“Οι άθικτοι”, θεατρική διασκευή: Αντώνης Γαλέος, Φελίς Τόπη από το κινηματογραφικό σενάριο των Ολιβιέ Νακάς και Ερίκ Τολεντανό, δραματουργική επιμέλεια-σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης, πρωταγωνιστούν: Αντώνης Καρυστινός, Σπύρος Χατζηαγγελάκης, Σταύρος Καλλιγάς, Τζωρτζίνα Λιώση, Χρύσα Μιχαλοπούλου, Μιχάλης Ψαλίδας.
Ο τετραπληγικός εκατομμυριούχος επιχειρηματίας Φιλίπ ντι Μποργκό, εγκλωβισμένος στην αναπηρική πολυθρόνα του και μονίμως εξαρτημένος από τους γύρω του, αναζητά ακόμα μία φορά νοσοκόμο και προσωπικό βοηθό, αφού ο προηγούμενος όπως και όλοι οι προηγούμενοι πριν από αυτόν, παραιτήθηκαν λόγω της εξαιρετικά απαιτητικής φύσης της δουλειάς. Την ημέρα των συνεντεύξεων, λοιπόν, περνά από το σπίτι του ο Αμπντέλ, βορειοαφρικανός μετανάστης που χρειάζεται μια τυπική υπογραφή από υποψήφιο εργοδότη για να διατηρήσει το επίδομα ανεργίας του. Ο λαϊκός, ευθύς χαρακτήρας του μπορεί να απωθεί τη γραμματέα του επιχειρηματία, όχι όμως και τον ίδιον, που ακούει τη συζήτησή τους πολύ προσεκτικά και τελικά προτείνει στον Αμπντέλ να αναλάβει τη δουλειά ως στοίχημα.
Έχει πάντα μια παράξενη αίσθηση να παρακολουθείς σε ένα θέατρο που κάποτε ήταν κινηματογράφος, μια παράσταση που αποτελεί θεατρική διασκευή κινηματογραφικής ταινίας, λες και τα σύμπαντα των δύο τεχνών ενώνονται κάτω από μια παράξενη συναστρία. Στην περίπτωσή μας, “Οι άθικτοι” (πολυβραβευμένη γαλλική ταινία, με κάμποσα remake σε άλλες χώρες, ακόμα και στις ΗΠΑ), έτσι όπως παρουσιάζονται στο θέατρο “Νέος Ακάδημος” (κινηματογράφος “Ακαδήμεια” στο ξεκίνημά του) σίγουρα ευνοούνται από μια τυχερή συναστρία ταλέντου και συντελεστών. Αναμφισβήτητα μία από τις πιο απρόσμενα feelgood παραστάσεις στην Αθήνα, ομολογώ πως με παρέσυρε στον κόσμο της χωρίς πολλά-πολλά και μου χάρισε δυο ώρες απόλαυσης, συγκίνησης και άπλετου χαμόγελου.
Είναι το κείμενο κατ’ αρχήν που μεταφέρει με επιτυχία την ιστορία, τα πρόσωπα και τον τόπο στη σκηνή, χωρίς υπερβολές και χωρίς να υπερ-αναλύει. Η διακριτική χρήση του πληθυντικού ευγενείας, η εκφορά του λόγου, η διαφορά στη σύνταξη μεταξύ του Φιλίπ ή των υπολοίπων της έπαυλης και του Αμπντέλ, δεν στερούν ποτέ την παριζιάνικη καταγωγή του έργου χωρίς όμως να εισπράττεις την παραμικρή επιτήδευση.
Με βασικό άξονα το κινηματογραφικό σενάριο αλλά με προσθήκες από την πραγματική ιστορία του Φιλίπ Πότσο ντι Μποργκό και του Αμπντέλ Σελού (τον οποίο εδώ συναντάμε με το πραγματικό του όνομα και την πραγματική του καταγωγή, σε αντίθεση με την ταινία), η παράσταση επικεντρώνεταιι στη σχέση μεταξύ των δύο αντρών, αντιμετωπίζοντάς τους ως μια ιδιότυπη αντροπαρέα περισσότερο, χωρίς διάθεση οίκτου ή λύπησης. Όπως ακριβώς ο Αμπντέλ αντιμετωπίζει τον Φιλίπ, στα ίσα και χωρίς να τον λυπάται, έτσι ξεκάθαρα αντιμετωπίζει και η παράσταση την ιστορία τους, με την απαραίτητη προφανώς συγκίνηση να προκύπτει όχι από “τον κακόμοιρο ανάπηρο στο καροτσάκι” (που θα ήταν και πανεύκολο, μεταξύ μας) αλλά από τα γεγονότα που στιγμάτισαν τη ζωή των δύο ηρώων και από τη μεταξύ τους αγάπη.
Αυτό το “bromance” είδε στην ιστορία και ο Νικορέστης Χανιωτάκης και εκεί επάνω στήριξε και τη σκηνοθεσία του, χωρίς ποτέ να ξεχνά πως “Οι άθικτοι” έχουν κινηματογραφική προέλευση. Σαν ταινία οραματίστηκε λοιπόν την παράσταση, με γρήγορες αλλαγές, ρυθμούς έντονους, ερμηνείες όσο πιο κοντά στον ρεαλισμό, χωρίς να πέσει ποτέ στην παγίδα του μεγάλου μονολόγου ή της “μεγαλοερμηνευτικής” σκηνής που -κακά τα ψέματα- θα της αποσυντόνιζαν το ύφος και θα την εκτροχίαζαν από την πορεία της.
Είτε κάποιες μικρές αλλαγές στο βασικό σκηνικό της έπαυλης (Αρετή Μουστάκα) είτε παιχνίδια με τους λειτουργικούς φωτισμούς (Μελίνα Μάσχα) επιτρέπουν τη μεταφορά της δράσης σε διαφορετικό χώρο, ενώ κάποιες άλλες φορές, αυτές τις “δύσκολες” σκηνικά σεκάνς (όπως εκείνης με τη Μαζεράτι), ο Νικορέστης Χανιωτάκης τις αντιμετωπίζει ως παιχνίδι, ανάμνηση και αφήγηση μαζί, επιτυγχάνοντας τόσο την εξιστόρηση του γεγονότος όσο και να “δικαιολογήσει” την παντελή έλλειψη ρεαλισμού κατά την αναπαράσταση. Ούτως ή άλλως, όλο αυτό το πλαίσιο του αμφίσημου ρεαλισμού μας το έχει συστήσει από την αρχή, όταν στα πρώτα δευτερόλεπτα της παράστασης βάζει τους ηθοποιούς να ανακαλύπτουν επί σκηνής τους ρόλους που πρόκειται να ερμηνεύσουν, ξεκαθαρίζοντας εξ αρχής πως πρόκειται για ένα παιχνίδι.
Παιχνίδι όμως με παίκτες άριστους που το καταννοούν και το φέρνουν εις πέρας άξια. Όπως, ας πούμε ο Σπύρος Χατζηαγγελάκης, ο οποίος είναι η ψυχή και το σώμα της παράστασης. Κυριολεκτικά, όμως, γιατί παίζει όντως με ψυχή αλλά και με ολόκληρο το σώμα του, ενώ το πρόσωπό του γίνεται πολλές φορές καμβάς συναισθημάτων και αντιδράσεων. Ακροβατώντας με επιτυχία στα όρια του overacting, ο Αμπντέλ του Σπύρου Χατζηαγγελάκη αποκτά καταγωγή, παρελθόν και οντότητα, από τον τρόπο που μιλά, από τις αντιδράσεις του όταν του μιλούν οι άλλοι, από τον τρόπο που περπατά, που στέκεται και που χορεύει. Αντιλαμβανόμενος πλήρως αυτήν την έντονη συναισθηματικη σχέση μεταξύ των δύο αντρών, δεν φοβάται να αγγίξει τα όρια της αγάπης στο βλέμμα όταν απευθύνεται στον Φιλίπ, όπως και ένα άτυπο χάδι στις κινήσεις όταν τον αγγίζει για να τον ντύσει, ακόμα κι όταν τον πετά σαν τσουβάλι από το κρεβάτι στην πολυθρόνα. Και είναι τόσο αληθινός και τόσο διαφορετικός όταν φλερτάρει τη γραμματέα ή όταν μιλά για τη φαμίλια του που εν τέλει γίνεται οδηγός της παράστασης ολόκληρης.
Απέναντι (και στο πλευρό του) έχει τον ήπιο, ουσιαστικά αριστοκράτη στην καταγωγή και πληγωμένο στο κορμί και στην ψυχή Φιλίπ του Αντώνη Καρυστινού, που εκ φύσεως του ίδιου του ρόλου έχει να παίξει μόνο με τη φωνή και το κεφάλι του. Με ένα μόνιμα μειλίχιο χαμόγελο που προσπαθεί να κρύψει την οδύνη αλλά και να αναδείξει τα ψήγματα αισιοδοξίας του τσακισμένου αυτού ανθρώπου, ο Αντώνης Καρυστινός είναι η λογική στις ενστικτώδεις αντιδράσεις του Αμπντέλ, η σύνεση στα ξεσπάσματά του. Εργοδότης και δάσκαλος μα και συνάμα μαθητής σε όσα ο εξωστρεφής βοηθός του μπορεί να τον διδάξει για τη συμπεριφορά, τον έρωτα και την ελευθερία στη ζωή, ακόμα και από την πολυθρόνα του, ο Αντώνης Καρυστινός καθοδηγεί και μαζί ακολουθεί το Σπύρο Χατζηαγγελάκη, καθώς αμφότεροι παλεύουν να βγουν “άθικτοι” από τις πληγές και τα χτυπήματα που δέχτηκαν και δέχονται.
Απολαυστική και φινετσάτα παριζιάνα η γραμματέας Μαγκαλί της Τζωρτζίνας Λιώση, ευχάριστα ανεπιτήδευτη και αληθινά έφηβη η Χρύσα Μιχαλοπούλου στον ρόλο της ατίθασης κόρης του Φιλίπ, δυναμικός και με αίσθηση καταγωγής του χαρακτήρα του ο εξάδελφος του Αμπντέλ, Μιχάλης Ψαλείδας, απολαυστικός ο Σταύρος Καλλιγάς και με δροσερή, politically incorrect αυτο-αναίρεση.
• Νέος Ακάδημος – Ακαδημίας & Ιπποκράτους 17
Παραστάσεις: Τετάρτη στις 20:30, Πέμπτη στις 19:00, Παρασκευή στις 20:00, Σάββατο στις 20:30, Κυριακή στις 18:00
ΟΙ ΑΘΙΚΤΟΙ – Για την εορταστική περίοδο 2020-2021, το πρόγραμμα των παραστάσεων έχει ως εξής:
Χριστούγεννα:
Τετάρτη 22/12/2021 στις 20:30, Πέμπτη 23/12/2021 στις 19:00, Σάββατο 25/12/2021 στις 20:30, Κυριακή 26/12/2021 στις 12:45 & 18:00, Τετάρτη 29/12/2021 στις 20:30, Πέμπτη 30/12/2021 στις 19:00.
Πρωτοχρονιά:
Σάββατο 1/1/2022 στις 20:30, Κυριακή 2/1/2022 στις 12:45 & 18:00,
Τετάρτη 5/1/2022 στις 20:30, Πέμπτη 6/1/2022 στις 19:00,
Παρασκευή 7/1/2022 στις 20:00, Σάββατο 8/1/2022 στις 20:30,
Κυριακή 9/1/2022 στις 18:00
Σημείωση: ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ 2 ΠΡΩΙΝΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ για όλη την οικογένεια. Τα μηνύματα της παράστασης διδάσκονται σε πολλά σχολεία σε όλο τον κόσμο!