Το Μεταξουργείο είναι συνοικία στο βορειοδυτικό τμήμα του Ιστορικού Κέντρου της πόλης των Αθηνών. Περίπου στο κέντρο της περιοχής βρίσκεται η ομώνυμη πλατεία, στην οποία υπάρχει μαρμάρινη κρήνη.
Μετά τη σύσταση του Ελληνικού κράτους, η προοπτική ανέγερσης των ανακτόρων στον Κεραμεικό, οδήγησε πολλούς επιφανείς της εποχής, όπως ο αυστριακός πρέσβυς Πρόκες φον Όστεν, η Δούκισσα της Πλακεντίας και oι πρίγκηπες Ιωάννης Καρατζάς και Γεώργιος Καντακουζηνός, να αγοράσουν κτήματα ή να κτίσουν οικίες στην περιοχή. Ο τελευταίος, μάλιστα, ανέγηρε μεγάλη οικοδομή, γνωστή ως Μέγαρο Καντακουζηνού, με την προοπτική της εκμετάλλευσης του κτιρίου ως εμπορικού κέντρου, ένα σχέδιο που ναυάγησε όταν τελικά αποφασίστηκε τα ανάκτορα να κτιστούν στο τότε άλλο άκρο της πόλης, στη σημερινή πλατεία Συντάγματος. Το ημιτελές κτίσμα αγοράστηκε από την εταιρεία του μεταξουργείου και γκρεμίστηκε ώστε να ανεγερθούν οι εγκαταστάσεις του.
H σταδιακή επέκταση του αρχικού εργοστασίου επεξεργασίας μεταξιού σε ολόκληρο συγκρότημα, απέτρεψε για αρκετό χρονικό διάστημα (έως το 1875 περίπου) τη δημιουργία οικιστικών ζωνών στην περιοχή. Σε αυτό συνέβαλε και η ίδρυση του Ορφανοτροφείου Χατζηκώστα το 1856, το οποίο πλαισιώναν εργαστήρια επαγγελματικής κατάρτησης των φιλοξενούμενων παιδιών και, αργότερα, η εγκατάσταση του γειτονικού εργοστασίου παραγωγής φωταερίου (1859-61). Σημαντική ήταν επίσης η παρουσία καταστημάτων σιδηροκατασκευών και αμαξοποιείων, που μεταπήδησαν στο Μεταξουργείο από την όμορη περιοχή της Πλατείας Ελευθερίας (Κουμουνδούρου).
Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αι. στο Μεταξουργείο είχε πλέον δημιουργηθεί ένα συνεχές σύστημα δόμησης με τη γειτονική περιοχή της Βάθειας, τη σημερινή Βάθη.
→Η ονομασία της συνοικίας και της ομόνυμης πλατείας οφείλεται σε εργοστάσιο επεξεργασίας μεταξιού που λειτουργούσε στην περιοχή στα χρόνια του Όθωνα, με την επωνυμία «Σηρική Εταιρεία της Ελλάδος Αθανάσιος Δουρούτης & Σία». Το εργοστάσιο στεγάζει σήμερα την πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων.
Η περιοχή μεταξύ Μεταξουργείου και Βοτανικού, εξαιτίας των λιμναζόντων εκεί υδάτων, παλαιότερα ονομαζόταν Χεζολίθαρο, ή Χεσμένη Πέτρα και Μπύθουλας (ή Βούθουλας). Έγινε πασίγνωστη από τη Μαντάμ Σουσού, τη μορφή της θρυλικής κοκέτας των διηγημάτων του Δημήτρη Ψαθά.
Η περιοχή που σήμερα βρίσκεται το Μεταξουργείο, στην αρχαιότητα δεν αποτελούσε τμήμα του αστικού ιστού, αλλά το όριο της πόλης. Πιο συγκεκριμένα, ήταν μια αγροτική περιοχή εκτός των τειχών η οποία όμως βρισκόταν σε άμεση γειτνίαση και σχέση με την πόλη – κράτος της Αθήνας.
Ο Κεραμεικός αναφέρεται ως ο τόπος όπου σύχναζαν εταίρες, όπου συνάπτονταν δάνεια και γίνονταν πωλήσεις κρασιού. Παράλληλα σχετιζόταν άμεσα με μεταφορικές – συγκοινωνιακές λειτουργίες της πόλης καθώς στα νότιά της βρισκόταν το Δίπυλο, το οποίο αποτελούσε βασικό σημείο εισόδου σε αυτήν. Από εκεί περνούσε η Ιερά Οδός, που συνέδεε την Αθήνα με την Ελευσίνα, ενώ εκτός των τειχών της πόλης, ήταν το νεκροταφείο. Στην περιοχή αυτή μάλιστα βρισκόταν το δημόσιο σήμα, δηλαδή ο δημόσιος ταφικός περίβολος των πολιτών που τιμούνταν με δημόσια κηδεία. Περιλαμβάνονται δηλαδή σε αυτή την περιοχή-όριο οι χρήσεις που δε «χωρούσαν» στο άστυ.
Καθοριστικό παράγοντα των εξελίξεων που οδήγησαν στο μετασχηματισμό της περιοχής αποτέλεσαν τα δύο αρχικά σχέδια πόλης. Το σχέδιο των Σταμάτη Κλεάνθη και Eduard Schaubert το 1833 χωροθετούσε τα ανάκτορα στη σημερινή περιοχή της πλατείας Ομονοίας. Ένα χρόνο αργότερα ο Leo von Klenze, προτείνει τη θέση των ανακτόρων κοντά στον Κεραμεικό και το αρχαίο Δίπυλο.
Άμεση συνέπεια των προτάσεων αυτών ήταν η περιοχή του Χεζολίθαρου να αρχίσει να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον από πλευράς αγοράς γης, αφού θα αποτελούσε μέρος του διοικητικού κέντρου της πόλεως. Αρκετοί εύποροι ομογενείς αλλά και ξένοι αρχίζουν να αγοράζουν εκτάσεις με σκοπό την ανέγερση πολυτελών αστικών κατοικιών, με άμεσο στόχο τη γειτνίαση της αστικής τάξης με τα κέντρα λήψης αποφάσεων.
Η πορεία εξέλιξης της περιοχής σε αστική ζώνη κατοικίας διακόπτεται όταν το 1836 θεμελιώνονται τα ανάκτορα στην πλατεία Συντάγματος. Άμεση συνέπεια του γεγονότος αυτού ήταν να παγώσει το ενδιαφέρον για αγορά γης στην περιοχή, αν και ορισμένες εύπορες κατοικίες αποπερατώνονται.
Σταδιακά τη δεκαετία του 1850, η περιοχή μετατρέπεται σε ζώνη παραγωγικών λειτουργιών, με τη λειτουργία του μεταξουργείου, του εργοστασίου φωταερίου στο Γκάζι και με τα εργαστήρια επαγγελματικής εκπαίδευσης του ορφανοτροφείου Χατζηκώστα, που αποτέλεσαν τις πρώτες βιομηχανικές μονάδες στην περιοχή. Οι όποιες κατοικίες στην περιοχή είναι πια εργατικές. Η νοηματοδότηση, δηλαδή της περιοχής υφίσταται σχετικό μετασχηματισμό για τους χρήστες της, καθώς η (μεγαλο)αστική χρήση δίνει τη θέση της προς αξιοποίηση για την εργατική και χαμηλότερης οικονομικής ισχύος τάξη, ενώ η περιοχή συνεχίζει να βρίσκεται στις παρυφές της πόλης.
→Στη δεκαετία 1875 – 1885 το Μεταξουργείο αποκτά σταδιακά οικιστικό χαρακτήρα, καθώς με την άνοδο του πληθυσμού και τη δημιουργούμενη ανάγκη στέγασης του, οδηγείται η πόλη της Αθήνας σε εξάπλωση προς τα δυτικά. Έτσι η περιοχή φιλοξενεί την εργατική τάξη.
Κατά το μεσοπόλεμο, συγκεκριμένα από το 1930 και έπειτα, και παρά την επιστροφή κάποιων αστών στην περιοχή, η λαϊκή κατοικία παραμένει κυρίαρχη. Η δημιουργία των σιδηροδρομικών σταθμών καθιστά την περιοχή είσοδο στην πόλη ενώ η Ομόνοια γίνεται εμπορικό και πνευματικό κέντρο της πρωτεύουσας. Ειδικότερα στην περιοχή του Μεταξουργείου παρατηρείται εγκατάσταση πολλών θεάτρων. Η φυσιογνωμία της γειτονιάς παγιώνεται, ενώ ο χώρος καθίσταται πλέον πόλος έλξης όχι μόνο για τα λαϊκά στρώματα, αλλά και για τη διασκέδαση των αστών.
Την περίοδο 1950 – 1970, την ιστορία της Αθήνας χαρακτηρίζει το φαινόμενο της αντιπαροχής το οποίο έχει σαν αποτέλεσμα τη «γιγάντωση της οικοδομικής δραστηριότητας στην πόλη». Στην περιοχή του Μεταξουργείου το φαινόμενο της αντιπαροχής εφαρμόζεται περιορισμένα λόγω των στενών δρόμων, των μικρών οικοπέδων, αλλά και την πιθανότητα εύρεσης αρχαιολογικών καταλοίπων. Κατά συνέπεια το κτηριακό απόθεμα ανανεώνεται σε μικρό βαθμό και οι παλιές πλέον κατοικίες αδυνατούν να καλύψουν τις σύγχρονες ανάγκες των ενοίκων και τον αυξανόμενο πληθυσμό.
Γίνεται επομένως φανερό πως η περιοχή μεταπολεμικά αρχίζει να υποβαθμίζεται. Στην κατάσταση αυτή συμβάλλει και η διάνοιξη νέων οδικών αρτηριών, οι οποίες επιβαρύνουν πρόσθετα το συγκοινωνιακό δίκτυο της περιοχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η διάνοιξη των λεωφόρων Λένορμαν και Αχιλλέως, με την τελευταία να εξελίσσεται σε κύρια πύλη εισόδου εξόδου της πόλης από τα δυτικά.
Παράλληλα στα τέλη της δεκαετίας του ’70 στην περιοχή αρχίζουν να συσσωρεύονται οίκοι ανοχής (περισσότεροι από 60). Το πιθανότερο είναι αυτό να οφείλεται στην ύπαρξη πολλών παλιών και εγκαταλελειμμένων κτηρίων γεγονός που ευνόησε τη μετεγκατάστασή τους από άλλες περιοχές, όπως η Τρούμπα στον Πειραιά.
Την δεκαετία του ’80 στην περιοχή μετεγκαθίστανται μουσουλμάνοι της Θράκης ενώ και την επόμενη δεκαετία το Μεταξουργείο θα αποτελέσει περιοχή κατοίκησης για ένα μεγάλο ποσοστό του έντονου μεταναστευτικού ρεύματος που χαρακτήρισε την περίοδο αυτή.
Την ίδια δεκαετία όμως ξεκινούν και τα μεγάλα έργα ανάπλασης του ιστορικού κέντρου της Αθήνας. Δημιουργείται μια νέα αγορά γης σ’ αυτό, ενώ μακροπρόθεσμα οι επεμβάσεις αυτές έχουν επιπτώσεις και σε γειτονικές περιοχές όπως σε αυτή του Ψυρρή. Παράλληλα παρατηρείται η εισροή νέων χρήσεων στις περιοχές αυτές, που αφορούν κυρίως στη διασκέδαση, όπως είναι θέατρα, εστιατόρια και νυχτερινά κέντρα. Όσον αφορά στην περιοχή του Μεταξουργείου, οι αναπλάσεις περιορίστηκαν σε πεζοδρομήσεις οδών και μελέτες ανάδειξης της άμεσης περιοχής του εργοστασίου.
→Σταδιακά μέχρι το 1990, συγκεντρώνονται οι λεγόμενες «μη αποδεκτές» λειτουργίες: πραγματοποιείται εμπορία προσώπων (trafficking), εμπορία ναρκωτικών, εγκατάσταση εσωτερικών και εξωτερικών μεταναστών. Εν ολίγοις η περιοχή αποτελεί καταφύγιο για τους κατοίκους της και ταυτόχρονα «άλλος» τόπος ή «ετεροτοπία», (Foucault 1967) για την κυρίαρχη αστική κοινωνία.
Αυτή η εικόνα του χώρου σε συνδυασμό με την εγκατάσταση οχλουσών δραστηριοτήτων και χρήσεων επιτείνει και επισπεύδει τη διαδικασία υποτίμησης των αξιών γης. Έτσι παρατηρείται η σταδιακή διαφοροποίηση στη νοηματοδότηση και στις προσλαμβάνουσες στο χώρο, με την εγκατάλειψη και την ώθηση προς την υπανάπτυξη, κατάσταση που είναι μάλιστα «μια πολιτική συνειδητά ηθελημένη, προκειμένου να γίνει ζώνη κατοικίας υψηλών εισοδημάτων και άλλων ‘ευγενών’ χρήσεων» στο μέλλον.
Προς την ίδια κατεύθυνση και μάλιστα με εντεινόμενα τα ήδη παρατηρούμενα φαινόμενα, εξελίσσεται το Μεταξουργείο από το 1990 μέχρι και σήμερα. Συγκεκριμένα, εξαιτίας της εφαρμογής σχεδίων “εξευγενισμού” (gentrification) στις γειτονικές περιοχές, ασκούνται πιέσεις στο Μεταξουργείο με αναπόφευκτο αποτέλεσμα τη συνεχή συσσώρευση «παραβατικών» δράσεων και «περιθωριακών» στοιχείων στην περιοχή.
Παράλληλα -αλλά όχι παράδοξα- ωστόσο, εισβάλλουν και εμπορευματικές χρήσεις που προσδίδουν στην περιοχή “νέο” χαρακτήρα και ελκύουν μεσοαστούς και αστούς. Κατασκευάζεται δηλαδή ταυτόχρονα η αύξηση των αξιών της γης και η δημιουργία επενδυτικών ευκαιριών, ενώ το νέο αυτό ρεύμα χρηστών του χώρου συχνά έχει σαν αποτέλεσμα την εκδίωξη των παλαιών κατοίκων.
Η επιφαινόμενη προσπάθεια ανάπλασης συντελεί ουσιαστικά στην όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ μόνιμων και περιοδικών κατοίκων, ενώ από περιοχή παραγωγής και κατοικίας, το Μεταξουργείο μετατρέπεται σε περιοχή κατανάλωσης και διασκέδασης.