Outside the wire, είναι περιπέτεια του Netflix σε σκηνοθεσία Μίκαελ Χάφστρομ, με τους Άντονυ Μακί, Ντάμσον Ίντρις, Έμιλυ Μπήτσαμ, Μάικλ Κέλλυ.
Βρισκόμαστε στο έτος 2036, όταν ο εμφύλιος σπαραγμός συνταράσσει την Ανατολική Ευρώπη, με τη σύρραξη αυτονομιστών έως πρόσφατα υποκινούμενων από τη Ρωσία και αντιστασιακών στην ευρύτερη περιοχή της Κριμαίας να έχει γιγαντωθεί σε πολεμική εμπλοκή μεγάλης κλίμακας. Όταν ο χειριστής drone, υποσμηναγός Τόμας Χαρπ, λαμβάνει απόφαση για χτύπημα σε στόχο παρά τις εντολές των ανωτέρων του, αποσπάται ως “εκπαίδευση” (ως τιμωρία, ουσιαστικότερα) στο πεδίο της δράσης ούτως ώστε να αντιληφθεί από πρώτο χέρι αυτα που μέχρι πρότινος παρακολουθούσε μόνο από την κάμερα του χωρίς πλήρωμα αεροσκάφους που χειριζόταν.
Υπό τις διαταγές του Λοχαγού Λήο, ο Χαρπ μαθαίνει για την παράληλλη δράση του ειρηνευτικού σώματος του αμερικανικού στρατού καθώς και για την ύπαρξη του αδίστακτου ηγέτη των αυτονομιστών Βίκτωρ Κόβαλ, που έχει βάλει στο μάτι το πυρηνικό οπλοστάσιο της πρώην ΕΣΣΔ το οποίο θεωρητικά είχε καταστραφεί με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Το θέμα είναι πως ο υπομσηναγός Χαρπ πρέπει να διαχειριστεί το ότι ο διοικητής του δεν είναι άνθρωπος μα κατασκεύασμα υψηλής βιοτεχνολογίας, ο οποίος μάλιστα ενδέχεται να ακολουθεί τη δική του ατζέντα.
Γεμάτη διαρκή δράση και σκηνές υψηλών ταυχτήτων, η νέα πολεμική περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας του Netflix μπορεί να μην εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις δυνατότητές της, αλλά δεν παύει να είναι μια τίμια στο είδος της προσπάθεια. Με ύφος και ιστορία που έχει τις ρίζες της στις αντίστοιχες ταινίες που η Cannon πρωτίστως γύριζε τη μία μετά την άλλη κατά τα χρόνια του ’80, αλλά επίκαιρο θέμα και (επιφανειακό) προβληματισμό καθώς και μεγάλου όγκου παραγωγή, η “Φονική Ζώνη” δεν λοξοδρομεί ποτέ από τις επιταγές του είδους προσφέροντας απλόχερα αυτό που υπόσχεται: δράση, ανατινάξεις, πολεμικές εμπλοκές, κυνηγητά, αναρίθμητα πτώματα και χρονόμετρα να μετρούν αντίστροφα προς τον όλεθρο.
Η Βουδαπέστη μεταμορφώνεται σε εμπόλεμη ζώνη στην Κριμαία με εντυπωσιακά σκηνικά και σεκάνς μάχης, η γκριζάδα στη φωτογραφία αποπνέει αίσθηση κακού οιωνού, το γρήγορο μοντάζ δρα υπέρ της αφήγησης, ενώ τα (“ρομποτικά” πρωτίστως) εφφέ έχουν καλό γούστο και τεχνική. Εκεί που χάνει την ευκαιρία να αρθρώσει έναν πιο ουσιαστικό λόγο είναι ακριβώς στο εύρημα του τεχνητού Λοχαγού, οι προθέσεις του οποίου, όταν αποκαλύπτονται, θα έπρεπε να είναι λιγότερο κοινότοπες ή έστω να αποτελούσαν εφαλτήριο μιας ουσιαστικής ανατροπής, αντί αυτού του απότομου φινάλε.