H Casablanca, είναι δραματική ταινία της Warner σε σκηνοθεσία Μάικλ Κέρτιζ, με τους Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ, Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Πωλ Χένράιντ, Κλωντ Ραινς, Κόνραντ Βάντ, Σίντνεϋ Γκρήνστρητ, Πήτερ Λόρε, Ντούλυ Γουίλσον.
Καζαμπλάνκα, Μαρόκο, 1941. Η υπό της “ελεύθερης” Γαλλίας (της κυβέρνησης του Βισύ) πόλη με τον κοσμοπολίτικη επίφαση είναι καταφύγιο τυχοδιωκτών και φυγάδων από ολόκληρη την Ευρώπη και τόπος εκκίνησης για τις ασφαλείς ΗΠΑ μέσω πασάτζιου από τη Λισαβόνα. Σημείο αναφοράς ολόκληρης της πόλης μοιάζει να είναι το Καφέ Αμερικαίν, ένα πολυτελές νάιτ κλαμπ ιδιοκτησίας του Ρικ Μπλέιν, Αμερικανού που βρέθηκε στο Μαρόκο από άγνωστη αιτία, να κυκλοφορεί ως ένας απόμακρος και στεγνός από κάθε συναίσθημα άρχοντας που μοιάζει να τον απασχολεί η πάρτη του και μόνο. Ένα βράδυ όμως, το Καφέ Αμερικαίν μετατρέπεται σε σκηνικό μιας τραγωδίας κι ενός καταδικασμένου έρωτα που θα αλλάξει τις ζωές όλων όσοι συμμετείχαν σε αυτήν.
Την πρώτη φορά που είχα δει την ταινία θυμάμαι πόσο πολύ με είχε συνεπάρει η ιδέα η “Casablanca” να μεταφερόταν σήμερα στο θέατρο σε μια μεγάλη, λουσάτη παραγωγή, όπως αυτές που περιβάλλουν τα mega musicals σε Νέα Υόρκη και Λονδίνο. Βλέπετε, αυτά τα επιβλητικά σκηνικά που αναπαριστούν το Μαρόκο στα στούντιο της Warner, όσο τέλεια και μεγαλοπρεπή κι αν είναι, δεν παύουν να φαίνονται φτιαχτά, γεγονός που ενισχύει αυτή τη θεατρικότητα του έργου. Φυσικά, τίποτα δεν είναι τυχαίο, αφού η “Καζαμπλάνκα” είναι θεατρικής προέλευσης, καθώς το σενάριό της βασίζεται στο θεατρικό ” Everybody Comes to Rick’s” των Μάρρεϋ Μπερνέτ και Τζόαν Άλισον, που όμως δεν ανέβηκε ποτέ.
Οι τρεις σεναριογράφοι (Τζούλιους & Φίλιπ Έπστάιν και Χάουαρντ Κοχ) επενδύουν στη δράση εντός εσωτερικών χώρων, αναδεικνύοντας τη θεατρικότητα της καταγωγής της ιστορίας ενόσω μετατρέπουν το μπαρ του Ρικ σε σημείο αναφοράς και μια απρόβλεπτη Γη της Επαγγελίας όπου όλοι αποζητούν μια θέση και τη δική τους ευκαιρία για το όνειρο. Το αυτό πράττει και η φωτογραφία του Άρθουρ Έντεσον που περικλείει τους χώρους και τα γκρο πλαν των πρωταγωνιστών με απαλές γωνίες που απαλείφουν τον ρεαλισμό από τους χώρους και τα πρόσωπα, μετατρέποντας την εικόνα σε ονειρική και επίπλαστη. Υψίστης σημασίας στην αφήγηση και την καλλιτεχνική αξία της ταινίας είναι και η μουσική του Μαξ Στάινερ, που χτίζει ολόκληρη τη μουσική του επένδυση στους ρυθμούς του “As time goes by” (γραμμένο από τον Χέρμαν Χάπφελντ το 1931, αλλά σχεδόν άγνωστο πριν από την ταινία) και τη Μασσαλιώτιδα, τον εθνικό ύμνο της Γαλλίας, των οποίων τις μελωδίες μπλέκει έντεχνα δημιουργώντας συγκίνηση και κορύφωση συναισθημάτων.
Η μαγεία όμως στην “Casablanca” συντελείται από το σενάριο και τους εμβληματικούς πλέον διαλόγους που έχουν μετατραπεί σε διαχρονικά σημεία αναφοράς. Ο ταλαντούχος Μάικλ Κέρτιζ χτίζει την ταινία του στο ευλογημένο αυτό σενάριο, μπολιάζοντας τη ματιά του με μια ενδόμυχη πίκρα και τον ανυπέρβλητο πόνο της μοναξιάς. Η σκιά του φόβου και του ολέθρου που οι Γερμανοί αφήνουν να πλανάται επάνω από την πόλη αλλά και ολόκληρο τον κόσμο λειτουργεί ως καταλύτης για την επίσπευση των πράξεων και την απελευθέρωση συναισθημάτων, την ίδια στιγμή που οι ηθικές αξίες του καθενός αναλαμβάνουν τον πρώτο ρόλο στις επιλογές του.
Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, οι ερμηνείες κυλούν νεράκι από όλο το καστ, και μάλιστα μακριά από τις ερμηνευτικές συμβάσεις της εποχής. Ο Κέρτιζ φαίνεται πως κατεβάζει τόνους και έτσι ο Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ μάς προσφέρει έναν από τους πλέον ανεπιτήδευτους ρόλους της καριέρας του, απέναντι από μια ευσυγκίνητη και εύθραυστη Ίνγκριντ Μπέργκμαν που λέει με τα μάτια της πολλά περισσότερα από όσα εκφράζει με λόγια.
Άξια αναφοράς είναι και η ερμηνεία του Κλωντ Ραινς στον ρόλο του αστυνομικού Λουί Ρενώ, χαρακτήρας που ίσως να έχει και τη μεγαλύτερη ανάπτυξη μέσα στην ταινία. 8 συνολικά υποψηφιότητες για Όσκαρ, κέρδισε 3: Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Σεναρίου.