Ο μεγάλος κωμικός Νίκος Ρίζος γεννήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου του 1924 στην Άρτα.Ο Νίκος Ρίζος καθιερώθηκε στη συνείδηση του κόσμου ως ο κοντός του ελληνικού σινεμά και όχι άδικα, καθώς το ύψος του με το ζόρι ξεπερνούσε το ενάμισι μέτρο. Ο ηθοποιός έχει σπάσει πολλά ρεκόρ, καθώς εμφανίστηκε σε 300 ταινίες και σε πολλές θεατρικές παραστάσεις. Ο Ρίζος κέρδισε το κοινό μόνο με το ταλέντο του, καθώς δεν είχε σπουδάσει ποτέ υποκριτική.
Στην Αθήνα, ως φοιτητής, θέλησε να βρει μια περιστασιακή δουλειά για να ενισχύσει τα οικονομικά του. Το ένστικτό του τον οδήγησε στο θέατρο, όπου θα απασχολούνταν ως βοηθητικός υπάλληλος. Την πρώτη του ημέρα όμως, συναντήθηκε με ένα νέο συγγραφέα, τον Ναπολέοντα Ελευθερίου και όταν του εξέφρασε τον θαυμασμό του για το γράψιμο, εκείνος τον προσέλαβε σαν αντιγραφέα θεατρικών κειμένων.Έτσι ξεκίνησε την καριέρα του στο θέατρο, όχι όμως σαν ηθοποιός.
Ο πρώτος ρόλος της καριέρας του ήταν ο γιγαντιαίος Τόφαλος! Ο Ρίζος ήταν πια στενός συνεργάτης του Ελευθερίου και η παρουσία του στο θέατρο, καθημερινή. Ένα βράδυ απουσίασε ξαφνικά ο ηθοποιός που ενσάρκωνε τον θρυλικό αρσιβαρίστα «Τόφαλο». Αμέσως ο «αντιγραφέας» προσπάθησε να αρπάξει την ευκαιρία. -«Θα τον αντικαταστήσω εγώ», είπε στον συγγραφέα. -«Μα είσαι τόσο κοντός», του απάντησε εκείνος, αναζητώντας άλλο αντικαταστάτη. -«Βάλε με στη σκηνή και θα δεις πως θα ψηλώσω», απάντησε ο Ρίζος και έπεισε τον Ελευθερίου. Εκείνη τη βραδιά ο «κοντός» κέρδισε το πρώτο του χειροκρότημα στον ρόλο του γιγαντιαίου αθλητή της πάλης.
Μετά τον αντιγραφέα, εργάστηκε ως υποβολέας, πριν εκτιμηθεί τελικά το ασύλληπτο κωμικό του στοιχείο και ανέβει επιτέλους στο σανίδι, στην επιθεώρηση «Όασις», αν και το επίσημο ντεμπούτο του ως ηθοποιού θα έρθει το καλοκαίρι του 1948 στην κλασική επιθεώρηση του «Άνθρωποι, Άνθρωποι» του Αλέκου Σακελάριου, ο οποίος ήταν και ο πρώτος που διέκρινε την κωμική φλέβα του Ρίζου.
Στα χρόνια που ακολούθησαν συμμετείχε σε διάφορους θιάσους και το 1959 δημιούργησε δικό του, μαζί με τους Γιάννη Γκιωνάκη και Τάκη Μηλιάδη, με τους οποίους συμπρωταγωνίστησε στις επιθεωρήσεις των Δημήτρη Βασιλειάδη και Ναπολέοντα Ελευθερίου «Ομόνοια πλατς-πλουτς» και «Μαντουμπάλα».
Με τους ίδιους συνθιασάρχες και τις αδελφές Καλουτά έπαιξε στο θέατρο «Κυβέλης» στις επιθεωρήσεις «Καινούργια Αθήνα», «Άνθρωποι του ’60» και στη μουσική κωμωδία του Στέφανου Φωτιάδη «Ζητείται τεμπέλης». Το καλοκαίρι του 1960 συνεργάστηκε με τους Βασίλη Αυλωνίτη, Γιάννη Γκιωνάκη, Τάκη Μηλιάδη και Ρένα Βλαχοπούλου, στο θέατρο «Μετροπόλιταν», στο έργο του Γ. Γιαννακόπουλου «Κάθε καρυδιάς καρύδι».
//Το 1961 δημιουργήθηκε η θιασαρχική τριάδα «Βασίλης Αυλωνίτης – Γεωργία Βασιλειάδου – Νίκος Ρίζος», που διατηρήθηκε, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία, έως το 1965, παρουσιάζοντας διάφορες κωμωδίες τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γερμανία για τους μετανάστες. //
Και βέβαια ήταν οι εμφανίσεις του στο σινεμά της δεκαετίας του ’80 και τις βιντεοκασέτες, όπως στις «Ένας κοντός θα μας σώσει» (1981), «Ρόδα, Τσάντα και Κοπάνα» (1982), «Γάτα ο κοντός» (1986) και τόσες ακόμα, όπου παρά την προχειρότητα της παραγωγής, ο κωμικός Ρίζος κατάφερνε πάντα να ξεδιπλώνει το ασύλληπτο ταλέντο του…
Ο Νίκος Ρίζος έκανε και πολλές κινηματογραφικές ταινίες, που φτάνουν τις 300. Ξεχωρίζουν: «Η Αγνή του λιμανιού» (1952) και «Το σοφεράκι» (1953) του Γιώργου Τζαβέλλα, «Χαρούμενο ξεκίνημα» (1954) και «Τζο, ο τρομερός» (1955) του Ντίνου Δημόπουλου, «Ο θησαυρός του μακαρίτη» (1959) του Νίκου Τσιφόρου, «Η κόμισσα της φάμπρικας» (1969) του Ντίμη Δαδήρα, «Ο αισιόδοξος» (1973) του Κώστα Καραγιάννη, «Η αρχόντισσα και ο αλήτης» (1969), «Ο γίγας της Κυψέλης» (1968), «Συμμορία εραστών» (1972) του Βαγγέλη Σερντάρη κ.ά.
//Ο Ρίζος ήταν το εμπορικό δαιμόνιο της παραγωγής αυτής, το οποίο συνεχίστηκε και σε άλλες θεατρικές επιχειρήσεις που ίδρυσε κατόπιν, με την καλλιτεχνική του διεύθυνση και την επιχειρηματική του καριέρα να εκτείνεται σε βάθος χρόνου 27 ετών. Η τελευταία του εμπορική περιπέτεια σημειώθηκε το 1986, μετατρέποντας τον ιστορικό κινηματογράφο του αθηναϊκού κέντρου «Άστορ» σε θέατρο, το οποίο διηύθυνε με μαεστρία ως το 1990.//
Στη μικρή οθόνη πρωταγωνίστησε μαζί με τη Μάρθα Καραγιάννη στη σειρά «Ο δρόμος» του Κώστα Λυχναρά, σε σενάριο Κώστα Πρετεντέρη, καθώς και στην τηλεοπτική μεταφορά του μυθιστορήματος του ακαδημαϊκού Τάσου Αθανασιάδη «Η αίθουσα του θρόνου», στο MEGA. Πέθανε στις 20 Απριλίου του 1999, σε ηλικία 75 χρόνων.