to top

Καθώς ο πάγος λιώνει

Καθώς ο πάγος λιώνει

Είχα δει εκείνο το μπαράκι γυρίζοντας από τη δουλειά. Δεν ξέρω για ποιο λόγο αλλά σχεδόν έμοιαζε να με ρούφηξε μέσα από την είσοδό του. Η νύχτα είχε ξαπλώσει πάνω από την πόλη, οι ρυθμοί ξεκινούσαν να έχουν ένα κάποιο τέμπο και μέσα από εκείνο το μπαρ, μέσα από μια πόρτα που ήταν μισάνοιχτη, άκουγα μουσική που επιτέλους ήταν στα μέτρα μου. Αυτό ήταν το πρώτο στοιχείο. Πήγαινε καιρός που δεν μπορούσα να βρω κάτι στα δικά μου μέτρα και ενώ όλα βαυκαλίζονταν τη μοναδικότητα, στα μάτια μου έστεκαν τόσο ίδια δίπλα, δίπλα. Αυτό λοιπόν ήταν το δεύτερο στοιχείο: Το γεγονός πως είχα μεγαλώσει αρκετά για να συνειδητοποιήσω το πόσο απέχω από τα κανονικά πράγματα που θα έπρεπε να είχα κατακτήσει. Αυτό το μπαρ, με την «τόσο κοντά σε εμένα» μουσική με έκανε να δακρύσω, να κερδίσω λίγο από το χαμένο έδαφος και τελικά να μπω μέσα, να κάτσω σε ένα σκαμπό στη μπάρα και να κρεμάσω από κάτω της, το μπουφάν μου.

Κοίταξα τριγύρω. Εκεί μέσα υπήρχαν και άλλοι σαν και μένα. Κάνοντας παρέα στους εαυτούς τους και έχοντας μόλις είχαν τελειώσει από τις δουλειές τους – κρίνοντας από τις τσάντες που ήταν αραδιασμένες στα πόδια των σκαμπό. Ρούφαγαν τα ποτά τους, κουνούσαν τα παπούτσια τους στο ρυθμό, κοιτούσαν τριγύρω. Έκανα νόημα στον μπάρμαν και του έδωσα την παραγγελία. Μετά από λίγο ένα τζιν με λεμονάδα προσγειώθηκε μπροστά μουμαζί με την ιδρωμένη χαρτοπετσέτα που είχε αγκιστρωθεί στον πάτο του. Η πρώτη γουλιά ήταν δροσερή, σαν το καλοκαίρι που μόλις είχε φύγει. Οι επόμενες ήταν στο ρυθμό και χρειάστηκα πέντε με έξι ακόμα για να το συνειδητοποιήσω. Η ζωή έφευγε. Δεν ήμουν απαισιόδοξος και ποτέ δεν ήθελα να προσεγγίζω το κάθε τι από την πλευρά του ηττημένου αλλά όλες οι ώρες δεν είναι ίδιες. Καθώς όμως καθόμουν εκεί και άκουγα τη μουσική, ξαφνικά παρατήρησα το ποτό μου να έχει μείνει στη μέση. Όπως η ζωή μου ήταν. Στη μέση και αυτή. Παρατήρησα την χαρτοπετσέτα κάτω από το ποτήρι. Είχε βραχεί ολόκληρη από τη δροσιά του πάγου που βρισκόταν πριν γεμάτος μέσα στο ποτό μου. Τώρα ο πάγος είχε λιώσει, το ποτό είχε νερώσει-χάνοντας την σπιρτάδα του- και η χαρτοπετσέτα είχε μουλιάσει πριν την καταστροφή της.

Έβλεπα το ποτήρι μισό πριν το άδειο, αλλά όχι ακριβώς. Δε με πείραζε τόσο το ότι ήταν μισό. Με πείραζε που διέκρινα πως η γεύση του είχε αλλοιωθεί. Το μισό που είχα μόλις πιεί δε θα ήταν το ίδιο με το μισό που είχε απομείνει. Για κάποιο παράξενο λόγο λοιπόν εκείνο εκεί το ποτό έστεκε τότε μπροστά μου ως η κλεψύδρα της ζωής μου και εκείνο το μισό της περιεχόμενο περιείχε κόκκους, στιγμές και χρόνους ακατέργαστους και άτεχνα φτιαγμένους που έπεφταν με γδούπο πάνω σε εκείνους που μόλις πριν είχαν πέσει.

Είχα σταματήσει εδώ και καιρό να σκέφτομαι το μέλλον. Απλά τσούλαγα. Όπως πολλοί άλλοι. Σχεδόν όλοι όσοι ήταν μέσα σε εκείνο το μπαρ, σχεδόν όλοι όσοι ήταν μεσήλικες στην ίδια πόλη και πόσοι άλλοι που διαπραγματεύονταν με το μέλλον τους σε συνθήκες κοντόφθαλμων στόχων.  Ήταν σαν ένα βιβλίο να έχασε την αρχική του πλοκή γιατί έπρεπε να γίνει σενάριο, να διανεμηθούν οι ρόλοι, να βρεθούν τα σκηνικά, να σχεδιαστούν οι στολές, να λειανθούν οι διάλογοι. Και το μεγάλο, κάπου εκεί, ξαφνικά έγινε μικρό. Και πίνοντας εκείνο το ποτό κατάλαβα το σε πόσα πολλά κομμάτια σπάει ένας ενήλικας στη μέση ηλικία τα όνειρά του. Σε πόσους μικρούς στόχους, προσπαθώντας ίσως έτσι να δώσει μια κάποια προοπτική στην υπόλοιπη ζωή του.

Αποφάσισα να μη συνεχίσω το ποτό μου. Αντ’ αυτού είπα στον μπάρμαν καθώς εκείνος έσκυβε μπροστά για να ακούσει το τι ήθελα να του πω. «Ένα ουίσκι, σκέτο, χωρίς πάγο» του είπα και έσπρωξα το προηγούμενο μου ποτό, μισογεμάτο, προς το μέρος του.

Ο Astatke που έπαιζε ήταν η καλύτερη επιλογή για τις σκέψεις μου. Σα να τις είχε διαβάσει κάποιος. Πολύ μπάσο, πολύ πνευστό, πολύς ρυθμός και το κάθε τι, όσο δύσκολο και να ήταν, μπορούσες τελικά να το χορέψεις. Οι εκκρεμότητες, οι επιλογές, τα σενάρια και τα προβλήματα πάντα υπήρχαν, υπάρχουν και πάντα θα υπάρχουν. Η διαφορά ήταν πως ένας έφηβος, όλα αυτά προσπαθούσε να τα κάνει στην άκρη για να ζήσει το όνειρό του ενώ για ένα μεσήλικα, σα και του λόγου μου, αυτές ακριβώς οι εκκρεμότητες και τα σενάρια ίσως να συνέθεταν πλέον τον λόγο της ύπαρξης του, το δικό του όνειρο, καθώς έπινε το μισό υπόλοιπο του ποτού του ενώ τα παγάκια είχαν λιώσει, η χαρτοπετσέτα είχε ιδρώσει και το να βγαίνει έξω, σε ένα μπαρ χαρακτηριζόταν πλέον ως διαφυγή και όχι ως διασκέδαση.

Βγαίνοντας από το μπαρ έψαχνα για κάποιο ηθικό δίδαγμα όλων όσων είχα σκεφτεί. Ήμουν αρκετά μπερδεμένος και την επομένη θα είχα και πάλι δουλειά. Δεν υπήρχε χρόνος για χασομέρι. Αν κάτι έπρεπε να κρατήσω ήταν πως πλέον ζούσα για να διεκπεραιώνω διάφορα μικρά και διάσπαρτα άγχη με τα οποία ράντιζα την κάθε μου ημέρα. Αν με ρωτούσατε για το αν θα ήθελα να αλλάξω τον κόσμο θα σας απαντούσα πως δεν το είχα και πολύ όρεξη. Δεν διέθετα πλέον αυτού του είδους τα όνειρα με τα οποία οι νέοι μπολιάζουν τη νεότητα τους. Ήθελα να είμαι εντάξει στο κάθε τι. Τυπικός, δίχως εκπλήξεις άσχημες στην καθημερινότητά του. Τέτοιος ήμουν. Στα σαρανταπέντε μου εισχωρούσα σε μπαρ που έπαιζαν όμορφη μουσική προσπαθώντας ίσως να ανακαλύψω το κόλπο εκείνο που οι όμορφες πορείες της ζωής των ανθρώπων θα  μπορούσαν να χωρέσουν σε πιο μικρά μεγέθη.

Όταν έπεσα για ύπνο κοιμήθηκα αμέσως. Για πρώτη φορά μετά από καιρό θυμήθηκα το τι είχα δει το βράδυ στον ύπνο μου. Παγάκια, πολλά παγάκια που αντί να διοχετεύουν την δροσάδα τους σε μια χαρτοπετσέτα, επέμεναν να δροσίζουν το ποτό. Ονειρεύτηκα ένα μπαρ με μια ανθρωπότητα μέσα του, όπου όλοι χόρευαν ανεξάρτητα από την ηλικία, τα ήθη και τα έθιμα τους. Ονειρεύτηκα πως όλα ήταν εφικτά και στο όνειρο εκείνο έγινα ξανά εκείνος ο μικρός που θεώρησε πως τα πάντα ήταν εφικτά, αρκεί να το θελήσεις.

Και νομίζω πλέον, πως η διαφορά μεταξύ των νέων και των υπολοίπων είναι η εξής: Οι νέοι θέλουν να αλλάξουν τον τρόπο που τα πράγματα συμβαίνουν, οι πιο φιλόδοξοι θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο ενώ από την άλλη όσο μεγαλώνεις σταματάς να σκέφτεσαι τα τρανά σενάρια. Κυρίως θέλεις να αλλάξεις τον τρόπο που διαχειρίζεσαι το κάθε τι, να αλλάξεις λίγο τον εαυτό σου, να τον εκπαιδεύσεις καλύτερα για να ανταπεξέρχεται. Κάποιοι αυτό το λένε συμβιβασμό, κάποιοι απλή πραγματικότητα. Οι πρώτοι ανήκουν στους νέους και οι δεύτεροι στους μεγάλους. Το ποτό όμως είναι ένα και όσο τα παγάκια λιώνουν τόσο πρέπει να εφεύρουμε τρόπους για να κρατάμε αναλλοίωτη τη γεύση του. Ανεξάρτητα των ετών μας. Με μικρά απλά κόλπα. Να αφήσουμε στην άκρη τους μικρούς μας στόχους και να ορίσουμε έναν άλλο τρόπο για να περνάμε τη ζωή μας, με λιγότερο άγχος , λιγότερες προστριβές, λιγότερο μίσος και κουτσομπολίστικη διάθεση.

 

Φίλιππος Γαλιάσος

Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Διακοπές στην κόλαση» είναι το πρώτο του μυθιστόρημα και εκδόθηκε από τις εκδόσεις Momentum τον Δεκέμβριο του 2013. Που και που, όταν έχει κέφι, γράφει διηγήματα ή ποιήματα στο blog http://philipposgaliasos.blogspot.gr

Invalid username, no pictures, or instagram servers not found
Invalid username, no pictures, or instagram servers not found