Βλέποντας την πορεία της Τουρκίας τις τελευταίες δεκαετίες της «πεφωτισμένης δεσποτείας» του Ερντογάν, αναρωτιέσαι τα τι και τα πως σε μια πορεία που δεν υπακούει σε κανέναν ορθολογισμό και νομοτέλεια. Τουλάχιστον με βάση τη δυτική λογική που για πολλά χρόνια αποτέλεσε και την βασική επιδίωξη της τουρκικής πολιτικής σκηνής. Από τα χρόνια που ήταν ήδη δήμαρχος στη Κωνσταντινούπολη, ο ΡετζέπΤαγίπΕρντογάν, εμφανίστηκε μεν ως ένας πιστός ισλαμιστής αλλά ταυτόχρονα ευαγγελίστηκε μια νέα εποχή για την Τουρκία, με σταθερό ευρωπαϊκό προσανατολισμό και δομικές μεταρρυθμίσεις.
Και αυτό φάνηκε πως τους βγήκε, διότι η χώρα αυτό ακριβώς ζητούσε, ένα αφήγημα που βασιζόταν σε απτές καλές πρακτικές της δύσης που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν με ρεαλισμό,δεδομένων και των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της Τουρκίας, οδηγώντας σε μεγαλύτερες δόσεις προόδου, ελευθερίας και σεβασμού στο διεθνές στερέωμα. Ίσως οι εγγενείς αδυναμίες της τουρκικής κοινωνίας αλλά και η δυσπιστία της δύσης απέναντι σε μία Τουρκία που υποσυνείδητα πρέσβευε, για αιώνες, τον άξεστο, φασαριόζο και νταή Ασιάτη, να έκανε τον Ερντογάν να αναδιπλωθεί και να αναζητήσει αλλού αφήγημα. Αν δεν μπορεί να τεκμηριωθεί μια τέτοια θέση, τότε μάλλον έχουμε να κάνουμε με κάποιο είδος παραφροσύνης που διακατέχει τον Τούρκο πρόεδρο και το επιτελείο του.
Η αναδίπλωση της Τουρκίας σε μια ρητορική που ακούγεται εξωφρενική, με ορθολογικούς όρους, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα για την σκοπιμότητα της καθώς και για τη νοημοσύνη του ακροατηρίου στο οποίο απευθύνεται. Λαμβάνοντας υπόψη αυτή την εικόνα, μήπως θα πρέπει, για άλλη μια φορά, να αναρωτηθούμε για το έλλειμμα παιδείας και τα περιθώρια χειραγώγησης της τουρκικής κοινής γνώμης; Ο πρόεδρος της Τουρκίας ανακάλεσε στη λαϊκή θύμηση, του μεγάλους σουλτάνους και τις ιστορικές μάχες που θεμελίωσαν την οθωμανική κυριαρχία, κάνοντας αυθαίρετες αναγωγές στο 2020. Η ρητορική αυτή βρίσκει γόνιμο έδαφος και δημιουργεί άλλη μία δραματοποίηση της πραγματικότητας, φτιάχνοντας ήρωες, αόρατους εχθρούς, προδότες και αυτοκρατορικά μεγαλεία.
Δυστυχώς, αυτές οι σειρήνες λαϊκισμού λειτουργούν και στη χώρα μας και ενίοτε «αφυπνίζουν» αλύτρωτα πάθη, κάνοντας και την ελληνική πολιτική σκηνή να κλυδωνίζεται, σε αποφάσεις με γνώμονα το 1821 και το 1453, σε μια εποχή μάλιστα που η διπλωματία των κανονιοφόρων, είτε έχει πάει περίπατο ή επιβιώνει σε τριτοκοσμικές χώρες που ούτε οι ίδιοι οι κάτοικοι τους επιθυμούν να παραμείνουν εκεί. Ο ενστερνισμός της τουρκικής κυβέρνησης σε πρακτικές τύπου Ιράν, Β. Κορέας και Αφρικής, οφείλει να μας κάνει ακόμα πιο ορθολογικούς, ψύχραιμους και ακόμα πιο προσανατολισμένους στο Διεθνές Δίκαιο που είναι πάντα ένα ασφαλές σημείο αναφοράς απέναντι σε έναν Ερντογάν που εκτίθεται συνεχώς, δημιουργώντας μια «ρυπαρή» εικόνα για την Τουρκία, η οποία και δεν της αξίζει.
Αν η ιστορία αποτελεί πάντα ένα έμπειρο οδηγό μας στη λήψη αποφάσεων, ο Τούρκος πρόεδρος σίγουρα θα γνωρίζει πως ναι μεν ο Αλπ Αρσλάν νίκησε στο Μάντζικερτο 1071, αλλά ο Βαγιαζήτ ισοπεδώθηκε από τον Ταμερλάνο και ακόμα και ο Σουλεϊμάν ατύχησε μπροστά από τα τείχη της Βιέννης. Πάντα υπάρχουν όρια, πόσο μάλλον στο «κομψό» παιχνίδι της διπλωματίας, που στην εποχή μας, δεν βασίζεται σε λάβαρα από αλογοουρές αλλά σε πιο comme il faut πρακτικές και ισχυρή επικοινωνία. Γιατί ακόμα και τα όποια συγκριτικά πλεονεκτήματα μιας μεγάλης αγοράς όπως αυτή της εξ ανατολάς ωραιοτάτης χώρας, καταρρέουν εύκολα μπροστά στην εικόνα που μπορεί να διαμορφώσει στην παγκόσμια κοινή γνώμη ένας χάρτινος, τραμπούκικος μεγαλοϊδεατισμός.
Η σύγχρονη Τουρκία οφείλει να κάνει τη δική της δημοκρατική «επανάσταση», βασισμένη σε μια παρακαταθήκη πλουραλισμού και εξωστρέφειας που διαθέτει άλλωστε και από το οθωμανικό παρελθόν της. Μην ξεχνάμε άλλωστε πως, όχι πολλά χρόνια πίσω, η επίσημη γλώσσα στη διοίκηση της οθωμανική Πύλης ήταν τα γαλλικά. Ήταν τότε που τα σαράγια έδωσαν τη θέση τους σε ευρωπαϊκά παλάτια στο Βόσπορο και οι σουλτάνοι ντύνονταν με φράκο. Η γεωγραφική θέση της Τουρκίας της δίνει μόνο μια οδό και αυτή είναι η ευρωπαϊκή.