Γεννημένος στο Κιλκίς στις 11 Μαρτίου του 1954, ο Σάκης Μπουλάς μεγάλωσε στον Πειραιά μαζί με τον αδελφό του Νίκο.
• Από το Δημοτικό ήξερε τι θέλει να κάνει στη ζωή του: να γίνει ηθοποιός και τραγουδιστής. Όσο κι αν είχαν άλλα πλάνα οι γονείς του που τον προόριζαν για δικηγόρο λόγω της φυσικής του ευφράδειας, ο ίδιος είχε άλλη άποψη, που φυσικά επέβαλε.
• Στη ΣΤ’ Δημοτικού θα παίξει για πρώτη φορά σε μια σχολική παράσταση και θα κάνει τον Παπαφλέσσα. Του άρεσε τόσο πολύ που πίστεψε ότι μπορεί και να ήταν ο Παπαφλέσσας.
• Στο Γυμνάσιο, στην Ιωνίδειο Σχολή, είχε την τύχη να έχει έναν εξαιρετικό καθηγητή, φιλόλογο, που οργάνωνε θεατρικές παραστάσεις. Οι παραστάσεις μάλιστα ανέβαιναν στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και ο Μπουλάς ήταν πάντα μέσα στο καστ. ‘Έτρωγε βέβαια πολλές πέτρες από κάποιους άγριους της γειτονιάς που έκαναν την πλάκα τους, αλλά αυτά ήταν λεπτομέρειες για έναν τύπο όπως ο Σάκης Μπουλάς που είχε τις πλάκες στο αίμα του.
Μόλις τελειώσει το Λύκειο θα πάει στη Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου και παράλληλα θα βγάζει το ψωμί του τραγουδώντας.
→ Προτάσεις για τα μπουζούκια στα 40 και βάλε χρόνια της καριέρας του είχε πολλές, αλλά άλλες τόσες τις αρνήθηκε. «Εμπορικάντζες εγώ δεν έκανα, ούτε θα κάνω», συνήθιζε να λέει. Περνάει από οντισιόν διαφόρων γνωστών συνθετών, αλλά το ξεκίνημα της καριέρας του αρχίζει ουσιαστικά το 1974 με τον Θάνο Μικρούτσικο.
• Στη δισκογραφία θα μπει με την εταιρεία Lyra με πρώτο δίσκο το «Σώσον κύριε τον λαόν σου». Μεγάλο καμάρι του όμως ήταν η δημιουργία του πρώτου μουσικού καφενείου με το όνομα «Σούσουρο», που έστησε μαζί με τον Νικόλα Ασιμο και τον Γιάννη Ζουγανέλη σε ένα υπόγειο στην Πλάκα. Στην ίδια παρέα θα είναι και η Ισιδώρα Σιδέρη (σύζυγος του Ζουγανέλη), το συγκρότημα Σπυριδούλα, ο Λάκης Παππάς αλλά και η Φλέρυ Νταντωνάκη.
→ Το 1973 ο Μάνος Χατζιδάκις ανεβάζει στο καφεθέατρο «Πολύτροπο» την παράσταση «Ο οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης», ένα κράμα πρόζας, τραγουδιών και θεατρικών μονολόγων. Ο συνθέτης ψάχνει νέους καλλιτέχνες που να συνδυάζουν το ταλέντο της υποκριτικής και του τραγουδιού. Πρέπει επίσης να παίζουν κάποιο μουσικό όργανο. Από την οντισιόν έχει ήδη περάσει o Γιάννης Ζουγανέλης.
Ο Χατζιδάκις ψάχνει έναν ρόλο ακόμη. Εμφανίζεται ένας τύπος με μακριά μαλλιά, αμπέχονο και γένια και αρχίζει να τραγουδάει το «Αστέρι του Βοριά». Ο Χατζιδάκις τον ρωτά ποιο μουσικό όργανο παίζει και ο Μπουλάς βγάζει μία μικρή φλογέρα. «Είστε εξαίσιος τραγουδιστής, ξέρετε, όμως, εμείς σε αυτή την παράσταση για ποιο ρόλο ψάχνουμε; Του Αλκιβιάδη. Και ξέρετε ποιος είναι ο Αλκιβιάδης; Ο ωραιότερος των Ελλήνων εφήβων. Εσείς δυστυχώς, νεαρέ, μοιάζετε με τον Αρη Βελουχιώτη».
Ο Σάκης Μπουλάς, ο τύπος που έμοιαζε σαν να γύρισε από το αντάρτικο, δεν θα περάσει στην οντισιόν. Δεν θα περάσει ούτε και ο Ζουγανέλης. Ο τελευταίος, όμως, που είχε μείνει άλαλος από την παρουσία του Μπουλά, μόλις κατέβηκε από τη σκηνή πήγε αμέσως και του μίλησε. Βγαίνουν έξω μαζί μετά την οντισιόν και του κάνει πλάκα για τη φλογέρα που εμφάνισε.
→ Για τα επόμενα 40 και πλέον χρόνια αυτές οι πλάκες δεν θα σταματήσουν ποτέ. Ούτε οι συνεργασίες, ούτε οι φιλικές εξομολογήσεις, ούτε η αδελφική στήριξη.
• Σε ερώτηση δημοσιογράφου «αν ήταν η τελευταία σου μέρα πάνω στη Γη, ποιος θα ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που θα ήθελες να αποχαιρετήσεις», ο Σάκης Μπουλάς απαντά: «Ο Ζουγανέλης». Και αυτός ήταν. Στην ίδια συνέντευξη και με το χιούμορ που πάντα τον διέκρινε είπε κι άλλα. Οτι στο μακάβριο ταξίδι του προς το υπερπέραν θα ήθελε να πάρει μαζί του μια αφίσα της Καλομοίρας, το τελευταίο γεύμα του να είναι σουτζουκάκια με τηγανητές πατάτες, στον παράδεισο να έχει μαγείρισσα τη Μαρίκα Μητσοτάκη, αλλά βασικά η πρώτη κουβέντα που θα ήθελε να ακούσει από τον Αγιο Πέτρο ήταν: «Δεν μπαίνετε, κύριε. Είμαστε ρεζερβέ».
Για τους οικείους του βέβαια και για όσους τον θαύμαζαν, είτε ως καλλιτέχνη είτε ως άνθρωπο, ο Σάκης Μπουλάς ήταν ο ίδιος παράδεισος. Και αυτό δεν έχει να κάνει με τις συνήθεις νεκρολογίες όπου στο τέλος όλοι έχουν κάτι καλό να πουν. Για τον τύπο με το αναρχικό χιούμορ, τη ροκ ζωή, τα αχαλίνωτα πάθη, την τρέλα με τη δουλειά του, την αγάπη του για τους νέους ανθρώπους, τη λατρεία του για τις γυναίκες και την αστείρευτη διάθεση για πλάκες κανείς δεν έχει να πει κάτι αρνητικό. Προφανώς γιατί ό,τι αρνητικό είχε ο Σάκης Μπουλάς το έστρεφε εναντίον του εαυτού του.
Εκεί ξέσπαγε τις αδυναμίες του. Αγιάτρευτες αδυναμίες που τις πλήρωσε όλες. Με την υγεία του και εντέλει με τη ζωή του. Μια ζωή που ο ίδιος ρούφηξε ως το μεδούλι με το δικό του μποέμικο στυλ, το γνήσιο καλλιτεχνικό, με ερμηνείες, με γέλια, επιτυχίες, γάμους, χωρισμούς, σφοδρούς έρωτες, ταξίδια, φίλους, ψυχολογικές καταρρεύσεις και «αναστάσεις».
• Με τον θάνατο έπαιξε κι άλλες φορές κρυφτούλι και κέρδισε. Αυτή τη φορά το πάλεψε, αλλά δεν του βγήκε. Στα 60 του χρόνια ήταν το αιώνιο παιδί, έτοιμος πάντα για πλάκες και σκανταλιές, με αντανακλαστική άρνηση στη σοβαροφάνεια και στην ωριμότητα.
• Έτσι ήταν από μικρός και μικρός παρέμεινε. Πάντα με μεγάλη καρδιά.