Το επιβλητικό κτήριο της Βουλής των Ελλήνων έχει μακρά ιστορία που συνδέεται άμεσα με την ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Αρχικά Ανάκτορα του Όθωνα και του Γεωργίου, μετατράπηκε έναν αιώνα μετά την κατασκευή του σε Κτίριο της Βουλής και της Γερουσίας.
Σήμερα είναι η Βουλή των Ελλήνων, ένα διαχρονικό σύμβολο που αποτελεί μέρος της συλλογικής μνήμης. Το ίδιο το Κτίριο στο πέρασμα των χρόνων άλλαξε, προσαρμόστηκε, εκσυγχρονίστηκε.
Από το 1836 έως το 1862
Ως τοποθεσία ανέγερσης των Ανακτόρων του Όθωνα επιλέχθηκε ο λόφος της Μπουμπουνίστρας. Θέση κομβική, σημείο κεντρικό της νέας πρωτεύουσας, ασφαλές και δροσερό, να αντικρίζει την Ακρόπολη και τις παρυφές της Αθήνας.
Στρατός και τεχνίτες, Γερμανοί αρχιτέκτονες, Γερμανοί, Έλληνες και Ιταλοί μάστορες συνεργάστηκαν στην κατασκευή. Με την ευκαιρία αυτή ξαναλειτούργησαν και τα αρχαία λατομεία στην Πεντέλη.
Με σεβασμό στην κληρονομιά της αρχαίας Αθήνας και εδραιώνοντας τις αρχές της αναγέννησης του αστικού κλασικισμού, ο Γκαίρτνερ σχεδίασε ένα λιτό, λειτουργικό και συμπαγές κτήριο. Είχε πρόσβαση από όλες τις πλευρές του, με τέσσερις εξωτερικές πτέρυγες που η καθεμία διέθετε τρεις ορόφους, μια μεσαία πτέρυγα με δύο πατώματα και δύο αυλές και κλιμακοστάσια που διευκόλυναν την επικοινωνία μεταξύ των ορόφων.
Οι πρώτοι βασιλείς, ο Όθωνας και η Αμαλία, εγκαταστάθηκαν στην νέα τους κατοικία στις 25 Ιουλίου 1843. Στο υπόγειο στεγάζονταν οι αποθήκες. Στο ισόγειο συνυπήρχαν η Γραμματεία και το Ανακτορικό Ταμείο με τους βοηθητικούς τους χώρους, το καθολικό παρεκκλήσιο του βασιλιά, το θησαυροφυλάκιο και τα μαγειρεία.
Στον πρώτο όροφο βρίσκονταν η Αίθουσα του Θρόνου, η Αίθουσα Τροπαίων, η Αίθουσα των Υπασπιστών, σε γραμμική αλληλοδιαδοχή η Αίθουσα Χορού, η Αίθουσα Παιγνίων και η Τραπεζαρία και τα βασιλικά διαμερίσματα, τα οποία επικοινωνούσαν μεταξύ τους και ήταν οι πολυτελέστεροι χώροι του κτηρίου. Το δεύτερο όροφο καταλάμβαναν τα ιδιαίτερα διαμερίσματα των διαδόχων, του αυλάρχη και του προσωπικού των Ανακτόρων.
Παράλληλα με τα σχέδια κατασκευής του κτηρίου, ο Γκαίρτνερ μελέτησε αναλυτικά και προχώρησε στο σχεδιασμό και της εσωτερικής διακόσμησης διαφόρων χώρων του κτηρίου. Συνολικά σώζονται 247 σχέδιά του, τα οποία φυλάσσονται στο Αρχιτεκτονικό Μουσείο του Πολυτεχνείου του Μονάχου.
Από το 1862 έως το 1922
→ Μετά την έξωση του Όθωνα το 1862, τα Ανάκτορα κατοικήθηκαν από το νέο βασιλιά Γεώργιο Α’, ο οποίος έφτασε στην Αθήνα στις 17 Οκτωβρίου 1863. Ευθύς αμέσως μετά το γάμο του με την Όλγα το 1867, στο κτήριο πραγματοποιήθηκαν νέες προσθήκες και μετατροπές.
Σημαντικότερη ήταν η τροποποίηση του κλιμακοστασίου της ανατολικής πτέρυγας και η δημιουργία του ορθόδοξου παρεκκλησίου του Αγίου Γεωργίου, στο δεύτερο όροφο. Επιπλέον, η διαβίωση στα Ανάκτορα μίας πολυμελούς οικογένειας και η φιλοξενία πολυπληθών επισήμων οδήγησε σε μετατροπές χώρων και σε αλλαγές χρήσης τους.
Βασική, όμως, αιτία για αλλαγές και επεμβάσεις στην αρχική κατασκευή υπήρξαν οι δύο μεγάλες πυρκαγιές των Ανακτόρων: η πρώτη, το 1884, αποτέφρωσε το δεύτερο όροφο της βορινής πτέρυγας· η δεύτερη, και μεγαλύτερη, το 1909, κατέστρεψε ολοσχερώς την κεντρική πτέρυγα και τα αντίστοιχα σε αυτήν τμήματα της ανατολικής και δυτικής πτέρυγας και ανάγκασε τη βασιλική οικογένεια να μετακινηθεί στο θερινό ανάκτορο του Τατοΐου.
Μεταβατική Περίοδος
→ Το 1922 αποτέλεσε τομή στην ιστορία του κτηρίου. Τότε εγκαταλείφθηκε οριστικά από τη βασιλική οικογένεια, ενώ συγχρόνως οι ιστορικές συγκυρίες το οδήγησαν σε νέες χρήσεις.
Κρατικές υπηρεσίες, ιδιωτικοί κοινωνικοί φορείς, διεθνείς οργανώσεις που συντονίστηκαν για την αντιμετώπιση των σύνθετων προβλημάτων που προέκυψαν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, στεγάστηκαν στο κτήριο, μαζί με δημόσιες υπηρεσίες, που εγκαταστάθηκαν από την κυβέρνηση για την κάλυψη των αυξανόμενων μόνιμων αναγκών της.
→ Μέχρι το 1925, οι παρεμβάσεις στο εσωτερικό του κτηρίου ήταν πρόχειρες διαρρυθμίσεις, με στόχο τη διαίρεση μεγάλων χώρων σε μικρότερους.
→ Η μόνη νέα κατασκευή ήταν η ανέγερση το 1925 ενός μικρού κτίσματος στον περίβολο των Παλαιών Ανακτόρων, το οποίο είναι γνωστό μέχρι σήμερα ως “Παλατάκι”.
→ Το 1927 εγκαινιάστηκε το «Μουσείο Ενθυμίων του Γεωργίου Α’», ως παράρτημα του Εθνικού-Ιστορικού Μουσείου, το οποίο λειτούργησε μέσα στο κτήριο έως το 1930 και από το 1936 έως το 1941.
→ Με την απόφαση ανέγερσης του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη, το 1928, άλλαξε η έως τότε πρόσοψη του κτηρίου σε σχέση με τον περιβάλλοντα χώρο.
Από τα Παλαιά Ανάκτορα στο Κτήριο της Βουλής των Ελλήνων
→ Το Νοέμβριο του 1929 η Κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου, ύστερα από πολλές συζητήσεις στη Βουλή, αποφάσισε τη στέγασή της, μαζί με τη Γερουσία, στο κτήριο των Παλαιών Ανακτόρων.
Οι εργασίες για τη μετατροπή του κτηρίου σε Μέγαρο Βουλής και Γερουσίας σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή, αποτέλεσαν τη ριζικότερη επέμβαση σε αυτό μετά την αρχική κατασκευή του: με τις στατικές επεμβάσεις στο φέροντα οργανισμό των περιμετρικών πτερύγων, την κατεδάφιση της κεντρικής πτέρυγας και την κατασκευή νέας για τη στέγαση των Αιθουσών συνεδριάσεων της Βουλής και της Γερουσίας.
Εξωτερικά, η σημαντική αλλαγή που συντελέστηκε, χωρίς, όμως, να αλλοιώνει τη μορφή και την αισθητική του, ήταν η νέα είσοδος στη βορινή πλευρά, όπου κατασκευάσθηκε ένα πρόπυλο με έξι δωρικούς κίονες με στοιχεία δανεισμένα από τα δύο άλλα πρόπυλα που κοσμούν την δυτική και την ανατολική όψη.
Αλλαγές στην εσωτερική διακόσμηση και τη διαρρύθμιση έγιναν προκειμένου να ανταποκριθεί το κτήριο στη νέα του, εντελώς διαφορετική, χρήση.
→ Από το 1935 έως σήμερα, στο Κτήριο στεγάζεται η Βουλή των Ελλήνων.
Η Βουλή των Ελλήνων σήμερα
→ Από το 1975 γίνονται οι απαραίτητες εργασίες για τον εκσυγχρονισμό και την τεχνολογική αναβάθμιση του κτηρίου.
Από τις σημαντικότερες αισθητικές παρεμβάσεις στο εξωτερικό του κτηρίου υπήρξε η τοποθέτηση του ανδριάντα του Χαριλάου Τρικούπη και του Ελευθερίου Βενιζέλου, έργα του γλύπτη Γιάννη Παππά, στο δυτικό περίβολο του κτηρίου, ορατά από μεγάλη απόσταση.
→ Το 2003 τοποθετήθηκε το άγαλμα της Μάνας του Χρήστου Καπράλου στον ανατολικό περίβολο.
→ Το 2002 τοποθετήθηκε στο Περιστύλιο της Αίθουσας Συνεδριάσεων της Ολομέλειας το Μνημείο της μάχης της Πίνδου του Χρήστου Καπράλου. Η ανάγλυφη ζωφόρος, μήκους 40 μέτρων και ύψους 1,10 μέτρων, εξιστορεί σε επτά επεισόδια τα περάσματα από την Ειρήνη, τον Πόλεμο, την Κατοχή, την Αντίσταση και πάλι την Ειρήνη και τη Συμφιλίωση.