to top

Την Κυριακή που ο κόσμος είχε αλλάξει

Την Κυριακή που ο κόσμος είχε αλλάξει

Έμοιαζε σα να είχα ζήσει μια τουλάχιστον δεκαετία μακριά από τον κόσμο. Δε μπορούσα να το εξηγήσω διαφορετικά, σαν να ήμουν ναυαγός σε έναν άγνωστο κόσμο. Ήταν Κυριακή και είχα νιώσει την ανάγκη να βγω, να αγοράσω μια εφημερίδα και να την ξεφυλλίσω πίνοντας έναν μέτριο διπλό ελληνικό σε ένα καφέ. Ο κόσμος μου φάνηκε τότε διαφορετικός, σαν το Σάββατο να είχε πατήσει ένα διακόπτη, μεταμορφώνοντας την Κυριακή που θα ακολουθούσε. Δεν εξηγούταν διαφορετικά: Ο κόσμος αυτός ξαφνικά είχε αλλάξει. Σε μια μόλις στιγμή και εγώ το συνειδητοποιούσα μόλις. 

 

Είχα βολέψει την εφημερίδα κάτω από την μασχάλη μου όταν συνέβη. Ήταν η πρώτη αποκάλυψη που υπέπεσε στην αντίληψή μου. Ο κόσμος μιλούσε πολύ γρήγορα. Πραγματικά σαν πολυβόλο σε δράση. Έβλεπα γονείς να εξηγούν στα παιδιά τους γιατί δεν έπρεπε να κάνουν διάφορα κόλπα στην πλατεία και ήταν πολλά αυτά που έπρεπε να ειπωθούν. Άντρες εξηγούσαν τις εξελίξεις στην πολιτική, το ποδόσφαιρο, τις business ενώ οι γυναίκες τους μιλούσαν για τις σχέσεις των παιδιών τους, τη δουλειά και τα σχολικά προγράμματα. Δεν ήταν όμως το αντικείμενο της κουβέντας. Ήταν η ταχύτητα. Άκουγα κουβέντες και οι λέξεις στριμώχνοντας σαν να επρόκειτο να ανταγωνιστούν το πια θα περάσει πρώτη μέσα από την μικρή τρύπα του φάρυγγα.Όλο αυτό λοιπόν ήταν κάτι που με παραξένεψε εκείνη την Κυριακή αλλά δεν ήταν εκείνο που με έκανε να πιστέψω πως ο κόσμος αυτός ξαφνικά είχε αλλάξει.

Παράλληλα με εκείνους που μιλούσαν γρήγορα υπήρχαν και κάποιοι άλλοι που δε μιλούσαν καθόλου. Αν με ρωτάτε για τη μαθηματική τους σχέση θα σας πω πως για κάθε ομιλούντα αναλογούσαν τρεις αμίλητοι. Καθόντουσαν κατά κύριο λόγο σε παρέες και σχεδόν ποτέ μόνοι τους ή σε ζευγάρια.Λοιπόν ΑΥΤΟ ήταν που μου είχε κάνει την εντύπωση. Παρέες από μικρούς, μεγαλύτερους, μεσήλικες ή γέρους. Σαν όλοι τους να γνώριζαν πως ο κόσμος είχε ξαφνικά αλλάξει. Κανείς δεν ασχολούνταν αν ήταν προς το καλύτερο, απλά προσπαθούσαν να χωνέψουν τις εξελίξεις, όπως τώρα κάνω εγώ. Καθόντουσαν λοιπόν μπροστά από τα κινητά τους και έσκαβαν εκεί μέσα τόνους πληροφορίας. Μιλούσαν με ανθρώπους που δεν ήταν καν μαζί στο τραπέζι λες και μιλούσαν με τον μεγαλύτερο και χαμένο έρωτα της ζωής τους. Και το παράξενο ήταν πως κανείς δεν έδινε δεκάρα με ποιόν είχε βγει μαζί αλλά εκείνο που μετρούσε μόνο ήταν να μη χαθεί η σύνδεση στο wifi, να μη χαθεί η παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή να δοθείμια γρήγορη και πνευματώδης απάντηση στην πολυμελή ομάδα στο viber.

Η αποκάλυψη λοιπόν ήταν αυτός ο παραλληλισμός. Υπήρχε κόσμος που μιλούσε πολύ και γρήγορα και κόσμος που δε μιλούσε καθόλου. Σαν μια παραγωγική διαδικασία που για να περάσει κανείς στην κοινωνία, έπρεπε πρώτα να μουγγαθεί. Αυτή την Κυριακή μου έμοιαζε πως ο κόσμος είχε τόσα πολλά να μάθει ή τόσα πολλά που έπρεπε να εξηγήσει. Οι πληροφορίες μας καταπλάκωναν, δε μπορούσαμε να τις διαχειριστούμε και κυρίως να τις επεξεργαστούμε. Αρκούσε να γεμίσουμε τα σακιά και να τις μεταφέρουμε κάπου αλλού. Σα να ξεφόρτωνε η ανθρωπότητα νέα γνώση και εμείς ήμασταν η μεταφορική εταιρία. Μου έμοιαζε πως μιλούσαν όλοι πολύ γρήγορα γιατί ήταν τόσα πολλά αυτά που είχαν μάθει πριν, καθώς αμίλητοι έστεκαν μπροστά από τη συσσώρευση των γνώσεων στο μυαλό τους, ενώ ταυτόχρονα σχεδόν κανείς δεν άκουγε το παραμικρό. Αυτό ήταν. Κανέναν δεν άκουγε το παραμικρό! Το μόνο που προείχε ήταν να φροντίσεις να μαζέψεις πληροφορία και μετά να την αραδιάσεις όσο πιο γρήγορα μπορούσες στα αυτιά κάποιου ενώ μετά θα γινόταν το ίδιο με την ίδια σειρά και ξανά από την αρχή.

 

 

Δεν ξέρω αν γίνομαι αντιληπτός αλλά ξαφνικά εκείνη την Κυριακή ξεδιπλώθηκε ένας κόσμος που διαχειρίζονταν τόσο καλά την πληροφορία ενώ από την άλλη δε είχε την ικανότητα να την επικοινωνήσει.

Κάθισα στο τραπέζι, άνοιξα την εφημερίδα. Αισθανόμουν άσχημα που διάβασα. Δεν είχα όρεξη. Κρατούσα μόνο την εφημερίδα μπροστά μου, κοιτάζοντας από πάνω της και παρατηρώντας τον κόσμο να έχει μόλις αλλάξει.

Ο καφές μου είχε πολλές φουσκάλες πάνω του. Κατέβασα την εφημερίδα, την ακούμπησα στη διπλανή καρέκλα και χάζευα τον τρόπο που αυτές έσκαζαν μέσα στο φλυτζάνι. Η πληροφορία ήταν ανεπιθύμητη εκείνη τη μέρα για μένα. Κρατούσε δέσμιο τον κόσμο καθώς την κυνηγούσε αντί να την επεξεργάζεται σε λογικές δόσεις. Ο κόσμος αυτός είχε μόλις αλλάξει γιατί αντί να ακούει, να χωνεύει και να οδηγεί τις λέξεις σε μια ωραία κουβέντα που θα εξελίσσεται, αρέσκονταν στο να βουτά στη μουγγαμάρα και μετά να βγάζει απότομα το κεφάλι του στην επιφάνεια, λέγοντας παπαγαλία όλα όσα είχε μάθει. Και δίχως κανείς να ακούει.

Αν πήγαινε έτσι για λίγες ακόμη εβδομάδες, νομίζω πως την επόμενη φορά που θα έβγαινα ξανά έξω, ο κόσμος θα είχε μεγαλύτερους εγκεφάλους, μεγαλύτερες οθόνες κινητών και σίγουρα πολύ μικρά αυτιά.

Φίλιππος Γαλιάσος

Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Διακοπές στην κόλαση» είναι το πρώτο του μυθιστόρημα και εκδόθηκε από τις εκδόσεις Momentum τον Δεκέμβριο του 2013. Που και που, όταν έχει κέφι, γράφει διηγήματα ή ποιήματα στο blog http://philipposgaliasos.blogspot.gr

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following