Ο όρος Μπαρόκ προέρχεται από την πορτογαλική λέξη barocco, που σημαίνει το ακανόνιστο μαργαριτάρι, ενώ η γαλλική λέξη baroque σημαίνει αλλόκοτος ή παράδοξος.
→ Αναφέρεται στην καλλιτεχνική και την πνευματική δημιουργία (λογοτεχνία, μουσική, εικαστικές τέχνες) η οποία εμφανίζεται την περίοδο μετά την Αναγέννηση και έως την εποχή του Διαφωτισμού, δηλαδή από το 1600 έως το 1717 περίπου.
• Ο όρος “Μπαρόκ” αποδόθηκε, αρχικά, με αρνητική σημασία στα έργα του 17ου αιώνα στα οποία ο καλλιτέχνης δεν τηρούσε τους κανόνες των αναλογιών, αλλά αντίθετα ακολουθούσε μια εκφραστική ελευθερία. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε για να προσδιορίσει την τέχνη της συγκεκριμένης αυτής εποχής με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της.
Το στυλ αυτό σε αντίθεση με το μοντέρνο, χαρακτηρίζεται από την πολυτέλεια, τη λάμψη, τα περίτεχνα σκαλίσματα και το μαξιμαλισμό. Χρησιμοποιεί έντονα έπιπλα και υπερβολικά διακοσμητικά στοιχεία. Συνήθως επικρατεί και η δραματική χρήση του φωτισμού. Ταπετσαρίες με έντονα μοτίβα, γυαλιστερές επιφάνειες, καθρέπτες, πολυτελείς πολυέλαιοι είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά αυτού στυλ διακόσμησης.
Οι καμπύλες γραμμές σε όλες τις μορφές τους στις εικαστικές τέχνες εναντιώνονται στην αυστηρότητα της ευθείας γραμμής της ιταλικής Αναγέννησης. Οι διαπλεκόμενοι όγκοι των κτιρίων διαμορφώνουν αναδιπλούμενους χώρους, στους οποίους υπάρχει αυστηρή ιεράρχηση, διαρκής κίνηση και διάκοσμος που ενσωματώνει όλες τις τέχνες.
Ζωγραφική, γλυπτική και αρχιτεκτονική αλληλένδετες στη γενική διάρθρωση του κτιρίου, δημιουργούν χώρους που προκαλούν στο θεατή συναισθήματα και ψυχολογία για ενεργή συμμετοχή στα δρώμενα μέσα στο χώρο.
Ο περίτεχνος διάκοσμος σε θόλους και οροφές δημιουργούν ψευδαισθήσεις για τη μορφή των επιφανειών. Το φως με την έντεχνη εκμετάλλευση του δημιουργεί έντονες φωτοσκιάσεις που προσφέρουν την απαραίτητη δραματικότητα στο χώρο.