Ο άνθρωπος που πούλησε το δέρμα του, έιναι δραματική ταινία σε σκηνοθεσία Καουδέρ Μπεν Χανία, με τους Γιαχία Μαχεϊνί, Ντήα Λιάν, Κόεν Ντε Μπόου, Μόνικα Μπελούτσι, Σαάντ Λοστάν.
Ο Σαμ Αλί είναι ερωτευμένος με την Αμπήρ, την οποία όμως δύσκολα θα παντρευτεί καθώς οι γονείς της την προορίζουν για τον ευκατάστατο Ζιάντ, υπάλληλο της Πρεσβείας της Συρίας στις Βρυξέλλες. Όταν ο Σαμ συλλαμβάνεται από παρεξήγηση ως αντικαθεστωτικός, δραπετεύει από το αστυνομικό τμήμα και φυγαδεύεται από τη Συρία στο Λίβανο, χωρίς χαρτιά, χωρίς λεφτά και χωρίς ελπίδα να πραγματοποιήσει το όνειρό του: να πάει στις Βρυξέλλες και να διεκδικήσει την αγαπημένη του. Έως ότου, κάποιο βράδυ, σε μια δεξίωση εγκαινίων σε γκαλερί τέχνης όπου είχε μπει για να φάει από τον μπουφέ, γνωρίζει τον ιδιόμορφο εικαστικό Τζέφρυ Γκόντρφρόι που του κάνει μια εξίσου ιδιόμορφη πρόταση: να χρησιμοποιήσει την πλάτη του ως καμβά για το επόμενο έργο του και με αυτόν τον τρόπο να του δώσει την ευκαιρία όχι μόνο να βγάλει χρήματα αλλά και να ταξιδέψει ελεύθερος στο εξωτερικό, ως εμπόρευμα!
Αναμβισβήτητα έχουμε να κάνουμε με μια εξαιρετικά πρωτότυπη ιδέα (ελαφρώς βασισμένη στο πραγματικό ζωντανό έργο τέχνης “Τιμ”, του Βέλγου καλλιτέχνη Βιμ Ντελβόυ), η οποία βρίσκει έναν ευρηματικό τρόπο να σχολιάσει από τη δική της σκοπιά το προσφυγικό (από τη Συρία ειδικότερα) αλλά και να καυτηριάσει τη δυτική πραγματικότητα στον χώρο της Τέχνης, η οποία μοιάζει να μην γνωρίζει φραγμούς ούτε ηθικούς ούτε άλλους. Ο Σαμ Αλί εκτίθεται στο μουσείο, πωλείται σε δημοπρασίες, τοποθετείται στα σπίτια των πλειοδοτών, ενώ γίνεται αντικείμενο (κυριολεκτικά σχεδόν) είτε θαυμασμού είτε χλεύης. Αναμφισβήτητά βγάζει πολλά λεφτά, έχει μια άνεση που ούτε την είχε ονειρευτεί και μια σχετική ελευθερία κινήσεων, όμως όλο αυτό δεν παύει να φυτιλιάζει τους ακτιβιστές και τις προσφυγικές οργανώσεις την ίδια στιγμή που εν τέλει γυρίζει μπούμερανγκ ως προς τη σχέση του με την Αμπήρ.
Το ξαναλέω, η ιδέα είναι πολύ ενδιαφέρουσα και πολύ φρέσκια, ενώ η ταινία είναι εξίσου διακριτική και σοβαρή στον τρόπο που αντιμετωπίζει το θέμα της, μάλιστα με πολύ όμορφη εικαστική ματιά και φροντισμένες ερμηνείες. Αυτό που της λείπει είναι οι ικανές δόσεις τρέλας που θα αγκάλιαζαν αυτές τις εικαστικές ακρότητες και θα τις μετουσίωναν σε μέρος του ίδιου του φιλμ. Μετά το αρχικό στοιχείο της έκπληξης, η ιδέα μοιάζει να επαναλαμβάνεται ενώ κυρίαρχες στιγμές της (η τοποθέτηση του Σαμ Αλί στην εμβληματική σκάλα της έπαυλης αυτού που τον είχε αποκτήσει σε δημοπρασία, σαν να ήταν η Αφροδίτη της Μήλου) μένουν ανεκμετάλλευτες, ενώ θα έπρεπε να αποτελούν εμβληματικά σημεία της αφήγησης.
Θυμάστε το “Τετράγωνο”; Ε, μια τέτοια τρέλα λείπει από αυτήν εδώ την ταινία ώστε να μην έμενε στο δια ταύτα αλλά να άρθρωνε και η ίδια έναν πιο δικό της καλλιτεχνικό λόγο, εφάμιλλο με αυτόν που απλά περιγράφει. Πέραν αυτού όμως, στο αφηγηματικό της κομμάτι, η τυνήσια σκηνοθέτης, εδώ μόλις στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας, τα καταφέρνει εξαιρετικά, αποσπώντας ικανές ερμηνείες από ένα αλλοπρόσαλλο καστ, ευλογημένη επιπλέον με έναν χαρισματικό πρωταγωνιστή που δεν πρόκειται να ξεχάσεις ποτέ.
Υποψήφιο για Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας. Δύο διακρίσεις (Βραβείο Edipo Re στη σκηνοθέτιδα Καουδέρ Μπεν Χανία και Ορίζοντες Α΄Ανδρικού στον πρωταγωνιστή Γιαχία Μαχεϊνί) στο Φεστιβάλ Βενετίας.