Αυτό το “Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του” ίσως να ανταγωνίζεται σε σπαστικότητα – είναι δόκιμος ο όρος αυτός; – το “Από Δευτέρα τα κεφάλια μέσα”. Βέβαια και κατεργάρης ήσουν τους 3 περασμένους μήνες και τα μυαλά σου πήραν έστω και για ενα τριήμερο νησιωτικό αέρα.
Λέγοντας “Τα κεφάλια μέσα” σίγουρα δεν εννοώ τα κεφάλια απο τις γαρίδες και τις καραβίδες που μέχρι χτες , να τέτοια ώρα θα’ταν, ρουφούσα ως το μεδούλι στην παραλία του Αγίου Γεωργίου στη Σίκινο. Το τελευταίο ΣΚ λοιπόν του summer16, όπως είναι το επίσημο hashtag της σεζόν που μόλις έκλεισε, με βρήκε στο εξαιρετικά γραφικό νησι των Κυκλάδων μεταξύ Ίου και Φολεγάνδρου, ελάχιστα ναυτικά μίλια μακριά απο την κοσμοπολίτη Σαντορίνη. Η Σίκινος, που παλιά ονομαζόταν Οινόη λόγω του εξαιρετικά γευστικού ντόπιου κρασιού που παράγει, με τους θα’ναι – δεν θα’ναι 300 μόνιμους κατοίκους με βοήθησε να ανακαλύψω τι είναι αυτό που με μαγεύει τελικά στο καλοκαίρι. Έβαλε το χέρι του και το κρασάκι βέβαια.
Μεσα στην απόλυτη ησυχία που σου παρέχει ο Σεπτέμβρης σαν μήνας διακοπών και κάτω απο τον ήλιο του μεσημεριού, που έλεγε η Βουγιούκλω, αποφάσισα πως ολη η μαγεία του καλοκαιριού κρύβεται στη θάλασσα και στις παρέες. Στη θάλασσα θα βουτήξεις μόλις καείς απο το λιοπύρι, σε αυτή θα βρέξεις τα μαυρισμένα ποδαράκια σου για να περπατήσεις ρομαντικά με το κορίτσι σου πιασμένοι χέρι-χέρι στην αμμουδιά. Αυτήν θα ατενίσεις όταν θυμηθείς τα πρωτα σου ερωτικά σκιρτήματα 5, 10, 20 – εντάξει σκάω – χρόνια πριν και σε αυτήν θα πετάξεις πέτρες, κοτρόνες και βότσαλα βλέποντας στον κυματισμό τη φατσα του πρώην σου, που το έσκασε με εκείνη την ντεκαπαρισμένη λαϊκάτζα.
Πόσες φορές δεν έκανες μακροβούτι με σκοπό να ξεπλύνεις τις αμαρτίες μιας ζωής, που χμμμ εξακριβωμένα δεν πιάνει; Και πόσες φορες δεν θέλησες να ξανοιχτεις στα βαθιά, να κολυμπήσεις μακριά κι ελεύθερα σαν να απομακρύνεσαι από την καθημερινότητα – άλλο που δεν το έκανες γιατι τα κατάλοιπα απο τα “Σαγόνια του καρχαρία” είναι ακόμα νωπά;
Αυτό είναι το καλοκαίρι. Αναμνήσεις, γέλια, χαρές, απογοητεύσεις, έρωτες, βουτιές, φίλοι ναι, κυρίως αυτό. Γιατί όσο υπέροχα και να πέρασες στη Μήλο με τον τζουτζούκο σου, εκείνες οι διακοπές με τα κορίτσια στη Τζιά θα είναι πραγματικά αξέχαστες, με τους χορούς και τα ξεφαντώματα, με το καμάκι απο τους ντόπιους και τα κεράσματα από τους φερόμενους ως γαμπρούς της ευτυχίας. Δεν λέω καλή η Αστυπάλαια με την γκόμενα – άλλωστε κάθε άντρας νιώθει ασφαλής και προστατευμένος όταν βρίσκει το λιμάνι του – αλλά εκείνη η εβδομάδα στην Ρόδο με τους κάφρους φίλους σου που κυνηγούσατε τις Αγγλίδες με τα “Γιου αρ μπιουτιφουλ, αι λοβ γιου” του Κώστα Καρρά και τα χαρτζιλίκια που δεν σας έβγαιναν για να πάρετε σουβλάκια θα είναι για πάντα χαραγμένη στην καρδιά σου.
Το φθινόπωρο λοιπόν που έφτασε ας συμφωνήσουμε πως θα πρέπει να το αφιερώσουμε στους φίλους μας. Σε αυτά που έχουμε ζήσει μαζί και σε αυτά που πάντα θα ανατρέχουμε στα δύσκολα μας.
Να το αφιερώσω στους δικούς μου φίλους, που στάθηκαν και στέκονται διπλα μου και τους αξίζει κάθε γωνιά του μυαλού και της ψυχής μου. Στους φίλους που μοιραστήκαμε μαζί το φετινό καλοκαίρι στον καφενέ της Σύρου και στα πλακόστρωτα της Αντιπάρου, στα μοναστήρια της Σικίνου και σε εκείνα τα καλοκαίρια στην Κρήτη που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Και σε εκείνες τις βραδιές στη βεράντα με τα αχτένιστα μαλλιά και τις πυτζάμες που με τα κουτάκια μπύρας αγκαλιά τραγουδήσαμε σιγανά πάνω από το σχεδόν χαλασμένο ραδιόφωνο “Ρούχα μαζί που πλύθηκαν κι έχουνε γίνει ροζ”.