναβάλι, μας υποδέχεται στο κέντρο της σκηνής, ενόσω ακούγονται βασανιστικά από τα ηχεία παιδικά τραγουδάκια. Κι ύστερα, ο μαύρος τοίχος γίνεται οθόνη που παίζει με χρωματική κατήφεια τους τίτλους μιας ταινίας που ξεκινά, έως ότου βγαίνουν μπροστά οι άνθρωποί της. Ο Παναγιώτης και ο Βασίλης, δυο νεαροί άντρες, αδέλφια, που κρατούνται ως ύποπτοι για τη δολοφονία τριών μικρών παιδιών. Συγγραφέας ο Παναγιώτης, διάσημος όπως λέει ο ίδιος, βιβλίων με τρομακτικές ιστορίες.

Μικρό, φοβισμένο παιδί ο Βασίλης, παγιδευμένο στο μεγαλόσωμο κορμί ενός ενήλικα. Μόνοι, οι δυο τους, εκεί μέσα, μέσα τους και απέναντί μας κολυμπούν ο καθένας στη δική του απελπισία. Έντρομος και χτυπημένος κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων, ο Παναγιώτης βλέπει το αναπόφευκτο να έρχεται καθώς οι φόνοι μοιάζουν να βγήκαν από τις σελίδες των βιβλίων του, ανήμπορος να αποδείξει την αθωότητά του. Ο Βασίλης, από την άλλη, απολαμβάνει σχεδόν αμέριμνος τα πατατάκια, τη σοκολάτα και το παγωμένο τσάι που του έχουν προσφέρει οι αστυνομικοί, στην προσπάθειά τους να τον προσεγγίσουν διαφορετικά και να τον αναγκάσουν να μιλήσει.

Σε αυτή τη φυλακή, δεν υπάρχει κακός μπάτσος και καλός μπάτσος, αλλά κακή και καλή προσέγγιση στον καθένα τους ξεχωριστά, και όποιος σπάσει πρώτος…

Την ίδια στιγμή, αυτή η διττή προσέγγιση στα δύο αδέλφια πυροδοτεί και τις μεταξύ τους εντάσεις, καθώς ο συγγραφέας μπορεί να διακρίνει πως ο Βασίλης ενδέχεται να υπογράψει αφελώς οποιοδήποτε χαρτί τού φέρουν μπροστά του, γοητευμένος από τα πλούσια γεύματα που του προσφέρουν. Κάπως έτσι, ο τρόμος του ενός οφείλει να μετατραπεί σε κατευνασμό της ευφορίας του άλλου, καθώς του διηγείται παιδικά παραμύθια που σκαρφίζεται χρόνια στο πλευρό του, με σκοπό να μαλακώσει τις διαδρομές του χαμένου του μυαλού.

Κι όσο οι ώρες περνούν, φαίνεται πως τα παραμύθια βγήκαν μέσα από τη δική τους σκοτεινή ζωή, με το ζοφερό παρελθόν τους να έρχεται να τους στοιχειώσει για μία ακόμα φορά.

 

Η βία γεννά μόνο βία, επαναλαμβάνοντας στο άπειρο τον εφιάλτη και μέσα από όλο αυτό οι ζωές κυλούν σε ένα διαρκές καθαρτήριο, χωρίς προορισμό. Στο πλαίσιο αυτό, η “Ωραία Πεταλούδα” σηματοδοτεί τον οριστικό αφανισμό της παιδικής αθωότητας και τη λούπα που βυθίζεται μέσα στην αγωνία και στον θάνατο. Έχοντας αυτά υπ’ όψιν του, ο Βασίλης Βουτετάκης μεταμορφώνει τους εύκολα προφανείς συμβολισμούς του κειμένου σε μια καθηλωτική παράσταση ατμόσφαιρας και ερμηνειών που από μόνη της απογειώνει την ιστορία.

Σαν σε τραινάκι του τρόμου στο λούνα παρκ, που μολονότι γνωρίζεις πως είναι ψεύτικο εν τέλει τρομάζεις, ξεδιπλώνει την “Ωραία Πεταλούδα” του με θεατρική ευκρίνεια και συνάμα σαν έργο εν εξελίξει που μοιάζει να υλοποιείται μπροστά στα μάτια σου. Ακροβατώντας με επιτυχία ανάμεσα στο μαύρο χιούμορ και στα μαύρα σκοτάδια των ψυχών των δύο ηρώων του, πλάθει ένα υποβλητικό θρίλερ και μαζί ένα αβάσταχτα σκληρό ψυχόδραμα για τις ζωές που παιδιά δεν έζησαν.

Για τον εαυτό του κρατάει τον ρόλο του Βασίλη, του αδελφού με τις νοητικές δυσκολίες που φαίνεται να μην καταλαβαίνει την κατάσταση στην οποία βρίσκονται ή που ίσως και να γνωρίζει ξεκάθαρα τα πάντα. Η αμφισημία της επίγνωσης του χαρακτήρα του που από τη μια ζητάει να ακούσει παραμύθια και τραγουδά σε ένα παιχνίδι σκιών το “Μια ωραία πεταλούδα” και από την άλλη κατηγορεί ευθαρσώς και με επιχειρήματα τον αδελφό του για όλα όσα τούς οδήγησαν μέχρι εκεί, αποδίδεται με μια εντυπωσιακή ορμή στις μεταπτώσεις και στην κινησιολογία αλλά πάνω από όλα μέσα από το βλέμμα.

Εκμεταλλευόμενος τους σχεδόν κατακόρυφους και “θαμπούς” φωτισμούς (Ιωάννα Ζέρβα), ο “Βασίλης” Βουτετάκης σπάνια μας αφήνει να δούμε τα μάτια του πίσω από τις σκιές στο πρόσωπό του, μόνο και μόνο για να μας χαρίσει το καθάριο, ολοφώτιστο βλέμμα του την κατάλληλη στιγμή, σαν σε επιφοίτηση. Κι έτσι, με τα μάτια σκιασμένα, αφήνεται στη φωνή και στο κορμί να πουν την ιστορία του μικρού παιδιού που κρύβει(;) μέσα του, με εναλλαγές συναρπαστικές και συνταρακτικές στη μεταστροφή τους.

 

Ο “Παναγιώτης” Γερακάρης κρατά για τον εαυτό του την αγωνία και τον πανικό σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, καθώς οφείλει να σταθεί σύμμαχος και αρωγός του αδελφού του αλλά και να σώσει τον εαυτό του. Με το κορμί του τυλιγμένο σαν κουβάρι από τον σωματικό πόνο των ανακρίσεων αλλά και από την απελπισία, κρατά σχεδόν πάντα τη φωνή σταθερή και καθησυχαστική κι ας σπάει σε ξεσπάσματα αδυναμίας και πανικού. Αδελφός και μαζί πατέρας του εύθραυστου Βασίλη, αυτουργός της ζωής τους και καθώς φαίνεται των δολοφονιών για τις οποίες κατηγορούνται, ο Παναγιώτης του αποζητά διαρκώς ψήγματα δύναμης από το ένστικτο της επιβίωσης, μπαλαντζάροντας την αγωνία του θανάτου με παραμύθια για μαλακές αγκαλιές.

Η αλληλεπίδραση και η χημεία των δύο πολύ καλών ηθοποιών υπερβαίνει ακόμα και αυτό το ίδιο το κείμενο, έτσι όπως νιώθεις να το ανακαλύπτουν μαζί, μπροστά στα μάτια σου, λες και κάθε νύχτα το διαμορφώνουν (και το ζουν) ειδικά για εσένα. Επίπονο έργο, τόσο ως προς την ερμηνεία του όσο ως προς την παρακολούθησή του, το “Μια ωραία πεταλούδα” είναι από αυτές τις ξεχωριστές περιπτώσεις που η παράσταση κατορθώνει να αναληφθεί ψηλότερα από τις λέξεις στο χαρτί και μετουσιώνεται σε τέχνη αυθύπαρκτη που έρχεται κατάμουτρα να σου ρίξει γροθιά. Αν η γροθιά αυτή απλά σε πονέσει ή αν θα σε ξυπνήσει κιόλας από τον λήθαργο της παθητικής ευμάρειας, αυτό είναι δική σου απόφαση. Το φινάλε συγκλονίζει.

 

Ως σημείωση: Το “Κεφάλαιο ΙΙ” στον τίτλο παραπέμπει στη νοητή συνέχεια των θεατρικών της ομάδας Mirakuru, η οποία μάς συστήθηκε την άνοιξη του 2022 με το έργο “Αναμονή στο Τίποτα – Κεφάλαιο Ι” στο θέατρο Λύχνος. Θα ακολουθήσει προσεχώς ο “Έρωτας – Κεφάλαιο ΙΙΙ”.

Ως σημείωση 2: Πέραν της παράστασης που με συγκίνησε από κάθε άποψη, την ίδια συγκίνηση ένιωσα διαβαίνοντας την είσοδο του θεάτρου Nous, που δεν είναι άλλο από τον κινηματογράφο Ίλιον, της οδού Τροίας, στην Πατησίων. Το κτίριο, απέκτησε ξανά ζωή μετά από 2,5 χρόνια σκότους, ευχάριστα ανανεωμένο, ενώ η αναγέννηση του χώρου εξακολουθεί διακριτικά μέχρι να πάρει την τελική του μορφή. Με προγραμματισμό ρεπερτορίου από δικές του παραγωγές όσο και από φιλοξενούμενες, το Nous ως χώρος αλλά και ως σκεπτόμενος οργανισμός δείχνει να υπόσχεται πολλά για το μέλλον.

 

• Theatre Nous-Creative Space- Τροίας 34, Πατησίων
Παραστάσεις: Τετάρτη στις 21:15

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following