Ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν Έλληνας συγγραφέας, πεζογράφος, λογοτέχνης, μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος, πολιτικός, μουσικός, θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και φιλόσοφος, με πλούσιο λογοτεχνικό, ποιητικό και μεταφραστικό έργο.
Αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες και ως ο περισσότερο μεταφρασμένος παγκοσμίως. Έγινε ακόμα γνωστότερος μέσω της κινηματογραφικής απόδοσης των έργων του “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”, “Βίος και Πολιτεία” του Αλέξη Ζορμπά και Ο Τελευταίος Πειρασμός. Ήταν ένας από τους πιο σεβαστούς από το λαό και από τους πλέον αναγνωρισμένους στο εξωτερικό συγγραφείς. Από το 1945 ως το 1948 ήταν πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου του 1883, εποχή κατά την οποία το νησί αποτελούσε ακόμα τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στο Ηράκλειο έλαβε τη στοιχειώδη μόρφωση κι έπειτα το 1897 γράφτηκε στη Γαλλική Εμπορική Σχολή του Τίμιου Σταυρού στη Νάξο, όπου διδάχθηκε τη γαλλική και την ιταλική γλώσσα και ήρθε σε μία πρώτη επαφή με τον δυτικό πολιτισμό. Το 1899 επέστρεψε στο Ηράκλειο και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του.
Το 1902 ο Νίκος Καζαντζάκης μετακόμισε στην Αθήνα για πανεπιστημιακές σπουδές. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1906 πήρε το δίπλωμα του διδάκτορα της Νομικήςμε άριστα.
Στο πτυχίο του Νίκου Καζαντζάκη φαίνεται και η υπογραφή του Κωστή Παλαμά, ο οποίος ήταν γραμματέας στο πανεπιστήμιο, θέση μία και μοναδική τότε.
Το 1906 ο Νίκος Καζαντζάκης πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με το μυθιστόρημα “Όφις και Κρίνο” (με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβαμή), για να ακολουθήσουν την ίδια χρονιά το δοκίμιο “Η Αρρώστια του Αιώνος” και έπειτα το θεατρικό έργο “Ξημερώνει”. Το τελευταίο το υπέβαλε στον Παντελίδειο Δραματικό Αγώνα και επαινέθηκε, δίχως όμως ούτε αυτό ούτε κανένα άλλο εκείνη τη χρονιά να βραβευθεί. Την επόμενη χρονιά ο Καζαντζάκης υπέβαλε ανεπιτυχώς και αυτή τη φορά δύο ακόμη θεατρικά του έργα στον ίδιο διαγωνισμό, το “Έως πότε;”, το οποίο επαινέθηκε, και το “Φασγά”, ενώ έγραψε και ένα δεύτερο μυθιστόρημα, τις “Σπασμένες Ψυχές”. Ακολούθησαν δύο ακόμη θεατρικά έργα, “Κωμωδία, τραγωδία μονόπρακτη” και “Η Θυσία,” το οποίο δημοσιεύθηκε αργότερα με τον τίτλο “Ο Πρωτομάστορας”. Το τελευταίο υποβλήθηκε το 1910 στον Λασσάνειο Δραματικό Αγώνα και κέρδισε το πρώτο βραβείο, ενώ διασκευάστηκε και σε λιμπρέτο από τον Μανώλη Καλομοίρη ο οποίος το μελοποίησε σε όπερα.
Παράλληλα αρθρογραφούσε σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά υπό τα ψευδώνυμα Ακρίτας, Κάρμα Νιρβαμή και Πέτρος Ψηλορείτης, ενώ το 1907 ξεκίνησε μεταπτυχιακέςσπουδές στο Παρίσι.
Το 1910 ήταν ένας εκ των ιδρυτών του Εκπαιδευτικού Ομίλου, μέσω του οποίου συνδέθηκε φιλικά, το 1914, με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό. Μαζί ταξίδεψαν στο Άγιον Όρος, όπου διέμειναν περίπου σαράντα ημέρες, ενώ περιηγήθηκαν και σε πολλά ακόμα μέρη της Ελλάδας αναζητώντας «τη συνείδηση της γης και της φυλής τους».
Την περίοδο αυτή ήρθε σε επαφή και με το έργο του Δάντη, τον οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει στα ημερολόγιά του ως έναν από τους δασκάλους του, μαζί με τον Όμηρο και τον Μπεργκσόν, ενώ ο Παντελής Πρεβελάκης, φίλος και βιογράφος του, θεωρεί πως τότε άναψε και η πρώτη σπίθα που θα έδινε έπειτα από 24 χρόνια την Οδύσεια.
Το 1915 σχεδίασαν με τον Ι. Σκορδίλη να κατεβάσουν ξυλεία από το Άγιον Όρος. Η αποτυχημένη αυτή εμπειρία, μαζί με μία άλλη παρόμοια, το 1917, όπου με έναν εργάτη, τον Γιώργη Ζορμπά, προσπαθούν να εκμεταλλευθούν ένα λιγνιτωρυχείο στην Πραστοβά της Μάνης, μεταμορφώθηκαν πολύ αργότερα στο μυθιστόρημα “Bίος και Πολιτεία του Aλέξη Zορμπά”.
Το 1919 ο Ελευθέριος Βενιζέλος διόρισε τον Καζαντζάκη Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως με αποστολή τον επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου. Οι εμπειρίες που αποκόμισε αξιοποιήθηκαν αργότερα στο μυθιστόρημά του “Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται”. Τον επόμενο χρόνο, μετά την ήττα του κόμματος των Φιλελευθέρων, ο Καζαντζάκης αποχώρησε από το Υπουργείο Περιθάλψεως και πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στην Ευρώπη.
Το 1923 χώρισαν οι δρόμοι του Καζαντζάκη και του Σικελιανού. Ξαναέσμιξαν το 1942.
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, δραστηριοποιήθηκε έντονα στην ελληνική πολιτική ζωή, αναλαμβάνοντας την προεδρία της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης, ενώ διετέλεσε και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου της κυβέρνησης του Θεμιστοκλή Σοφούλη από τις 26 Νοεμβρίου 1945 έως τις 11 Ιανουαρίου 1946. Υπήρξε μέλος του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου. Παραιτήθηκε από το αξίωμά του μετά από την ένωση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Το Μάρτιο του 1945 προσπάθησε να πάρει μια θέση στην Ακαδημία της Αθήνας, αλλά απέτυχε για δύο ψήφους.
Ο Καζαντζάκης προτάθηκε 9 χρονιές (1947, 1950, 1951, 1952, 1953, 1954, 1955, 1956 και 1957) για το Βραβείο Νόμπελ, με συνολικά 14 διαφορετικές προτάσεις .
Το 1947 διορίστηκε στην UNESCO με αποστολή την προώθηση μεταφράσεων κλασικών λογοτεχνικών έργων, με απώτερο στόχο τη γεφύρωση των διαφορετικών πολιτισμών. Παραιτήθηκε τελικά το 1948, προκειμένου να αφοσιωθεί στο λογοτεχνικό του έργο. Για τον σκοπό αυτό εγκαταστάθηκε στην Αντίμπ της Γαλλίας, όπου τα επόμενα χρόνια ακολούθησε μία ιδιαίτερα παραγωγική περίοδος, κατά την οποία ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος του πεζογραφικού του έργου.
Ενώ ο Καζαντζάκης είχε επιστρέψει από την Αντίμπ στην Ελλάδα, η Ορθόδοξη Εκκλησία εκκινούσε τη δίωξή του. Κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα από τον Kαπετάν Mιχάλη και το σύνολο του περιεχομένου του “Τελευταίου Πειρασμού” (1953), έργο το οποίο δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει στην Ελλάδα. Το 1954 η Ιερά Σύνοδος με έγγραφό της ζητούσε από την κυβέρνηση την απαγόρευση των βιβλίων του Νίκου Καζαντζάκη.
Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, απαντώντας στις απειλές της εκκλησίας για τον αφορισμό του, έγραψε σε επιστολή του: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ.»
Τελικά η Εκκλησία της Ελλάδος δεν τόλμησε να προχωρήσει στον αφορισμό του Νίκου Καζαντζάκη, καθώς ήταν αντίθετος σε κάτι τέτοιο ο οικουμενικός πατριάρχης Αθηναγόρας.
Ο «Ζορμπάς» του Καζαντζάκη, εκδόθηκε στο Παρίσι το 1947 και με την επανέκδοση του, το 1954, βραβεύτηκε ως το καλύτερο ξένο βιβλίο της χρονιάς.
Το 1956 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Θεάτρου στην Αθήνα για τους τρεις τόμους Θέατρο Α΄, Β΄, Γ΄ και με το Παγκόσμιο Βραβείο Ειρήνης στη Βιέννη, ένα βραβείο το οποίο προερχόταν από το σύνολο των τότε Σοσιαλιστικών χωρών. Καθώς μια από αυτές ήταν η Κίνα επιχείρησε δεύτερο ταξίδι εκεί τον Ιούνιο του 1957, προσκεκλημένος της κινεζικής κυβέρνησης. Επέστρεψε με κλονισμένη την υγεία του προσβληθείς από λευχαιμία. Νοσηλεύτηκε στην Κοπεγχάγη της Δανίας και το Φράιμπουργκ (Freiburg im Breisgau) της Γερμανίας, όπου τελικά κατέληξε στις 26 Οκτωβρίου 1957 σε ηλικία 74 ετών. Η Ελένη Καζαντζάκη ζήτησε από την Εκκλησία της Ελλάδος να τεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα, επιθυμία την οποία ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Θεόκλητος Β΄ απέρριψε. Έτσι, η σορός του συγγραφέα μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο.
Στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη χαράχθηκε, όπως το θέλησε ο ίδιος, η επιγραφή:
-Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος.-