to top

Είδαμε την παράσταση | My life in art

My life in art

“My life in art” του Άντριου Κόουι, μετάφραση: Κατερίνα Βαϊμάκη, σκηνοθεσία: Θοδωρής Βουρνάς, πρωταγωνιστούν: Αλέξανδρος Δαβιλάς, Αντιγόνη Μακρή, Ορέστης Τουλιάτος.

Οι πρόβες για το ανέβασμα ενός ρομαντικού θεατρικού έργου εποχής συνεχίζονται εντατικά με το ημερολόγιο να μετρά ανάποδα για την πρεμιέρα. Μόνο που η προετοιμασία δεν φαίνεται να πηγαίνει και πολύ καλά, αφού όχι μόνο σκηνοθέτης και ηθοποιοί μοιάζουν αναποφάσιστοι για τα πάντα, αλλά μπλέκουν στα επαγγελματικά τους τις προσωπικές, ερωτικές (και άλλες) ανησυχίες τους.

 

 

Μα πόσο γέλασα. Και το είχα ανάγκη να γελάσω, δεδομένου πως οι κωμωδίες λείπουν εντυπωσιακά φέτος από παντού. Και ξέρετε κάτι; Το γέλιο στο “My life in art” είναι αυτό το αβίαστο, το συνωμοτικό, το σκανδαλιάρικο, που δεν μπορείς να συγκρατήσεις και που εν τέλει αφήνεις να σε κυριεύσει λυτρωτικά. Και επειδή όπως συνηθίζω να λέω “εν αρχή ην ο λόγος”, το κείμενο του Άντριου Κόουι, γραμμένο το 1998, διακατέχεται από αυτό το βρετανικό φλέγμα που σε πρώτη ανάγνωση στέκει αποστασιοποιημένο και ειρωνικό έναντι των χαρακτήρων και των καταστάσεων, ενώ την ίδια στιγμή αφήνει τις λέξεις να ρέουν με ρυθμούς απολαυστικά καταιγιστικούς.

Την ίδια στιγμή, όπως οφείλει η κάθε σωστή κωμωδία, αφηγείται πράγματα σοβαρά, απλά ιδωμένα στην υπερβολή τους, οπότε μπορεί το γέλιο να βγαίνει αβίαστο, όμως η ιστορία που διαδραματίζεται επί σκηνής είναι ρεαλιστική και ανθρώπινη στην ολότητά της. Δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι το ίδιο ακριβώς έργο θα μπορούσε κάλλιστα -μέσα από μια διαφορετική οπτική- να είναι ψυχόδραμα χαρακτήρων. Τι άλλο πραγματεύεται άλλωστε το “My life in art” από πράγματα σοβαρά;

Το ανεκπλήρωτο του έρωτα, το πάθος μας προς τον λάθος άνθρωπο, τις ενοχές και τις ανασφάλειες κάθε ερωτευμένου, τη συναισθηματική ανωριμότητα, τη χειραγώγηση αλλά και τη ματαιοδοξία των ανθρώπων που ασχολούνται με την Τέχνη. Ένας νεαρός, άβγαλτος ηθοποιός ερωτευμένος με τη συμπρωταγωνίστριά του που είναι ερωτευμένη με τον σκηνοθέτη τους που είναι ερωτευμένος με τον ηθοποιό του. Ένα γαϊτανάκι λανθασμένων επιλογών, ίδιο και απαράλλακτο σχεδόν με την υπόθεση του έργου που ανεβάζουν.

 

Όλο αυτό το παιχνίδι υποκριτικής και υποκρισίας αποδίδεται απολαυστικά στη Β’ Σκηνή του Vault, σε μια παράσταση αξιοθαύμαστης ταχύτητας, αισθητικής και κωμικού τέμπο. Η γάργαρη μετάφραση της Κατερίνας Βαϊμάκη αποδίδει το πρωτότυπο κείμενο στον πραγματικό χώρο και χρόνο του έργου, ενώ ταυτόχρονα το “εξελληνίζει” ανεπαίσθητα, ώστε κάποια από τα αστεία να κάνουν ακόμα μεγαλύτερο γκελ στο σήμερα. Η απόδοση του έμμετρου λόγου του θεατρικού που ανεβαίνει μέσα στο θεατρικό είναι σκέτη απόλαυση, ενώ ο τρόπος που διαχειρίζεται τις λέξεις κάθε ενός από τους τρεις πρωταγωνιστές περιγράφει χαρακτήρες και ψυχοσύνθεση.

Το κείμενο αυτό είναι που ο Θοδωρής Βουρνάς εκμεταλλεύεται απόλυτα στη σκηνοθεσία του καθώς το χρησιμοποιεί ως οδηγό για να κατευθύνει τους τρεις απολαυστικούς ηθοποιούς του σε ένα εκρηκτικό, χιουμοριστικό ξέσπασμα από το οποίο όμως δεν λείπει το ουσιαστικό συναίσθημα. Σύμμαχοί του στην αμεσότητα της παράστασης στέκουν η ίδια η σκηνή του Vault, το μέγεθος και η αμεσότητα της οποίας “απλώνουν” το έργο μέχρι την αγκαλιά των θεατών, αλλά και η μουσική του Γιάννη Ιωαννίδη που ορίζει το τέμπο στις αλλαγές των σκηνών και όχι μόνο.

Άλλωστε είναι γνωστός ο μαστόρικος τρόπος που ο Θοδωρής Βουρνάς διαχειρίζεται τον σκηνικό χώρο (αφαιρετικός αλλά εξαιρετικά λειτουργικός και παλαβός στην περίπτωσή μας) και το κινηματογραφικού ύφους “μοντάζ” που χρησιμοποιεί στις παραστάσεις του, σε ένα άκρως ενδιαφέρον αμάλγαμα ύφους, το οποίο όμως ουδέποτε στερείται θεατρικότητας.

Εκεί που δεν παύει ποτέ να με εκπλήσσει είναι στη δεινότητά του στην κωμωδία, με την οποία μπορεί να μην καταπιάνεται συχνά, αλλά όταν το πράττει είναι καταιγιστικός. Σκηνοθετώντας το “My life in art” (το οποίο έχει ανεβάσει άλλες δύο φορές παλαιότερα) με την απαραίτητη ειρωνική αποστασιοποίηση αλλά και με τον σεβασμό που απαιτεί ο κωμικός χρονισμός, κατορθώνει να συνδυάζει το διακριτικό χιούμορ με τα ντελιριακά ξεσπάσματα γέλιου, διατηρώντας αναλλοίωτους τους χαρακτήρες του έργου και χωρίς να σπάει πλάκα μαζί τους. Ίσα-ίσα που τους διαχειρίζεται ως ολοκληρωμένες οντότητες και όχι σαν καρικατούρες.

 

Φυσικά έχει στη διάθεσή του και τρεις απολαυστικούς ηθοποιούς που επωμίζονται με τρόπο υπέροχο τις απαιτήσεις του εγχειρήματος, χαρίζοντας απλόχερα στιγμές μοναδικές. Καθώς οι κυρίες προηγούνται, η Αντιγόνη Μακρή ελίσσεται κινησιολογικά και φωνητικά με μεγάλη άνεση μεταξύ της αποφασιστικότητας μιας femme fatale και της ματαιοδοξίας μιας ανασφαλούς γυναίκας, με πονηριά στο μάτι, τσαχπινιά στη φωνή όταν χειραγωγεί τους δίπλα της και ατελείωτο μπρίο που εκφράζεται στην αφέλειά του. Σκέτη απόλαυση όταν αδειάζει διαρκώς τον συμπρωταγωνιστή της, συγκινητική συνάμα όταν τρώει την απόρριψη από εκεί που δεν το περιμένει.

O Ορέστης Τουλιάτος -που είχα τη χαρά να απολαύσω και στο “La ronde”- εδώ έχει έναν ολοκληρωμένο ρόλο στα χέρια του, άρα και την ευκαιρία να ξεδιπλώσει πλήρως το κωμικό του πλεονέκτημα, είτε στη χαριτωμένη συστολή του είτε στα ξεκαρδιστικά του ξεσπάσματα, χωρίς να χάνει ποτέ το μέτρο και πάντοτε με αυτήν την εξαιρετική δυαδικότητα στην κόντρα μεταξύ όψης, έκφρασης και φωνής. Προσωπική αποκάλυψη για εμένα υπήρξε ο Αλέξανδρος Δαβιλάς στον ρόλο του σκηνοθέτη που όπως απαιτεί και ο ρόλος καθοδηγεί και χειραγωγεί, χωρίς να ξέρει πως κι ο ίδιος χειραγωγείται με τη σειρά του.

Συγκρατημένος, είρων, φλεγματικός αλλά επιβλητικός στις κορυφώσεις του, προσφέρει μεγαλόψυχα μια υπέροχη ερμηνεία βυθισμένη στην απόγνωση, σαν μαριονετίστας μπλεγμένος στα νήματα από τις κούκλες του. Τα πεσίματά του στον ανυποψίαστο ηθοποιό του αλλά και τα νεύρα του τσατάλια με τον φωτιστή της παράστασης μένουν απλά αξέχαστα. Συνυπολογίστε στα παραπάνω τη εξαιρετική χημεία μεταξύ τους και την ψυχή που βάζουν όλοι από κοινού στην παράσταση και να είστε σίγουροι πως ποτέ άλλοτε η ζωή στην Τέχνη δεν ήταν τόσο ψυχαγωγικά αστεία.

 

• Πολυχώρος Vault – Σκηνή Β – Μελενίκου 26, Βοτανικός
Παραστάσεις: Δευτέρα & Τρίτη στις 21:00.

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following