to top

Είδαμε την παράσταση | The Phantom of the Opera

The Phantom of the Opera

The Phantom of the Opera, μουσική: Άντριου Λόυντ Βέμπερ, στίχοι: Τσαρλς Χαρτ, συμπληρωματικοί στίχοι: Ρίτσαρντ Στίλγκοου, λιμπρέτο: Ρίτσαρντ Στίλγκοου και Άντριου Λόυντ Βέμπερ, από το μυθιστόρημα του Γκαστόν Λερού, σκηνοθεσία: Στήβεν Μπάρλοου, πρωταγωνιστούν: Τιμ Χάουαρ, Χάριετ Τζόουνς, Τζώρτζια Γουίλκινσον, Ναντίμ Νααμάν, Λάρα Μάρτινς, Τζων Έλλις, Άρβιντ Λάρσεν, Νίκολας Γκάρετ, Βάλερι Κάτκο.

Η νεαρή σοπράνο Κριστίν Νταέ, πέφτει θύμα της εμμονής μίας μυστηριώδους μουσικής ιδιοφυΐας που κατοικεί στα έγκατα της Λαϊκής Όπερας των Παρισίων. Ο μασκοφόρος άντρας έχει βαλθεί να αναδείξει το ταλέντο της για να τον ερωτευθεί, με όποιο τίμημα, προκαλώντας τον τρόμο και τον θάνατο.

 

 

Ένα από τα τελευταία mega musicals στην ιστορία του παγκόσμιου θεάτρου, το Phantom of the Opera ανέβηκε στη σκηνή του Her Majesty’s Theatre του Λονδίνου το 1986 και έκτοτε όχι μόνο συνεχίζει ακάθεκτο μέχρι σήμερα μα έχει ταξιδέψει στις σκηνές ολόκληρου του κόσμου, σπάζοντας το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Το ρομαντικό και αλλόκοτο μυθιστόρημα του Γκαστόν Λερού, μεταμορφώνεται στα χέρια του Άντριου Λόυντ Βέμπερ και του παραγωγού Κάμερον Μάκιντος σε ένα συγκλονιστικό υπερθέαμα υψηλότατων απαιτήσεων που συναρπάζει, συγκινεί και σε στοιχειώνει από την πρώτη κιόλας νότα του για όλη σου τη ζωή.

Από τη μια η ίδια η ιστορία, γεμάτη φόνους, μυστήριο, καταραμένους δημιουργούς και ερωτικά πάθη και από την άλλη η μουσική ιδιοφυΐα του Βέμπερ που συνθέτει μουσικές οπερατικές αλλά στη φόρμα του μιούζικαλ, τολμώντας να ανεβάζει έργο μέσα στο έργο, καθιστούν το Phantom of the Opera την απόλυτη θεατρική εμπειρία που όμοιά της δεν έχει περάσει από θεατρικό σανίδι. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που μαζί με το “Les misérables” αποτελούν σημείο αναφοράς για γενιές και γενιές εδώ και 37 χρόνια με τη διαφορά βέβαια πως το “Phantom of the Opera” ούτε θέατρα άλλαξε ούτε ανανεώσεις και φρεσκαρίσματα χρειάστηκε ποτέ.

Από τις 27 Σεπτεμβρίου του 1986, η παράσταση παιζόταν καθημερινά στο Her Majesty’s Theatre του Γουέστ Εντ στο Λονδίνο, ίδια και απαράλλαχτη, γελώντας κατάμουτρα σε όσους από άγνοια, κακία και κόμπλεξ τολμούσαν να την αποκαλούν τουριστική ατραξιόν. Μέχρι και την ημέρα του γενικού lockdown λόγω του κορωνοϊού, το έργο είχε συμπληρώσει 13.629 παραστάσεις, κατακτώντας την τρίτη θέση στα μακροβιότερα θεατρικά του Λονδίνου, μετά την “Ποντικοπαγίδα” και τους “Αθλίους”.

Εκτός Λονδίνου, το The Phantom of the Opera είχε ταξιδέψει σχεδόν σε 200 πόλεις σε περισσότερες από 40 χώρες του πλανήτη. Η μετά-Covid εποχή, βρίσκει την παράσταση ελαφρώς τροποποιημένη στο Λονδίνο, ακολουθώντας εν μέρει τις επιταγές της νέας παραγωγής που είχε στηθεί για την περιοδεία της στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και την ανακαίνιση του ίδιου του θεάτρου, η οποία λόγω των συνεχιζόμενων παραστάσεων δεν είχε μπορέσει να γίνει ποτέ έως τότε.

Έχοντας την τύχη να παρακολουθήσω πολλές φορές τη λονδρέζικη παραγωγή, δεν σας κρύβω ότι έστεκα ανέκαθεν επιφυλακτικός απέναντι σε οποιοδήποτε άλλο ανέβασμα του “Phantom of the Opera” εκτός “έδρας”. Βλέπετε, μπορεί το μεγαλείο του έργου και της μουσικής να στέκουν αναλλοίωτα, όμως τεράστια συμβολή στην εμπειρία της θέασης προσφέρει τόσο το θέατρο αυτό καθ’ εαυτό όσο και το μεγαλείο της παραγωγής και των σκηνικών. Ακόμα και η πολυπληθής, μεγαλειώδης σε ονόματα και ορχήστρα επετειακή παραγωγή για τα 25 χρόνια του στο Royal Albert Hall δεν μπορούσε να προσφέρει την ίδια μεγαλοπρέπεια σε όσους είχαν ήδη εκτεθεί στη μυσταγωγία του πρωτότυπου.

Παράλληλα, διάφορες απόπειρες προσαρμογής άλλων μεγάλων μιούζικαλ για τις ανάγκες παγκόσμιας περιοδείας είχαν οδηγήσει σε λύσεις που όσο σωστά κι αν διαχειρίζονταν τα logistics του εγχειρήματος, δεν έπαυαν να καταφεύγουν είτε σε “stadium” αντιμετώπιση είτε σε video-walls που κάλυπταν εν πολλοίς τη δυσκολία μεταφοράς ογκωδών σκηνικών.

 

Φανταστείτε λοιπόν τη χαρά μου, από τα πρώτα κιόλας βήματα μέσα στην τεράστια αίθουσα του Christmas Theater, όταν βρέθηκα απέναντι σε δύο πολύ γνώριμα σημεία αναφοράς: στη σκηνή που είχε στηθεί επάνω στη σκηνή, με την ίδια περίτεχνη διακόσμηση στην κορνίζα, και φυσικά στον πολυέλαιο που αιωρείτο δυσοίωνα επάνω από τα κεφάλια μας. Εξ αρχής, αυτά τα δύο στοιχεία “εξαφανίζουν” τον φυσικό χώρο όπου βρίσκεσαι και σε μεταφέρουν σε κάποιο άλλο θέατρο, κάπου αλλού, ενισχύοντας την ψευδαίσθηση και συνάμα την αυθεντικότητα. Κι όταν η παράσταση ξεκινά, κάθε επιφύλαξη που μπορεί να είχε κάποιος, εξανεμίζεται.

Το “Phantom of the Opera” που φιλοξενείται στο Christmas Theater της Αθήνας (και που θα ταξιδέψει στη συνέχεια στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης) είναι όσο πιο κοντά γίνεται στο αυθεντικό, χωρίς εκπτώσεις και χωρίς εύκολες λύσεις, τροποποιημένο απλά για τις ανάγκες του ταξιδιού. Στο σημείο αυτό, κρίνω πως πρέπει να αναφέρω το αυτονόητο: η παραγωγή που παίζει στην Ελλάδα έχει την υπογραφή της “The Really Useful Group”, με άλλα λόγια της εταιρείας του Άντριου Λόυντ Βέμπερ, οπότε πιο αυθεντική δεν γίνεται.

Εννοείται πως σκηνικά και κοστούμια (Άντριου Ράιλυ) έχουν τροποποιηθεί για τις ανάγκες της συγκεκριμένης παράστασης, όμως αυτό δεν σημαίνει πως στερούνται μεγαλείου και αισθητικής. Μάλιστα, όταν μιλάμε για σκηνικά, εννοούμε σκηνικά απτά και μεγάλες κατασκευές που περιστρέφονται, ανεβοκατεβαίνουν και αλλάζουν διαρκώς, επιφυλάσσοντας εκπλήξεις και συναισθηματική κορύφωση. Εξαιρετικού επιπέδου και η πολυπρόσωπη ορχήστρα που σε συνδυασμό με την άρτια ηχητική εγκατάσταση στο θέατρο (σχεδιασμός ήχου: Άνταμ Φίσερ) αποδίδει στον μέγιστο βαθμό τις υπέροχες μελωδίες, ενώ το εμβληματικό μουσικό θέμα δονεί κυριολεκτικά το Christmas Theater από τα πρώτα κιόλας λεπτά της παράστασης.

Πολύ ενδιαφέρον έχει η σκηνοθεσία του Στήβεν Μπάρλοου, η οποία χωρίς φυσικά να απομακρύνεται από το πρωτότυπο προτείνει κάποιους ενδιαφέροντες νεωτερισμούς σε σκηνές και ερμηνείες, υπογραμμίζοντας τόσο τη δυναμική όσο και τα έντονα συναισθηματικά ξεσπάσματα. Όπως σταδιακά έχει συμβεί και στο λονδρέζικο “Phantom”, η σκηνοθεσία ακολουθεί πιο “ανθρώπινους” ρυθμούς, δίνοντας εξέχουσα έμφαση και στην ερμηνεία των στίχων πέραν των φωνητικών απαιτήσεων του κάθε μουσικού μέρους. Ως αποτέλεσμα, τα τραγούδια φορτίζονται από το συναίσθημα της στιγμής του κάθε ήρωα που τα ερμηνεύει, απόλυτα ενταγμένα στην εξέλιξη του ρόλου και όχι απλά σαν ευκαιρία να επιδείξει ο κάθε ένας από τους ταλαντούχους πρωταγωνιστές τις εξαιρετικές φωνητικές του ικανότητες.

Στο ίδιο πλαίσιο, κάποιοι από τους β’ ρόλους αποκτούν μεγαλύτερη οντότητα, απομακρυνόμενοι από την αρχική καρικατουρίστικη προσέγγισή τους. Η πριμαντόνα της όπερας, η Καρλότα, ερμηνεύεται από τη Λάρα Μάρτινς με εγκράτεια που δεν στερεί στην κωμικότητα του ρόλου, χωρίς όμως τις υπερβολές που κάποτε “έπαιζαν” στο Λονδίνο. Μεστή φωνητικά και με την ερμηνευτική τρέλα μιας πριμαντόνας, η Λάρα Μάρτινς εξανθρωπίζει περισσότερο την ηρωίδα της, μέχρι το τραγικό της ξέσπασμα στα μέσα στης δεύτερης πράξης. Εξ ίσου “προσγειωμένος” και ρεαλιστικός αλλά με το απαιτούμενο σωματικό και υποκριτικό εκτόπισμα, ο Τζων Έλλις ως Πιάντζι χειρίζεται με άνεση τα φωνητικά και ειρωνικά μέρη του ρόλου, σε απόλυτη ερμηνευτική σύμπνοια με την Καρλότα, ενώ λιγότερο αυστηρή και περισσότερο συντετριμμένη εμφανίζεται η Μαντάμ Ζιρύ της Βάλερι Κάτκο.

Μόνο συγχαρητήρια αξίζουν στους τρεις βασικούς πρωταγωνιστές για τις μεγάλες στιγμές που μας χαρίζουν απλόχερα επί σκηνής. Ο Ναντίμ Νααμάν στον ρόλο του Ραούλ ταξιδεύει με περίσσια άνεση από τους γεμάτους έρωτα χρωματισμούς της φωνής του στην τραγικότητα των σκηνών που επακολουθούν, πλήρης συναισθήματος και ρομαντισμού αλλά και με φωνητική/ερμηνευτική αποφασιστικότητα. Η Χάριετ Τζόουνς ως Κριστίν (σε διπλή διανομή με την Τζώρτζια Γουίλκινσον) αποκαλύπτει κάθε πτυχή της φωνητικής της παλέτας, παραμένοντας εύθραυστη και φοβισμένη έως ότου αποφασίσει να πάρει την τύχη της στα χέρια της.

Σπουδαία στο βασικό και τόσο απαιτητικό ομότιτλο τραγούδι, σπαρακτικά αισθαντική στο “Wishing You Were Somehow Here Again”, δυναμική και με υπέροχες χαμηλές στο “The Point of No Return” η Κριστίν της Χάριετ Τζόουνς έχει ποιότητα και αξία ηχογράφησης. Last but not least, το Φάντασμα του Τιμ Χάουαρ επιβάλλεται φωνητικά, ερμηνευτικά και με νεύρο, ακροβατώντας με άνεση στις αποχρώσεις του κάθε τραγουδιού, οπερατικός και ταυτόχρονα με ροκ ηχόχρωμα σε κάποιες μουσικές φράσεις, συγκλονίζοντας ταυτόχρονα και με την εξπρεσιονιστική κινησιολογία του. Το βάθος της τελευταίας νότας του σε αφήνει άφωνο.

Ως υστερόγραφο και ως άσχετη αλλά χρήσιμη πληροφορία, στα συν της παράστασης στο Christmas Theater υπολογίστε και τους απολαυστικούς λουκουμάδες με μέλι που θα βρείτε στην καντίνα του προαύλιου χώρου.

 

• Christmas Theater – Λεωφόρος Βεΐκου 137, Γαλάτσι (Έως 26/2)
Παραστάσεις: Τετάρτη-Πέμπτη στις 20:00, Παρασκευή στις 20:30, Σάββατο στις 15:30 & 20:30, Κυριακή στις 15:00 & 20:00.

• Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης – 25ης Μαρτίου και Παραλία (Από 8/3 έως 26/3)
Παραστάσεις: Τετάρτη-Πέμπτη στις 20:00, Παρασκευή στις 20:30, Σάββατο στις 15:30 & 20:30, Κυριακή στις 15:00 & 20:00.

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

Invalid username, no pictures, or instagram servers not found
Invalid username, no pictures, or instagram servers not found