Ο Τζόκεϋ του Αρτεμισίου αποτελεί χαρακτηριστικό έργο της ελληνιστικής τέχνης και μία από τις λίγες αναπαραστάσεις ελληνικών ιπποδρομιών. Θεωρείται ένα από τα θαυμαστά γλυπτά για τον δυναμισμό και την ευαισθησία του.
Πρόκειται για ανάθημα νίκης σε παιδικούς αγώνες ή σε ιπποδρομίες.
Ο Τζόκεϋ του Αρτεμισίου βρέθηκε το 1928 στον βυθό του ακρωτηρίου Αρτεμίσιο της βόρειας Εύβοιας. Ανασύρθηκε σε πολλά κομμάτια, τα οποία προέρχονται από ναυάγιο του 140 π.Χ. περίπου, σύμφωνα με τη χρονολόγηση των αγγείων, των κεραμικών και άλλων αντικειμένων που βρέθηκαν μαζί με τα χάλκινα κομμάτια του γλυπτού. Οι έρευνες της ενάλιας αρχαιολογίας* για την ανεύρεση και ανάσυρση του γλυπτού έφεραν στο φως αρχικά το μπροστινό τμήμα του αλόγου και τον νεαρό αναβάτη και έως το 1937 τα υπόλοιπα μέρη του έργου.
Όταν τα κομμάτια του γλυπτού ανασύρθηκαν από τον βυθό, είχαν υποστεί φθορές από ιζήματα, κελύφη, όστρακα και επικαθίσεις. Ο χαλκός είχε γίνει λεπτός και εύθραυστος. Τα κομμάτια καθαρίστηκαν, συντηρήθηκαν και συγκολλήθηκαν με μεγάλη προσοχή. Στο εσωτερικό του γλυπτού υπάρχει ένας σκελετός-αρματούρα, που στηρίζει τα κομμάτια που το απαρτίζουν.
Το σύμπλεγμα του νεαρού αναβάτη (γνωστού και ως Ο Τζόκεϋ του Αρτεμισίου) και του αλόγου απέκτησε τη σημερινή μορφή του το 1972.