Η ταινία La vita davanti a sé, είναι δραματική ταινία των Netflix/Palomar σε σκηνοθεσία Εντοάρντο Πόντι, με τους Σοφία Λόρεν, Ιμπραΐμα Γκουέγε, Ρενάτο Καρπεντιέρι, Μπαμπάκ Καριμί, Αμπρίλ Ζαμόρα.
Η μαντάμ Ρόζα, μια ηλικιωμένη πόρνη που έχει αποσυρθεί εδώ και χρόνια, ζει στο Μπάρι φροντίζοντας τα παιδιά άλλων εκδιδόμενων γυναικών, με το αζημίωτο. Μόνη στη ζωή, έχει φτιάξει μια δική της οικογένεια από τους ανθρώπους που τη νοιάζονται και την αγαπάνε: τον γιατρό Κοέν, την τραβεστί Λόλα με τον γιο της και τον πιτσιρίκο Ιωσήφ που ζει παράνομα στη χώρα αφότου τον εγκατέλειψαν ως φαίνεται οι γονείς του. Τελευταία προσθήκη σε αυτό το αλλόκοτο σπιτικό είναι ο Μόμο, ένα ατίθασο μικρό αγόρι από τη Σενεγάλη, το οποίο μάλιστα λίγες μέρες νωρίτερα την είχε κλέψει στον δρόμο.
Καθώς ήταν στη φροντίδα του γιατρού Κοέν, ο οποίος αναγνώρισε τα κλοπιμαία, τον έφερε με το ζόρι μαζί για να της ζητήσει συγγνώμη αλλά και για να παρακαλέσει τη μαντάμ Ρόζα να τον πάρει στη φύλαξή της για λίγο καιρό -με το αζημίωτο πάντα- μήπως μαζί της μαλακώσει η ψυχή του. Καθώς οι μέρες περνούν και ενώ ο Μόμο διακρίνεται σε κορυφαίο βαποράκι της γειτονιάς, η σχέση του με τη μαντάμ Ρόζα αποκτά μια ξεχωριστή δυναμική, χωρίς να είναι πλέον διακριτό ποιος φροντίζει ποιον.
Ο Εντοάρντο Πόντι σκηνοθετεί τη μητέρα του Σοφία Λόρεν, στον ρόλο της μαντάμ Ρόζα από το βιβλίο του Ρομαίν Γκαρύ που είχε πρωτοπαίξει η Σιμόν Σινιορέ το 1977 με τον ίδιο τίτλο, αλλά στα Γαλλικά: “La vie devant soi”. Σε σκηνοθεσία Μοσέ Μιζραχί, η άπαιχτη κατά πως φαίνεται στην Ελλάδα ταινία, είχε αποσπάσει το Ξενόγλωσσο Όσκαρ στην τελετή του 1978. Αυτά για την ιστορία και επειδή μου αρέσουν οι συνδέσεις καθώς δημιουργούν ένα πλέγμα στον χρόνο ώστε τα πάντα να βγάζουν νόημα. Στην ταινία La vita davanti a sé του σήμερα, με τη Σοφία Λόρεν, η κουβέντα πρέπει να ξεκινήσει σαφέστατα από αυτήν εδώ τη σπουδαία γυναίκα που πραγματικά σε συγκινεί όχι απλά με την ερμηνεία της αλλά και με την ίδια της την παρουσία.
Κουβαλάει μίλια στους ώμους της η Λόρεν, έζησε ζωή που μοιάζει από μόνη της με βιβλίο που έγινε ταινία, έλαμψε, αγαπήθηκε, αγάπησε, ξεχώρισε, έγινε κομμάτι της Ιστορίας. Και εδώ, ως μαντάμ Ρόζα, όλα αυτά τα σέρνει μαζί της, τα ντύνεται ανεπιτήδευτα και κάπως έτσι, πολύ απλά, πολύ φυσικά, η Σοφία Λόρεν μετουσιώνεται σε μαντάμ Ρόζα και είναι σαν να ξέρεις τα πάντα για εκείνη, από την πρώτη σκηνή που περπατά στον δρόμο, λίγο πριν την κλέψει ο Μόμο. Κι όλα αυτά τα μίλια που έχει γράψει στη ζωή της η Λόρεν, γίνονται ένα με τη ζωή της Ρόζα, αποτυπώνονται στις ρυτίδες του προσώπου, στο αργό, προσεκτικό βήμα, στην κάπως βαριεστημένη φωνή, μα και στη σπίθα μέσα στα γερασμένα της τα μάτια…
Αυτά τα μάτια που αδειάζουν κάποιες ώρες, που τα θαμπώνει η κούραση και ο φόβος κάποιες άλλες, αλλά που δεν έχασαν όσο η καρδιά χτυπούσε την αποφασιστικότητα και τη διορατικότητα που επέτρεψαν σε αυτήν τη γυναίκα να επιβιώσει από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και από τους δρόμους και τα καλντερίμια τους.
Έργο ψυχής και με ψυχούλα είναι το φιλμ και “Η ζωή μπροστά σου” μοιάζει με τις ζωές ολόγυρά μας, αυτές που γνωρίσαμε ή αυτές που κάναμε πως δεν βλέπαμε. Έχει και μια διάχυτη τρυφεράδα η σχέση μαμάς-γιου μεταξύ της Ρόζα και του Μόμο αλλά ταυτόχρονα της Λόρεν και του Πόντι, καθώς νιώθεις το βλέμμα της να περνά πίσω από την κάμερα και να αγκαλιάζει τον αγαπημένο της γιο στην καρέκλα του σκηνοθέτη. Μόνο που αυτό το βλέμμα αγάπης δεν είναι εσωτερική υπόθεση, μα αγκαλιάζει όλη την ταινία, κάθε της καρέ, κάθε της εικόνα ώστε να ζεσταίνει την καρδιά και όσων την παρακολουθούν.
Ένας ακόμα πρωταγωνιστής στο φιλμ La vita davanti a sé ,είναι και το ίδιο το Μπάρι, λιμάνι τουριστών, αγαθών και παράνομων ψυχών, πόλη γραφική εν μέρει, με ιστορία που όμως τη βιάζει το παρόν και οι ανέσεις του. Με τα πανέμορφα σπίτια στα στενοσόκακα να σκιάζονται από τις μεταλλικές ανισόπεδες διαβάσεις και τις γραμμές των τραίνων που χαράσσουν την πόλη και την πληγώνουν, το Μπάρι μοιάζει με πίνακα φθαρμένο που κάποιος πήγε να φτιασιδώσει με μαρκαδόρο. Οι πληγές του σήμερα αμαυρώνουν τη φινέτσα του χθες ενώ οι απειλητικές ανισόπεδες δίνουν διέξοδο σε όλους όσοι θέλουν να περάσουν από πάνω χωρίς να νοιάζονται για το συμβαίνει εκεί στα χαμηλά, όπου οι κολώνες και οι νεκρές, πάντοτε σκιασμένες ζώνες κάτω από το γέφυρες έχουν δημιουργήσει μια μικρή πολιτεία για αυτούς που δεν μπορούν ή και που δεν θέλουν να ζουν στο φως.
Γαϊτανάκι ψυχών και πολιτισμών και θρησκειών και φωνών, το Μπάρι της μαντάμ Ρόζα είναι ένα χωνευτήρι όλων αυτών των ζωών που κανείς δεν έζησε αλλά και το λιμάνι για μια ζωή που βρίσκεται μπροστά, σαν ατέρμονη υπόσχεση. Υπέροχες οι μελωδίες του Γκαμπριέλ Γιαρέντ, ρεαλιστική μα και με υπόσχεση φυγής η φωτογραφία του Άνγκους Χάντσον.