Ο Νικόλας Άσιμος γεννήθηκε ως Νικόλαος Ασημόπουλος στις 20 Αυγούστου του 1949 στη Θεσσαλονίκη.
O Νικόλας Άσιμος ήταν στιχουργός, συνθέτης και τραγουδιστής κυρίως του ελληνικού ροκ, αλλά τραγούδησε και πολιτικά, μπαλλάντες και λαϊκά. Ήταν περίπτωση ιδιαίτερα αντισυμβατικού καλλιτέχνη, κυρίως όσον αφορά τον τρόπο ζωής. Οι συμπεριφορές του και τα τραγούδια που έγραψε θεωρήθηκαν συχνά προκλητικά. Επρόκειτο για ένα έντονα πολιτικοποιημένο άτομο, που δεν αποδεχόταν την «ταξινόμηση» σε κάποια ιδεολογία.
«Συγγνώμη, ρε Νίκο, που δε σου άδειασα νωρίτερα τη γωνιά, αλλά ως και ο θάνατος, ο οποίος όμως κυκλοφόρησε σε ελάχιστα αντίτυπα, δε με ήθελε». Με αυτό το ειρωνικό σημείωμα ο Νικόλας Άσιμος «αποχαιρέτισε» τον ιδιοκτήτη από τον οποίο νοίκιαζε το ψιλικατζίδικο στην οδό Καλλιδρομίου στα Εξάρχεια, όπου βρέθηκε κρεμασμένος στις 17 Μαρτίου του 1988. Λένε ότι «κρατούσε» ένα ημερολόγιο, στο οποίο κατέγραφε τις τελευταίες 15 ημέρες της ζωής του, ψάχνοντας να βρει κάτι που θα του έδινε λόγο να ζήσει. Σε όλες τις ημέρες, μέχρι και στην 15η που αυτοκτόνησε, είχε σημειώσει «Χ», αφού ο κόσμος αυτός δεν είχε πλέον τίποτα να του προσφέρει.
Το 1967 ο Νικόλας Άσιμος εισήχθη στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., όπου ασχολήθηκε με το φοιτητικό θέατρο, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα στην ιδιωτική Δραματική Σχολή του Κυριαζή Χαρατσάρη, χωρίς να αποφοιτήσει. Στη Θεσσαλονίκη αγόρασε την πρώτη του κιθάρα και ξεκίνησε να παίζει ως αυτοδίδακτος και να συνθέτει τα πρώτα του τραγούδια.
Τον Δεκέμβριο του 1972 πρωτοεμφανίστηκε στο κοινό ως τραγουδοποιός, αλλά και ως ηθοποιός (ερμήνευε το μονόπρακτο «Το Πανηγύρι» του Ζαν Κοκτώ) στο δώμα του Λευκού Πύργου, το οποίο είχε μετατραπεί σε μπουάτ. Εκεί προέκυψαν για πρώτη φορά διαφωνίες και ρήξεις με συνεργάτες του, ένα φαινόμενο που τον ακολούθησε σε όλη την καλλιτεχνική διαδρομή του.
Τον Μάιο του 1973 εγκατέλειψε τις σπουδές του, έφυγε από τη Θεσσαλονίκη και κατέβηκε στην Αθήνα. Άρχισε να ασχολείται όλο και περισσότερο με τη μουσική, περιλαμβάνοντας όμως πάντα θεατρικά στοιχεία στις εμφανίσεις του. Στις μπουάτ της Πλάκας συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με καλλιτέχνες όπως ο Πάνος Τζαβέλας, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Σάκης Μπουλάς, ο Θάνος Αδριανός, ο Περικλής Χαρβάς, η Μαριάννα Τόλη και το ντουέτο Λήδα-Σπύρος.
Το 1975 σημειώθηκε η πρώτη του παρουσία στη δισκογραφία με ένα δίσκο 45 στροφών που περιείχε τα τραγούδια «Ο Μηχανισμός» (Α’ πλευρά) και «Ο Ρωμιός» (Β’ πλευρά) σε ενορχήστρωση του Γιώργου Στεφανάκη. Τον έβγαλε η εταιρεία «Λύρα» του Αλέκου Πατσιφά (1912 – 1981) και έπεσε θύμα λογοκρισίας: δηλαδή μπορούσε κάποιος να τον αγοράσει στα δισκοπωλεία, αλλά απαγορευόταν η μετάδοσή του από την δημόσια ραδιοτηλεόραση.
Το 1977 φυλακίστηκε για δύο μήνες, μαζί με άλλους πέντε εκδότες – συγγραφείς, με επίσημη κατηγορία: «εξέχουσες προσωπικότητες που επηρεάζουν αρνητικά το κοινωνικό σύνολο».
Μέχρι το χειμώνα του 1980 καθιερώνεται ως καλλιτέχνης του δρόμου, στήνοντας αυτοσχέδιες παραστάσεις που ταράζουν τους Αθηναίους. Την ίδια περίοδο πρωτοστατεί στην κατάληψη ενός ερειπωμένου σπιτιού επί της οδού Βαλτετσίου, συλλαμβάνεται και στέλνεται στο Δαφνί, ευτυχώς για λίγες μόλις μέρες.
Το 1981 έγραψε το βιβλίο «Αναζητώντας Κροκανθρώπους» και το 1982 κυκλοφόρησε τον πρώτο του μεγάλο δίσκο, με τίτλο «Ξαναπές το», σε τέσσερα τραγούδια του οποίου συμμετείχαν ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Χαρούλα Αλεξίου.
Περίπου ένα χρόνο αργότερα άνοιξε ένα μαγαζάκι στα Εξάρχεια, στην οδό Καλλιδρομίου. Ήταν ο «Χώρος Προετοιμασίας» όπως το ονόμασε, αλλά και διαμονής, αφού αυτό ήταν και το σπίτι του. Εκεί έγραφε, συνέθετε τα τραγούδια του, πουλούσε βιβλία, παιχνίδια για παιδιά, πρόχειρα κοσμήματα κατασκευής γνωστών του, κασέτες δικές του κυρίως, φωτιστικά, πήλινα, κάρτες παλιές και πολλά άλλα.
Στις 7 Ιουνίου 1987, σε ένα διαμέρισμα της Ζαΐμη, γίνεται μια παρανοϊκή «Τελετή Μύησης» με την παρουσία μιας κοπέλας της οποίας ο φόβος σε συνδυασμό με τις παρανοϊκές ιδέες και πράξεις του Άσιμου οδηγούν στη σύλληψη και προφυλάκισή του με τις κατηγορίες του βιασμού κατ` εξακολούθηση και παράνομη κατακράτηση. Κατά την διάρκεια της προφυλάκισής του η κοπέλα αποσύρει τη μήνυση εναντίον του, όμως ο εισαγγελέας έχει αντίθετη άποψη, έτσι παραμένει στον Κορυδαλλό μέχρι τέλη Ιουνίου οπότε βγαίνει με χρηματική εγγύηση που καταβάλλει η οικογένειά του. Βγαίνοντας από το κελί, με τις κατηγορίες να βαραίνουν την ψυχή, βυθίζεται στην τρέλα. Οι περίοικοι της Καλλιδρομίου και ο διαχειριστής του κάνουν τη ζωή δύσκολη, ενώ δεν λείπουν περιστατικά χρήσης βίας εναντίον του αφού και ο ίδιος έχει χάσει κάθε έλεγχο.
Λίγο καιρό μετά, και παρά τη θέλησή του, οδηγείται διά της βίας στην ιδιωτική ψυχιατρική κλινική «Γαλήνη». Βγαίνοντας από την κλινική είναι κυριολεκτικά ράκος από τα ψυχοφάρμακα ενώ η αφόρητη πίεση της επικείμενης δίκης, η επικείμενη έξωση από το σπιτάκι του, η φοβία των ψυχιατρείων και η ρετσινιά του βιαστή τον κάνουν κομμάτια. Τον πιάνουν κρίσεις μελαγχολίας, απομονώνεται και φτάνει σε σημείο να τον αποφεύγουν ακόμα και οι ελάχιστοι πραγματικοί φίλοι του. Εκεί αποφασίζει να δώσει τέλος στη ζωή του.
Η κηδεία του Νικόλα, έγινε το απόγευμα της Παρασκευής 18 Μαρτίου 1988 στο νεκροταφείο της Καλλιθέας, παρουσία 200 περίπου ατόμων. Τα έξοδα της κηδείας ανάλαβε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, φροντίζοντας λίγο καιρό αργότερα να τοποθετηθεί και μία μαρμάρινη επιτύμβια στήλη με τους στίχους του «Μπαγάσα».