Περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας της Warner, σε σκηνοθεσία Κρίσοφερ Νόλαν, με τους Τζων Ντέηβιντ Γουώσινγκτον, Ρόμπερτ Πάτινσον, Ελίζαμπεθ Ντέμπικι, Άαρον Ταίυλορ-Τζόνσον, Κέννεθ Μπράνα, Χιμές Πατέλ, Ντιμπλ Καπάντια.
Ένας πράκτορας της CIA γνωστός μόνος ως “Πρωταγωνιστής” συμμετέχει σε μια μυστική αποστολή στην Όπερα του Κιέβου, η οποία όμως πηγαίνει κατά διαβόλου. Μπορεί τελικά να έσωσαν έναν μυστικό πράκτορα του οποίου η ταυτότητα είχε εκτεθεί, όμως οι επιτιθέμενοι έμοιαζαν να γνωρίζουν την κάθε τους κίνηση. Ο Πρωταγωνιστής τελικά συλλαμβάνεται και βασανίζεται έως ότου αυτοκτονεί με χάπι δηλητηρίου. Λίγες ώρες αργότερα συνέρχεται για να τον ενημερώσουν πως το χάπι αυτοκτονίας ήταν απλά τεστ αφοσίωσης, ενώ όλοι του οι συνάδελφοι είχαν σκοτωθεί. Ακόμα χειρότερα, πληροφορείται πως ένα παράξενο αντικείμενο που αντιστρέφει τη ροή του χρόνου είχε κλαπεί από αυτούς που διοργάνωσαν την επίθεση, για λογαριασμό κάποιου που φαίνεται πως σχεδιάζει τον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Και κάπως έτσι ξεκινά ένα από τα πιο συναρπαστικά και σκεπτόμενα blocbuster των τελευταίων ετών δια χειρός ενός σκηνοθέτη που φαίνεται πως επαναπροσδιόρισε τον όρο της μεγάλης κινηματογραφικής περιπέτειας. Το άσχημο με τον Κρίστοφερ Νόλαν είναι πως έχει πέσει θύμα της κλίκας των κριτικών, των σινεφίλ και τον fans ταυτόχρονα, οι οποίοι για λόγους που μόνο εκείνοι γνωρίζουν του την έχουν στημένη κάθε φορά που βγάζει καινούργια ταινία είτε για να τον αποθεώσουν είτε για να να του την πέσουν κανονικά επειδή “δεν είναι ο παλιός, καλός του εαυτός”, το οποίο αποτελεί επιχείρημα κινηματογραφικής κριτικής εξίσου εμπεριστατωμένο με το “περίμενα κάτι περισσότερο”.
Για να το θέσω πολύ ευγενικά, χέστηκε ο Νόλαν, χεστήκαμε κι εμείς για το τι περίμενε ο κάθε ένας από αυτούς που του την είχαν στημένη στη γωνία, με την ίδια ανθρωποφαγική χαιρεκακία που κατά καιρούς είχαν χρησιμοποιήσει για να ανυψώσουν και μετά να ρίξουν στα τάρταρα άλλους σκηνοθέτες. Κι όλα αυτά συμβαίνουν γιατί πολύ απλά κανείς από όλους αυτούς δεν βλέπει το έργο, αλλά τον σκηνοθέτη πίσω από αυτό, αποδίδοντάς του -από βαθύτατη άγνοια- τα εύσημα για τα πάντα. Οπότε, ο σκηνοθέτης είναι σούπερ ταλαντούχος αν μια ταινία είναι καλή (ή μάλλον, όταν τους αρέσει), ενώ όταν βαρεθούν να του πλέκουν το εγκώμιο ή πάψουν να ενθουσιάζονται σαν μικρά παιδιά με το νέο τους παιχνίδι τότε “επαναλαμβάνεται”, “γίνεται δυσνότητος” και “αποκτά εμμονές”, όταν στο φινάλε οι μοναδικοί με εμμονές είναι αυτοί που τα γράφουν.
Ουδείς αμφισβητεί πως το όνομα του σκηνοθέτη αποτελεί εφαλτήριο για μία ταινία. Κι αυτό επειδή μέσα στα χρόνια έχει δώσει στίγμα ύφους, αφοσίωσης και φροντίδας για τις ταινίες που γυρίζει, αποφεύγοντας ξεπέτες και κοροϊδία. Πέραν αυτού όμως, η κάθε ταινία που γυρίζει ο κάθε ένας σκηνοθέτης αποτελεί έργο μοναδικό και αυτόνομο, αποτέλεσμα πολυάριθμων παραγόντων που ξεκινούν από το σενάριο και φτάνουν στον τελευταίο ηλεκτρολόγο και φωτιστή. Σπουδαίοι σκηνοθέτες δεν έχουν γυρίσει μόνο σπουδαίες ταινίες όπως και μέτριοι σκηνοθέτες έζησαν αναλαμπές αριστουργήματος.
Όμως όταν βλέπεις μία ταινία και καλείσαι να καταθέσεις τη γνώμη σου επ’ αυτής, τότε καταθέτεις τη γνώμη σου για την ταινία που μόλις είδες και όχι για το τι περίμενες να δεις με βάση το παρελθόν του σκηνοθέτη της. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ενταχθεί στη συνολική κριτική θεώρηση του έργου ενός σκηνοθέτη στη βιογραφία του, όχι όμως στην κριτική σου για μία ταινία. Το γεγονός βέβαια πως ακριβώς αυτά τα αυτονόητα πρέπει να σπαταλάμε χρόνο και χώρο για να τα συζητάμε, αποδεικνύει το τραγικό σημείο στο οποίο έχει ξεπέσει η κριτική και ο κινηματογραφικός λόγος στην εποχή μας.
Ας επιστρέψουμε όμως στο “Tenet” μετά από αυτήν τη μεγάλη αλλά αναγκαία παρένθεση ώστε να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους. Το “Tenet” λοιπόν είναι συναρπαστικό και μεγάλο σινεμά. Από την αρχή μέχρι το τέλος (ή μέχρι την αρχή, καθώς ο χρόνος είναι πολύ σχετικός στην ιστορία), παρακολουθούμε μια κοσμοπολίτικη κατασκοπική περιπέτεια με ικανές δόσεις επιστημονικής φαντασίας και όλο μαζί παραπέμπει σε κάτι που θα μπορούσε να είναι ένας “πειραγμένος” Τζέημς Μποντ. Θα επιμείνω στον όρο “σκεπτόμενο blockbuster” αφού συνολικά η ιστορία του αλλά και κάθε σεκάνς της ξεχωριστά σε καλεί όντως να σκεφτείς -όχι να κατανοήσεις, αλλά να σκεφτείς- τις δεκάδες πιθανότητες που ανοίγονται μπροστά σου. Όταν μπεις στο τριπάκι του ταξιδιού μέσα στον χρόνο, τότε αφήνεσαι να σε παρασύρει αυτή η λαίλαπα πιθανοτήτων ενώ η κρυφή ατζέντα αυτών που χειρίζονται τον χρόνο είναι πράγματι εφιαλτική και ακόμα μία αφορμή να σκεφτείς τι θα μπορούσε να γίνει ώστε να αποφευχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο στην πραγματικότητα.
Το ψυχρό σαν χειρουργικό μαχαίρι σενάριο του Κρίστοφερ Νόλαν (ίσως κάπου να λείπει η πιο “ανθρώπινη” ματιά του αδελφού του, Τζόναθαν) τέμνει τον χρόνο και παραθέτει ένα αξιοζήλευτο παζλ εικόνων, σκηνών και περιστατικών, τόσο προσεκτικά δουλεμένων που όλα μαζί μοιάζουν με τεράστια κατασκευή ντόμινο που η ρίψη του πρώτου να σηματοδοτεί μια σειρά συνεχών, εντυπωσιακών και αλυσιδωτών αντιδράσεων που δεν θα είχαν επιτύχει αν κάθε ένα από τα εκατομμύρια κομμάτια του ντόμινο δεν ήταν στη σωστή θέση. Στην περίπτωση του “Tenet” όμως φανταστείτε και μια δεύτερη πανομοιότυπη κατασκευή από ντόμινο, η οποία κινείται ανάποδα, από το τέλος προς την αρχή, σε οποιοδήποτε σημείο της. Αυτό κατάφερε να χορογραφήσει σεναριακά και σκηνοθετικά ο Νόλαν και εκεί είναι που του βγάζεις το καπέλο, όταν καταφέρεις κάποια στιγμή να επαναφέρεις το σαγόνι σου στη θέση του.
Κατορθώνοντας να διατηρήσει μια γραμμική αφήγηση με κλιμάκωση προς τα εμπρός την ίδια στιγμή που οι αντίπαλοι κινούνται χρονικά αντίστροφα οριοθετώντας την κλιμάκωση στην αρχή, η ταινία βασίζει το ενδιαφέρον της και στο αποστασιοποιημένο συναισθηματικά αλλά ισχυρό bromance των δύο ηρώων, η σχέση των οποίων καθορίζει τελικά την ιστορία μας αλλά και το μέλλον του κόσμου, αφού για τον έναν τελειώνει και για τον άλλον αρχίζει την ίδια χρονική στιγμή. Το δίδυμο Τζων Ντέηβιντ Γουώσινγκτον-Ρόμπερτ Πάτινσον δουλεύει αποτελεσματικά, καθώς και οι δύο νεαροί ηθοποιοί αποποιούνται των γνώριμων ερμηνευτικών τους προτύπων για να μπουν σε ένα παιχνίδι γνώσης-άγνοιας, σε έναν κόσμο που παραπαίει στα πρόθυρα του ολέθρου. Με τη σχέση τους να καθορίζεται στο πεδίο της κάθε μάχης (και είναι πολλές και χορταστικές οι μάχες), οι δύο καλοί ηθοποιοί κοντράρουν με τη “μάτσο” συναισθηματική αποχή τους τη φιγούρα της Ελίζαμπεθ Ντέμπικι της οποίας τις πράξεις ορίζει μόνο το συναίσθημα, στην περίπτωσή μας το μητρικό, αφού η ίδια δεν ενδιαφέρεται για τη Δευτέρα Παρουσία μα για το μικρό της αγοράκι που βρίσκεται στα χέρια του δόλιου πατέρα του και ποιητή των πάντων (υπερβολικός, αδίστακτος και επιβλητικός ο Κέννεθ Μπράνα), καθώς ελλείψει μέλλοντος δεν νοιάζεται εάν θα θυσιάσει το παρόν.
Με σκηνές δράσης που κάποτε θα διδάσκονται σε σχολές κινηματογράφου, γυρισμένες στην πραγματικότητα και όχι φτιαγμένες σε υπολογιστή, ασύλληπτες χορογραφίες μάχης το ίδιο εντυπωσιακές και πρωτότυπες όπως αυτές του πρώτου “Matrix” και μια πληθώρα οπτικών ευρημάτων που σε αφήνουν με το στόμα ορθάνοιχτο, το “Tenet” έχει την ευτυχία να συνεργάζονται για το τελικό αποτέλεσμα υπερ-ταλαντούχοι άνθρωποι. Από το μοντάζ της Τζένιφερ Λέημ που διδάσκει τι θα πει “μοντάζ σεναρίου”, στη φωτογραφία του Χόυτε Βαν Χόυτεμα που ούτε μπορώ να φανταστώ τι τράβηξε για να επέλθει αυτό το συγκλονιστικό οπτικά αποτέλεσμα, μέχρι τη μουσική του Λούντβιχ Γκέρανσον που “κόβει” επάνω στο μοντάζ και τη φωτογραφία, καθώς γίνεται επέκταση των φυσικών ήχων, η ταινία μετατρέπεται σε οπτικοακουστικό σούπερ νόβα που κάνει την οθόνη του σινεμά να μετατρέπεται σε έναν γαλαξία όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν.
Εάν ο Κρίστοφερ Νόλαν μείνει για κάτι στην ιστορία είναι επειδή τιμά τον κινηματογράφο και την κινηματογραφική αίθουσα. Απόλυτος γνώστης των κινηματογραφικών μεγεθών ο ίδιος, δεν διστάζει ποτέ να προσφέρει κινηματογραφικό θέαμα μεγάλου μεγέθους, με ικανές δόσεις λογικής και προβληματισμού, που κάνουν τις ταινίες του (όποιες κι αν είναι οι αδυναμίες της κάθε μίας) να είναι πάντοτε μεγάλο σινεμά και όχι προϊόν συσκέψεων των τμημάτων marketing του κάθε στούντιο. Και γι’ αυτό θα τον ευγνωμονούμε. Όπως και το ίδιο το σινεμά.
cinemano.gr | instagram