Η Πλατεία Ομονοίας είναι πλατεία της Αθήνας και σύγχρονο πολεοδομικό κέντρο της Πόλης των Αθηνών. Είναι σημείο συνάντησης κατοίκων και επισκεπτών, αποτελώντας σημείο αναφοράς της πόλης.Από την πλατεία ξεκινούν σημαντικές οδοί του κέντρου της πόλης: οι οδοί και λεωφόροι Σταδίου, Αθηνάς, Παναγή Τσαλδάρη (Πειραιώς), Πανεπιστημίου, Αγίου Κωνσταντίνου και 3ης Σεπτεμβρίου.
Σύμφωνα με το αρχικό πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας των Κλεάθη και Ζάουμπερτ (1834), ο χώρος προοριζόταν για την ανέγερση των Ανακτόρων. Στη συνέχεια αποφασίστηκε η ανέγερση του Ναού του Σωτήρος, προκειμένου το έθνος να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του προς το Θείο για την απελευθέρωση. Ο έρανος, όμως, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα και το ποσό που συγκεντρώθηκε διατέθηκε για την ανέγερση του ναού της Μητροπόλεως.
Στα πρώτα χρόνια της ως πλατεία Ομονοίας ομορφαίνει και δενδροφυτεύεται σε βαθμό που γίνεται καταπράσινη. Μια μαρμάρινη εξέδρα φιλοξενεί την μπάντα κάθε Κυριακή.
→ Το 1889, στο τέλος της Αθηνάς, οικοδομείται σε σχέδια του Ερνεστ Τσίλερ το ξενοδοχείο Μέγας Αλέξανδρος, σήμα κατατεθέν της περιοχής, η οποία σταδιακά μετατρέπεται σε σημείο αναφοράς της κοσμικής κίνησης της πόλης. Ο ανταγωνισμός με το κοσμοπολίτικο Σύνταγμα εντείνεται όταν νέα στέκια ανοίγουν στην Ομόνοια. Δημιουργούνται άτυπα αναγνωστήρια με ορχήστρες και ζαχαροπλαστεία, που προσφέρουν μεγάλη ποικιλία από πάστες, γλυκά, παγωτά και ηδύποτα και ζυθοπωλεία όπως η ιστορική Ηβη, στην οποία συγκεντρώνεται ο καλύτερος κόσμος της πρωτεύουσας.
Η παράλληλη άφιξη των καφέ σαντάν στην περιοχή, όμως, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των “αμανετζίδικων” από την περιοχή του Ψυρρή βγάζουν την Ομόνοια ηττημένη στη μονομαχία με το Σύνταγμα ως προς την πιο αριστοκρατική περιοχή, όμως τη μετατρέπουν παράλληλα σε κέντρο κεφιού και διασκέδασης για Αθηναίους και επαρχιώτες -που τη χρησιμοποιούν ως σταθερό σημείο συνάντησης στις επισκέψεις τους στην πρωτεύουσα.
→ Η πλατεία Ομονοίας αλλάζει μορφή όταν ολοκληρώνονται τα έργα για τον σταθμό του Ηλεκτρικού το 1930. Η νέα εικόνα της είναι λιγότερο πράσινη και περισσότερο αστική. Το σχήμα της γίνεται κυκλικό. Στο κέντρο της, κατασκευάζονται περίπτερα για τους ανθοπώλες και η είσοδος του ηλεκτρικού, ενώ περιμετρικά τοποθετούνται οκτώ τσιμεντένιες Μούσες κάτω από κίονες, οι οποίοι λειτουργούν ως αεραγωγοί. Οι Μούσες βεβαίως ήταν εννέα, αλλά για λόγους συμμετρίας και αισθητικής (!), η ένατη που περίσσεψε τοποθετήθηκε πάνω από τα δημόσια ουρητήρια, συνδέοντας μαζί τους το όνομά της -φτωχή Καλλιόπη…
Οι Μούσες δεν ενθουσίασαν κανέναν, αντιθέτως χαρακτηρίστηκαν κακόγουστες! και έξι χρόνια μετά, απομακρύνθηκαν από την πλατεία, όταν μία από αυτές έπεσε κατά την διάρκεια διαδηλώσεων, με κίνδυνο να τραυματίσει περαστικούς. Η πλατεία όμως παρέμεινε γεμάτη ζωή και εκτυφλωτικά χρώματα από τα λουλούδια των ανθοπωλών.
→ Τα λουλούδια, τα περίπτερα, τα κιγκλιδώματα και οι πάγκοι των ανθοπωλών ξηλώνονται, οι πεζοί αποκλείονται και μια νέα εποχή ξεκινά το 1960, όταν ολοκληρώνεται η διαρρύθμιση της επιφάνειας της πλατείας σε τεχνητή λίμνη με συντριβάνια, ενώ υπογείως διαμορφώνεται μια δεύτερη, πολύ πιο αποπνικτική, πλατεία. Το κοσμικό παρελθόν της Ομόνοιας ξεθωριάζει, καθώς μετατρέπεται πια σε κυκλοφοριακό κόμβο, που δεν επιτρέπει την πρόσβαση πεζών. Η αλλαγή γίνεται στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού του κέντρου της Αθήνας, που δίνει προτεραιότητα στο αυτοκίνητο. Ο χαρακτήρας της πλατείας αρχίζει πια να αλλάζει.
Με την πάροδο του χρόνου, η Πλατεία Ομονοίας υπέστη και άλλες μεταμορφώσεις, λόγω του αυξανόμενου κυκλοφοριακού φόρτου στο κέντρο της Αθήνας. Η τελευταία έγινε την περίοδο πριν από την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και προκάλεσε γενική κατακραυγή για το αισθητικό της αποτέλεσμα. Σήμερα, η Ομόνοια έχει μετατραπεί ουσιαστικά σε οδικό κόμβο και δεν λειτουργεί πλέον ως πλατεία.
Στην πλατεία Ομονοίας βρίσκεται το έργο του Γιώργου Ζογγολόπουλου, «Πεντάκυκλο». Πρόκειται για μία ανοξείδωτη μεταλλική κατασκευή ύψους 15 μέτρων. Το «Πεντάκυκλο» είναι ένα υδροκίνητο γλυπτό που όπως υποδηλώνει το όνομα του αποτελείται από πέντε κύκλους οι οποίοι χάρη στο νερό που κυλάει ανάμεσα τους, περιστρέφονται δίνοντας ζωή στο γλυπτό. Το γλυπτό δεν δούλεψε ποτέ.