to top

Ραντεβού τον Σεπτέμβρη

Ραντεβού τον Σεπτέμβρη

Έβρισκα πάντα περίεργο μήνα τον Αύγουστο. Κι αυτά τα περί θερινής ραστώνης δεν τα συμμερίστηκα ποτέ. Με εκνεύριζε όλη αυτή ησυχία, όλο αυτό το τίποτα. Τα πάντα έμοιαζαν να μπαίνουν σε θάλαμο κατάψυξης, να παραμένουν ζωντανά μα κοιμισμένα, σε αναμονή και κώμα ταυτόχρονα, μέχρι να ξυπνήσουν τον Σεπτέμβρη. Μαζί με τα σχολεία -άλλος εφιάλτης κι αυτός.

Και πώς τα έφερνε ο Διάολος, πάντα κάποιες μέρες του Αυγούστου τις περνούσα στην Αθήνα. Έστω και λίγες. Ήταν αυτή η αλλαγή βάρδιας, από τις διακοπές στον Ωρωπό με τη θεία Χαρίκλεια, τον θείο Σάββα, τον Μάκη και τον Πασχάλη, στις οικογενειακές διακοπές με τη μαμά και τον μπαμπά, στην Κάρυστο συνήθως. Το πριν στον Ωρωπό και το μετά στην Κάρυστο ήταν απόλαυση. Αυτό το ενδιάμεσο διάλειμμα στην Αθήνα ήταν που έμοιαζε με μαρτύριο.

 

Στον Ωρωπό ήταν ο “Άρης”, το θερινό της παραλίας Μαρκοπούλου. Αλλαγή προγράμματος σχεδόν κάθε μέρα, εκτός από το Σαββατοκύριακο που φύλαγε την “καλή” την ταινία για δυο μέρες. Στον “Άρη ήταν “Τα σαγόνια του καρχαρία”, εκείνο το καλοκαίρι της β’ προβολής, και μετά κάναμε να μπούμε στα βαθιά για καμιά βδομάδα. Στον “Άρη” ήταν κι ο γιος του ιδιοκτήτη, ο Παναγιώτης. Κάναμε ποδήλατο μαζί, κι όσο μεγαλώναμε, περνούσαμε παρέα εκείνα τα βαρετά, καυτά μεσημέρια, όταν οι υπόλοιποι κοιμόντουσαν, και βγάζαμε τις μπομπίνες από τα φιλμ της εβδομάδας από τις κούτες και τις ανεβάζαμε στην καμπίνα προβολής, για να τις βρει οι μηχανικός το απόγευμα και να τις ετοιμάσει.

Βαριές ήταν οι αναθεματισμένες και τα σκαλιά πολλά, κι ας έμοιαζε η καμπίνα προβολής τόσο κοντά από την αυλή του σινεμά. Μια χεριά νόμιζες πως αρκούσε για να σκιάσεις το φως της μηχανής, αλλά μόνο όταν ανέβαινες τα σκαλιά έβλεπες πόσο ψηλά έστεκε, περίοπτη, λες και έκανε κόντρες το βράδυ με τον φάρο στην παραλία, εκεί στη στροφή.

Και μετά ερχόταν το υποχρεωτικό “διάλειμμα”, με τα πάντα να κοιμούνται στην Αθήνα, μια αέναη καλοκαιρινή σιέστα, όπως οι “μεγάλοι” στον Ωρωπό, όταν εμείς έπρεπε να κάνουμε ησυχία, αλλά συνήθως την κοπανούσα με το ποδήλατο και άνοιγα τα κουτιά με τις μπομπίνες, μαζί με τον Παναγιώτη.

Και οι μέρες στην Αθήνα, περνούσαν αδιάφορα, απλά με την προσμονή του “Πόρτο Λάφια” που άνοιγε την μπουκαπόρτα του από τα μπρος, σηκώνοντας όλη την πλώρη, για να μας πάει στην Κάρυστο. Εκεί που θα μας επιτρεπόταν πάλι να πάμε σινεμά ασυνόδευτα, όλα τα πιτσιρίκια και να δούμε μέχρι και “ακατάλληλα”.

Ήταν η “Αύρα” θυμάμαι στην Κάρυστο, με την πιο φασαριόζικη μηχανή προβολής του κόσμου, με το “κρρρρρρρρρ” όταν δούλευε να ακούγεται από τον δρόμο -ή έτσι μου φαινόταν. Στην “Αύρα” είδα τον πρώτο 007, “Ο άνθρωπος με το χρυσό πιστόλι” με τον Σκαραμάγκα και -Θεέ και Κύριε- τον Ρότζερ Μουρ του Άγιου και των Αντίζηλων, για πρώτη φορά έγχρωμο και σε μεγάλη οθόνη. Ήταν κι ο “Καφηρεύς”, που είχε παίξει την “Τελευταία γυναίκα”, μικροεφηβάκια εμείς, κι ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ τον έπαιζε για να του σηκωθεί και τον κόψει με το μαχαίρι στο φινάλε, μπροστά στην Ορνέλα Μούτι, αλλά ευτυχώς οι μεγάλοι δεν είχαν ιδέα τι βλέπαμε, κι εμείς δεν τους το είπαμε ποτέ.

Ήταν κι ένα άλλο θερινό, στη γωνία της πλατείας… πώς το λέγανε να δεις;.. Άνεσις; Μπορεί. Μύριζε λουκουμάδες από την πλατεία, και μαζί με τα λουλούδια του κήπου του έφερνε μια γλυκιά μαστούρα. Στην οθόνη του είχε πνιγεί η Έλενα Ναθαναήλ, “Εκείνο το καλοκαίρι” και πολύ είχαμε στενοχωρηθεί, όλοι μας, αλλά φάγαμε λουκουμάδες μετά, δίπλα, στην πλατεία και τη συγχωρέσαμε.

Κι έπειτα πάλι Αθήνα, μίζερα ζεστή και αμήχανη, με το δέρμα μας να μυρίζει ακόμα Κόπερτον και τα χειμερινά να σφουγγαρίζουν τις εισόδους τους. Θα αργούσαν ακόμα να ανοίξουν, όμως πήγαιναν από νωρίς και έβαζαν φωτογραφίες στα “προσεχώς” και κολλούσαν ξανά το “Έναρξη τον Σεπτέμβρη”, χωρίς ημερομηνία, όμως, παρατείνοντας την αγωνία του πρώτου αβέβαιου ακόμα ραντεβού. Έπαιρνα το τρόλλεϋ από τον Άγιο Λουκά και πήγαινα στη Βικτώρια, παίρνοντάς τους όλους σβάρνα με τα πόδια στην επιστροφή, σε ένα ζιγκ ζαγκ υπέρμετρης προσμονής.

Η “Αλεξάνδρα” πάλι Columbia-Fox, αλλά οι φωτογραφίες ήταν δίπλα στις σκάλες και δύσκολα έβλεπες τι θα έπαιζε, έπρεπε να χώσω τη μύτη μου μέσα από τα ρολά. Η “Αθηνά” πιο κυριλέ, γεμάτη φωτογραφίες στον διάδρομο, αλλά πάντα άνοιγε τελευταία, όμως με “καλή ταινία”. Το “Τριανόν” έμενε ανοιχτό και το καλοκαίρι, οπότε εκεί ήταν εύκολο να δω τα “προσεχώς”, η “Αελλώ” με τα φεγγάρια της, συνήθως είχε μόνο φωτογραφίες από τα έργα της ταράτσας, αλλά μπορεί να ανέβαζε μεγάλη πινακίδα πάνω από την είσοδο για το “μεγάλο” το έργο, το “σπουδαίο” του Οκτώβρη. 28η Οκτωβρίου παίζονταν τότε τα “μεγάλα”, μετά την παρέλαση και τη γιορτή στο σχολείο.

Και στο “Μπρόντγουέη” απέναντι, η ίδια πίκρα, όσο λειτουργούσε η ταράτσα, δεν έβαζαν φωτογραφίες από τα καινούργια. Ποιος νοιαζόταν άλλωστε; Ποιος άλλος, εκτός από εμένα έκανε περιοδείες για να φτιάξει πρόγραμμα στο μυαλό του για την αρχή της σαιζόν; Μια φορά, μόνο, εκεί στη στοά, δίπλα στην είσοδο είχε τον Ρόκυ σε μια καινούργια ταινία, αλλά η αφίσα μόνο στα αγγλικά. Τι είναι αυτός ο Ράμπο;

Και τα πόδια είχαν αρχίσει να πονάνε, αλλά συνέχιζα, κύκλο στην Πλατεία Αμερικής για να δω αν έβαλε φωτογραφίες το “Άττικα” από τα καινούργια της Σπέντζος Φιλμ -α, θα παίξει το “Στάρφλάιτ”, με τον βιονικό άνθρωπο, τον Λη Μέητζορς, πότε όμως; Κι ύστερα πάλι Πατησίων για τον “Αχιλλέα” και μετά να πλησιάζεις στο “Ράδιο Σϊτυ” και να σφίγγεται η καρδιά σου για το ποιο θα είναι το πρώτο “αποκλειστικό” της σαιζόν σε αυτήν την τεράστια καμπυλωτή οθόνη των ονείρων;

Και μετά περνούσα τον Άγιο Λουκά, γιατί και το “Πιγκάλ” έβαζε φωτογραφίες από νωρίς, όχι όμως και η “Άντζελα”, γιατί κι αυτή είχε θερινό στην ταράτσα, που μύριζε σουβλάκι. Πόσο μισούσα τις ταράτσες που πιάνανε με τις επαναλήψεις τους χώρο στις προθήκες, και δεν άφηναν να μπουν τα καινούργια, τα “μεγάλα” του χειμώνα!

Μπαμπά, η “Αθηνά” θα παίξει Τζέημς Μποντ, τον Οκτώβρη. Θα με πας;

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

Invalid username, no pictures, or instagram servers not found
Invalid username, no pictures, or instagram servers not found