to top

#La La Land

La La Land

Κολλημένος με τη τζαζ, ο ανερχόμενος Ντέιμιαν Σαζέλ, επιστρέφει με ακόμη ένα μιούζικαλ, όπως ήταν περίπου και το αναπάντεχο “Guy and Madeline on a Park Bench”, εκείνη η ιδιαίτερη ταινία με την οποία τον πρωτογνωρίσαμε προ επταετίας στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης.

 

Το “La La Land”, βέβαια, δεν είναι μία ταινία-πτυχιακή, αλλά μία ευφάνταστη απόπειρα ενός υπό-καθιέρωση δημιουργού να αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον για ένα κινηματογραφικό είδος που λογίζεται ως ξεπερασμένο, τιμώντας συνάμα τις προσωπικές του επιρροές. Αυτό που καταφέρνει, σίγουρα, είναι να μας κάνει να περάσουμε δύο υπέροχες ώρες και να αναθεωρήσουμε, ίσως, τα κλισέ που πάνε με τη λέξη “μιούζικαλ”.

 

Η υπόθεση
Ο Σεμπάστιαν και η Μία, δύο νεαροί καλλιτέχνες με φιλοδοξίες και ειλικρινή αγάπη γι’ αυτό που κάνουν, συναντιούνται, γνωρίζονται και ερωτεύονται κάπως αναπάντεχα. Εκείνος μουσικός της τζαζ κι εκείνη ηθοποιός, θέλουν κι οι δυο να τα καταφέρουν μια μέρα, αλλά ο κόσμος μοιάζει να μην χωρά το “είδος” τους. Εμπνευσμένοι ο ένας απ’ τον άλλον, κάνουν το άλμα στο νερό που, μέχρι σήμερα, τους φόβιζε. Το ρεύμα, όμως, τους παρασέρνει σε διαφορετικές κατευθύνσεις…

 

Με τη δεύτερη κιόλας ταινία του, το εκρηκτικό “Whiplash”, ο Ντέιμιαν Σαζέλ δημιούργησε μία αύρα “τρομερού παιδιού” γύρω απ’ τ’ όνομα και τη δουλειά του, την εντύπωση ότι πρόκειται για έναν σκηνοθέτη, όχι μόνο ώριμο για την “κινηματογραφική” ηλικία του, αλλά και με πολλές ενδιαφέρουσες ιδέες για το τι ιστορίες θέλει ν’ αφηγηθεί μέσω του σινεμά και με ποιους τρόπους. Η 3η του δουλειά ήταν μοιραία πολυαναμενόμενη και οι προσδοκίες από ‘κείνον αυξημένες. Ο Σαζέλ, πάντως, δε φαίνεται να επηρεάστηκε ιδιαίτερα, έμεινε σ’ εκείνα που γνωρίζει κι εκείνα που τον ενδιαφέρουν και πέτυχε, τουλάχιστον, να μην αποτύχει. Μπορεί να μην αποτελεί το αριστούργημά του, όμως το “La La Land” είναι μία απολαυστική άσκηση ύφους και μία ταινία που, ακόμη κι αν δεν “πείσει” τον θεατή να την αγαπήσει, δεν θ’ αφήσει τις αισθήσεις του ασυγκίνητες.

 

Το “La La Land” με τον περίεργο τίτλο είναι μία ρομαντική κομεντί, με δύο εξαιρετικούς πρωταγωνιστές και πολλές σαφείς αναφορές στη χρυσή εποχή των χολιγουντιανών μιούζικαλ, όσο και στην παιγνιώδη αντιμετώπιση των οριοθετημένων αμερικάνικων ειδών απ’ τη γαλλική νουβέλ βαγκ. Σε μια ταινία που το κάστινγκ μοιάζει ζωτικής σημασίας, ο Ράιαν Γκόσλινγκ πάει γάντι στην Έμα Στόουν και τούμπαλιν κι οι δυο τους φέρνουν εις πέρας τους ρόλους τους με άνεση και φινέτσα, χωρίς να μοιάζουν βγαλμένοι απ’ το μυαλό του Σαζέλ όπως το μεταβαλλόμενο σκηνικό της ζωής τους, αλλά απ’ τον κόσμο που γνωρίζουμε όλοι εμείς.

Η νέα ταινία του Σαζέλ, μιούζικαλ ή όχι, δε θα μπορούσε να μην είναι πλημμυρισμένη από μουσική. Και αν η τζαζ έχει την τιμητική της (κάτι που θα περίμενε κανείς απ’ τον Σαζέλ), το σάουντρακ του Τζάστιν Χούρβιτζ, συνολικά, καταφέρνει ν’ ακούγεται εξαιρετικά φρέσκο και οικείο ταυτόχρονα. Κι εκτός από ένα ευθύ εκφραστικό μέσο για τους ήρωες της ιστορίας του, ο Σαζέλ χρησιμοποιεί τη μουσική για υπογραμμίσει στοιχεία που υπονοούνται, συγκρούσεις και αντιφάσεις που κρύβονται κάτω απ’ την ονειρεμένη επιφάνεια του φλερτ μεταξύ Σεμπ και Μία, καθώς και για να “ντύσει” μερικές απ’ τις ομορφότερες σκηνές που έχουμε δει φέτος στις κινηματογραφικές αίθουσες.

 

Η ιστορία μας είναι εξαιρετικά απλή, ένα λαβ στόρι μεταξύ δύο ανθρώπων που, αν και διαφορετικοί σε πολλά, βρίσκουν κοινό τόπο στο πάθος τους γι’ αυτό που κάνουν και την ανάγκη τους να τους σπρώξει κάποιος προς τα πάνω, κάποιος που αγαπούν στην καλύτερη περίπτωση. Ως σεναριογράφος, ο Σαζέλ χρησιμοποιεί τα κλισέ για να κρατήσει την πλοκή του εύληπτη και τη σχέση των ηρώων του γοητευτική, βάζει όμως μικρές νάρκες χιούμορ και πραγματικότητας στο δρόμο τους για να υπονομεύσει την βαρύτητά της και να μας υπενθυμίσει ότι υπάρχει και η πιθανότητα να μην παν όλα κατ’ ευχήν.

 

Έτσι, μέσα σ’ ένα σωρό από σινεφίλ αναφορές, “μιουζικαλικές” συναισθηματικές εκρήξεις και αυθυπονομευτικά αστεία (οι αλλαγές των εποχών δηλώνονται με κάρτα, αλλά στο Λος Άντζελες ο καιρός μένει ο ίδιος), οι χαρακτήρες του παραμένουν σχετικά προσγειωμένοι και κάνουν “κόντρα” επιλογές, που δεν είναι ίσως οι καλύτερες, μα όπως και στην πραγματική ζωή, δεν είναι καταστροφικές.

Η σύγκρουση ανάμεσα στο “τι συμβαίνει” και στο “τι θα μπορούσε να συμβεί” παράγει κάτι δυναμικό, το δράμα εκείνο που γίνεται η πρώτη ύλη για την αφήγηση, τη μουσική, το μιούζικαλ.

 

Το “La La Land” είναι μία απολαυστική ταινία, ένα μιούζικαλ, ακόμη και για ‘κείνους που “δεν αντέχουν” τα μιούζικαλ.


La La Land

La La Land

 

Λίνα Καλογερέα

Λίνα Καλογερέα. Το Ρε στο επίθετο με έψιλον. Όλοι το κάνουν λάθος. Μ’αρέσει να γελάω μέχρι δακρύων και να απολαμβάνω ατελείωτους κλαυσίγελους σε περιόδους που το πάτωμα είναι η μόνη παρέα μου. Αγαπώ την πόλη μου γιατί μου θυμίζει λίγο εμένα. Σαν να είμαι απρόσιτη, λίγο Drama Queen, λίγο προστατευτική, πολύ αυθόρμητη, καθόλου λογική, παθιασμένη με ανθρώπους και καταστάσεις. Είμαι εθισμένη στην μουσική και τα γλυκά. Α! Και τον σκύλο μου τον Ζάρκο!

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following