to top

Είδαμε την ταινία | Maria

Είδαμε την ταινία | Maria

Η ταινία Maria έιναι βιογραφικό δράμα της Filmnation σε σκηνοθεσία Πάμπλο Λαραΐν, με τους Αντζελίνα Τζολί, Πιερφραντσέσκο Φαβίνο, Άλμπα Ρόρβάχερ, Βενσάν Μακαίν, Κόντι Σμιτ-ΜακΦη, Χαλούτ Μπιλγκινέρ, Στήβεν Άσφηλντ.

Οι τελευταίες επτά ημέρες της Μαρίας Κάλλας στο Παρίσι, μεταμορφώνονται σε ένα παραισθησιογόνο ψυχόδραμα της τραγικής ντίβας και στη σπαρακτική συνειδητοποίηση της ματαιότητας αυτής της γυναίκας που αγαπήθηκε από αγνώστους και προδόθηκε από όσους εκείνη ήθελε να την αγαπήσουν.

 

 

Με κάθε του ταινία που παρακολουθώ, ταυτίζομαι και αγαπώ όλο και περισσότερο τον Πάμπλο Λαραΐν για τον τρόπο με τον οποίο “βιογραφεί” κορυφαίες προσωπικότητες της σύγχρονης ιστορίας στο σινεμά. Από το “No”, την “Jackie” και το “Spencer” μέχρι την τωρινή “Maria”, έχει καταστήσει σαφή τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την κινηματογραφική βιογραφία. Μακριά από κάθε προσμονή μιας “επικής” καταγραφής των γεγονότων μιας ζωής μέσα στον χρόνο, επιλέγει σταθερά να επικεντρωθεί σε μια πολύ συγκεκριμένη χρονική περίοδο, συναντώντας το πρόσωπο που τον ενδιαφέρει στην πλέον ευάλωτη στιγμή του.

Και είναι ακριβώς τότε, όταν η κολοσσιαία προσωπικότητα που αποτυπώνει στην οθόνη φαίνεται να έχει απωλέσει όλο το μεγαλείο της, που ο σκηνοθέτης “συνομιλεί” εγκάρδια μαζί της, μετατρέποντας τα ιστορικά γεγονότα σε θύμησες και συναισθηματικά ξεσπάσματα, αλλοιωμένα ενδεχομένως από τον χρόνο και τις υποκειμενικές προσλαμβάνουσες του καθενός. Αντιλαμβάνομαι ότι ο τρόπος αυτός προδίδει συχνά τις προσδοκίες των θεατών που έσπευσαν για παράδειγμα να δουν τη λαμπερή ζωή της Νταϊάνας στο “Spencer” και αντ’ αυτού τη συνάντησαν σχεδόν ημίτρελη και ολομόναχη σε έναν πύργο να συνομιλεί με τα φαντάσματα του μυαλού και της οικογένειάς της.

Αναμφισβήτητα δεν γίνεται να αρέσουν τα πάντα σε όλους, όμως το προσωπικό μας γούστο δεν γίνεται να ακυρώνει την καλλιτεχνική αξία ενός έργου, όταν αυτό έχει γίνει σωστά, εξυπηρετώντας το όραμα του δημιουργού του. Με λίγη προσοχή, είναι πολύ εύκολο να αντιληφθεί κανείς τις προθέσεις και τη στάση του Λαραΐν από τους τίτλους και μόνο των ταινιών του. Ποτέ δεν τον ενδιέφερε η “Κένεντυ”, αλλά η Τζάκι. Ποτέ δεν τον τύφλωσε η λάμψη της Νταϊάνας αλλά η κοπέλα που μεγάλωσε ως Σπένσερ.

Την ίδια οδό περίπου φαίνεται να ακολουθεί και στη “Maria”, με ξεκάθαρη την κατεύθυνση που ακολουθεί να δηλώνεται από τον τίτλο. Τις τελευταίες επτά ημέρες της Μαρίας παρακολουθούμε. Η Κάλλας έχει ήδη αποχωρήσει και εκεί ακριβώς είναι που βρίσκει τον βηματισμό του το δράμα στο σενάριο του Στήβεν Νάιτ, ο οποίος βάζει τη Maria να αναζητά απεγνωσμένα την Κάλλας που όμως δεν υπάρχει πια.

Χαμένη στα χάπια που επιβαρύνουν ήδη το ταραγμένο της μυαλό, ολομόναχη σε ένα τεράστιο σπίτι μόνο με τα δύο αφοσιωμένα μέλη του προσωπικού της, με ένα πιάνο του οποίου η θέση δεν της αρέσει ποτέ και με έναν θίασο φανταστικών ανθρώπων στο μυαλό της, η Μαρία αναπολεί την Κάλλας του παρελθόντος, αποζητά τον έρωτά της που πέθανε πριν από εκείνη (είναι απλά συνταρακτική η συνάντησή της με τον Ωνάση στο νοσοκομείο), ενόσω απελπισμένα, απαιτεί από τη φωνή της να επιστρέψει.

Η παράλληλη τοποθέτηση της Μαρίας και της Κάλλας στις σκηνές της άριας είναι μεγάλο σινεμά και περίτρανη απόδειξη πως ο Λαραΐν θα μπορούσε κάλλιστα να αποτυπώσει, εάν ήθελε, με όλο της το επικό μεγαλείο την τεράστια, larger than life, προσωπικότητα. Δεν ήθελε όμως. Με τη Μαρία επιθυμούσε να συνομιλήσει και εν τέλει αυτό έπραξε, σε ένα κωμικοτραγικό κρεσέντο ειλικρίνειας, πόνου, απόγνωσης, παραισθήσεων, μοναξιάς και ευγνωμοσύνης.

 

Εξαιρετική συνοδοιπόρος του η Αντζελίνα Τζολί, η οποία έρχεται αντιμέτωπη με τον ρόλο της ζωής της -κυριολεκτικά και μεταφορικά. Αναζητώντας την ντίβα Κάλλας μέσα στη θρυμματισμένη Maria της ταινίας, η Τζολί επιστρέφει στην ενστικτώδη συμπεριφορά της, όλα αυτά τα λαμπερά χρόνια της καριέρας της. Εάν η ίδια ως ηθοποιός και σταρ κουβαλούσε επάνω της τον αέρα της ντίβας ενός Χόλυγουντ που δεν υπάρχει πια, ως Μαρία μεταμορφώνει την εσωτερική της αλήθεια σε ρόλο υπαρξιακής αναζήτησης για μια άλλη ντίβα, το πνεύμα της οποίας είχε αποβιώσει νωρίτερα, αφήνοντας το σώμα της κενό.

Καταπληκτική στις μικρές στιγμές της, στις παύσεις, στο βλέμμα και στο κουρασμένο χαμόγελο, ανυψώνεται στα ουράνια όσο ξαναζεί το μεγαλείο της Σκάλας του Μιλάνου και μεταμορφώνεται με τρομακτική ευκολία στην Κάλλας, συμπληρώνοντας έστω και ως παραίσθηση το κενό που έχει μείνει μέσα της και τα φάλτσα που βγαίνουν από το λαρύγγι της. Η Κάλλας έφυγε από το κτίριο. Η Maria όμως ζει, τουλάχιστον για επτά ακόμα ημέρες.

Υποψηφιότητα για Χρυσό Λέοντα στη Βενετία και για Όσκαρ Φωτογραφίας.

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following