H ταινία The Prom, είναι μιούζικαλ του Netflix σε σκηνοθεσία Ράυαν Μέρφυ, με τους Μέρυλ Στρηπ, Τζέημς Κόρντεν, Νικόλ Κίντμαν, Κέρρυ Γουώσινγκτον, Κήγκαν-Μάικλ Κη, Άντριου Ράνελς, Τζο Έλεν Πέλμαν, Αρυάνα ΝτεΜπόουζ, Νίκο Γκρήθαμ.
Σε μια μικρή πόλη της Ιντιάνα, ο σύλλογος γονέων του τοπικού σχολείου αποφασίζει να μην γίνει ο ετήσιος μαθητικός χορός ούτως ώστε να αποτρέψουν το κραυγαλέο για αυτούς γεγονός να παρευρεθεί σε αυτόν μια ανοιχτά ομοφυλόφιλη μαθήτρια μαζί με την κοπέλα της. Το γεγονός περνά στα ψιλά των ειδήσεων, πέφτει όμως στην προσοχή μιας παρέας εγωιστών και φιλάρεσκων ηθοποιών του Μπρόντγουέυ που ο καθένας εξ αυτών θέλει να το εκμεταλλευθεί ούτως ώστε να βελτιώσει τη δημόσια εικόνα του ή να κερδίσει σε δημοφιλία και αναγνωρισιμότητα. Έτσι, αποφασίζουν να πάνε στην Ιντιάνα και να βοηθήσουν τη νεαρή κοπέλα να πραγματοποιήσει το όνειρό της, όμως το σκεπτικό τους και ο τρόπος για τον οποίο το κάνουν είναι τόσο λάθος που τελικά κάνουν τα πράγματα ακόμα χειρότερα.
Εξαιρετικά φιλόδοξη και all star cast μουσικοχορευτική παραγωγή από αυτές των οποίων η θέση ανήκει δικαιωματικά στη μεγάλη οθόνη είναι τούτη εδώ η μουσικοχορευτική ταινία που ο Ράυαν Μέρφυ σκηνοθετεί για λογαριασμό του Netflix, συγκεντρώνοντας ένα ονειρικό καστ και μάλιστα σε αναπάντεχους ρόλους. Χαρούμενο, λαμπερό, εντυπωσιακό, συγκινητικό, προκλητικό και ειρωνικό, το “the Prom” κερδίζει εύκολα τις εντυπώσεις και αποκτά στη στιγμή φίλους και οπαδούς, αλλά δυστυχώς χάνει στα σημεία, με αποτέλεσμα να απέχει από το αριστούργημα που θα μπορούσε να είναι.
Δεν θέλω να γκρινιάζω έναντι ενός τόσο φαντασμαγορικού και feelgood φιλμ, όμως δεν μπορώ να παραβλέψω το βασικό του πρόβλημα που είναι το ίδιο το θεατρικό στο οποίο βασίζεται. Μολονότι ιντριγκαδόρικο, εντυπωσιακό, χαρούμενο, με σύγχρονο θέμα και πρωτίστως ένα από τα ελάχιστα με πρωτότυπη μουσική και τραγούδια που ανέβηκαν τα τελευταία χρόνια είτε στη Νέα Υόρκη είτε στο Λονδίνο, το “the Prom” χάνεται μέσα στη φλυαρία του. Το βασικό στόρυ μοιάζει να τελειώνει και να αρχίζει ξανά, δεν παύει να περνά την αίσθηση πως διαρκεί λίγο περισσότερο από όσο θα έπρεπε ενώ το ίδιο το βασικό του θέμα, οι ξεπεσμένοι και οι wannabe σταρ του μιούζικαλ που βοηθούν την κοπέλα της επαρχιακής κωμόπολης να πάει στον χορό με την αγαπημένη της, δημιουργεί κατ’ ουσίαν δύο βασικές ιστορίες, που το μεταξύ τους μπλέξιμο δεν λειτουργεί αποτελεσματικά και κάποιες φορές είναι σαν να παρακολουθείς δύο διαφορετικά πράγματα.
Το δεύτερο βασικό θεματάκι του ίδιου του μιούζικαλ είναι τα τραγούδια του. Καλογραμμένα, με έξυπνους στίχους τα περισσότερα, διασκεδαστικά ή και συγκινητικά, απλά παρατίθενται στην παράσταση (και στην ταινία) με ελάχιστα από αυτά να καταλαμβάνουν κυρίαρχη θέση, ενώ την ίδια στιγμή λείπει το βασικότερο συστατικό ενός μιούζικαλ: το ένα (ή και τα δύο) εμβληματικά τραγούδια που θα το σηματοδοτούν στα επόμενα χρόνια. Στην περίπτωσή μας θα μπορούσε να είναι το “Tonight Belongs to You”, όμως δεν αναδεικνύεται ως τέτοιο, κι ας είναι αυτό που θυμάσαι και μουρμουρίζεις όταν τελειώσει η ταινία.
Αυτά βέβαια είναι προβλήματα του πρωτογενούς υλικού που δυστυχώς όμως φαίνεται πως πέρασαν και στην ταινία. Ο Ράυαν Μέρφυ αποτυπώνει -με κέφι και μεγαλείο- το θεατρικό στην οθόνη, αλλά μάλλον δεν φαίνεται να στέκει κριτικά απέναντί του και να το δουλέψει κάπως διαφορετικά ώστε το δικό του αποτέλεσμα, η ταινία, να αποκτήσει περισσότερη ομοιογένεια, τόσο θεματική όσο και αφηγηματική. Έτσι, κάποιες φορές νιώθεις να το παρακολουθείς κάπως αποστασιοποιημένος, θαυμάζοντας μεν όσα βλέπεις και ακούς αλλά συχνά-πυκνά απλά ως παρατηρητής, με τη συναισθηματική σου εμπλοκή να αυξομειώνεται. Αυτά ήταν και τα βασικά προβλήματα της θεατρικής παραγωγής που μάλλον κράτησαν το κοινό κάπως μακριά με αποτέλεσμα να κατέβει μετά από 9 μόλις μήνες, παρά τις θετικές εν γένει κριτικές. Γι΄ αυτό επιμένω πως στην ταινία πολλά πράγματα θα μπορούσαν να είχαν διορθωθεί, προς όφελος του τελικού αποτελέσματος, πρωτίστως από το σενάριο. Όμως, βλέπετε, σεναριογράφοι της ταινίας είναι οι δημιουργοί του θεατρικού (Μπομπ Μάρτιν & Τσαντ Μπέγκλιν), οπότε πώς θα γινόταν να το έβλεπαν οι ίδιοι με μάτι διαφορετικό;
Όπως και να έχει πάντως, το “the Prom” είναι χάρμα αυτιών και οφθαλμών. Η ίδια η εικόνα του είναι ολόλαμπρη και ο ήχος του ζεστός σαν αγκαλιά, με τα σκηνικά και τα κοστούμια να λάμπουν, ενώ η φωτογραφία του (Μάθιου Λίμπατικ) να παντρεύει ένα αλλόκοτο γκροτέσκ με το φουλ τεχνικολόρ των μιούζικαλ της MGM. Και εν μέσω όλης αυτής της φαντασμαγορίας, απαντάμε ένα υπέροχο καστ, ταλαντούχων και ακομπλεξάριστων ανθρώπων. Πρώτη και καλύτερη (και εμφανώς πλήρως ακομπλεξάριστη) η Μέρυλ Στρηπ να σατιρίζει τον εαυτό της και ταυτόχρονα όλες τις Νόρμες Ντέσμοντ του κόσμου. Πονεμένη, απογοητευμένη, εγωίστρια και εγωπαθής, αφήνεται σε υπέροχα ξεσπάσματα χορού και τραγουδιού σαν να είναι όντως η Ντη Ντη Άλλεν, η μεγάλη σταρ των μιούζικαλ που υποδύεται. Πού τη βρίσκει όλη αυτήν τη δύναμη και την ενέργεια αυτή η γυναίκα και πώς αφήνεται να παρασυρθεί στη χαρά ρόλων που υπό άλλες συνθήκες καμία άλλη σπουδαία ηθοποιός δεν θα καταδεχόταν ούτε καν να διαβάσει, πόσω δε μάλλον να παίξει, πραγματικά είναι άξιο θαυμασμού.
Είναι σπουδαίες όλες οι σκηνές της στην ταινία, τόσο στην πρόζα όσο και στα μουσικοχορευτικά νούμερα, ακόμα κι όταν στέκει αμίλητη στο πλάνο. Απόλαυση ο Τζέημς Κόρντεν σε έναν ρόλο που φαίνεται να τον διασκεδάζει και να τον απολαμβάνει πάρα πολύ που όμως δυσκολεύεται να του προσδώσει βάθος πέραν του φαίνεσθαι κι ας είναι άριστος από την αρχή έως το τέλος. Η Νικόλ Κίντμαν -που δεν έχει πρώτο ρόλο, ούτε καν δεύτερο- είναι ουσιαστική στο ρόλο της αιώνιας κοπελιάς της χορωδίας που δεν κατόρθωσε να παίξει ποτέ τη Ρόξι Χαρτ στο “Σικάγο”. Ρόλος αχρείαστος από κάθε ύπαρξη κατά βάθος, καθώς ουδεμία επίδραση έχει στο παραμικρό, δίνει όμως την ευκαιρία στην Κίντμαν για ένα εξαιρετικό νούμερο βγαλμένο λες μέσα από το “Σικάγο” ή όποιο άλλο μιούζικαλ του Μπομπ Φόσσι.
Αυτό είναι και ένα άλλο μεγάλο ατού του “the Prom” που ταυτόχρονα γίνεται και μειονέκτημα. Μιλάω για τη σάτιρα και τη γλώσσα που βγάζει στο ίδιο το Μπρόντγουέυ με μια σειρά από “εσωτερικά” αστεία που όμως -κι εδώ είναι που το ατού γίνεται μειονέκτημα- πρέπει να έχεις μια σφαιρική γνώση επί των θεατρικών μιούζικαλ για να τα κατανοήσεις, διαφορετικά πέφτουν στο πάτωμα. Ντίβα παλιού Χόλυγουντ η Κέρρυ Γουώσινγκτον που όμως βαδίζει σε γνωστά μονοπάτια, πολύ καλή και η νεαρή πρωταγωνίστρια, Τζο Έλεν Πέλμαν, εξίσου αμήχανη με την ηρωίδα που υποδύεται μεν, προς όφελος του ρόλου δε. Ο γνώριμός μας από το “Glee” Άντριου Ράνελς είναι γεννημένος για μιούζικαλ, ενώ από το υπόλοιπο καστ δεν μπορείς παρά να εντοπίσεις τον Νίκο Γκρήθαμ -παίζει έναν από τους συμμαθητές της πρωταγωνίστριας- που στις ελάχιστες εμφανίσεις του κλέβει τις εντυπώσεις με την κοψιά, το στήσιμο, τον χορό και το τραγούδι του.
Καλή διασκέδαση και να είστε σίγουροι πως θα περάσετε υπέροχα. Όσοι σιχαίνεστε τα μιούζικαλ, μην μπείτε στον κόπο καν.