Joker: Folie à Deux, είναι κόμικ μουσικόδραμα των Warner/DC σε σκηνοθεσία Τοντ Φίλιπς, με τους Χόακιν Φοίνιξ, Λαίδη Γκάγκα, Μπρένταν Γκλήσον, Κάθριν Κήνερ, Στηβ Κούγκαν, Χάρυ Λώτεϋ, Τζέηκομπ Λόφλαντ.
Πλέον στο Άσυλο Άρκαμ για τους πέντε φόνους που διέπραξε (χωρίς να γνωρίζουν για τον έκτο), ο Άρθουρ Φλεκ περιμένει το πόρισμα της επιτροπής που θα κρίνει αν είναι σε κατάσταση κατάλληλη για να περάσει από δίκη. Με τη συνήγορό του να προωθεί το αφήγημα της διχασμένης προσωπικότητας, ο Άρθουρ αντιμετωπίζει τα πάντα με ψυχρή αδιαφορία, έως ότου γνωρίζει σε ένα μάθημα μουσικής εντός του Ασύλου τον έρωτα της ζωής του, τη Λη.
Στατικό σενάριο, υποδειγματική σκηνοθετική ματιά και ερμηνείες, απόλυτος σεβασμός στον ήρωα και τις ρίζες του. Αυτοί είναι οι τρεις βασικοί άξονες που περιγράφουν τη δεύτερη απόπειρα του Τοντ Φίλιπς να καταπιαστεί με τον εμβληματικά παρανοϊκό εγκληματία του Γκόθαμ, σε μια ταινία που χαστουκίζει ανελέητα τους ορκισμένους φαν της πρώτης. Επί αυτών των τριών αξόνων θα βασιστώ για να συζητήσω την “Joker: Folie à Deux”, ώστε να βγάλουμε εύκολα τα όποια συμπεράσματα -επί της ταινίας πάντα- και να αποφύγουμε γενικότητες και αερολογίες, οι οποίες εν πολλοίς χαρακτήρισαν τις αντιδράσεις κοινού και κριτικών τόσο εδώ όσο και αλλού.
Ας πιάσουμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή, ξεκινώντας με το σενάριο, το οποίο μπάζει νερά. Τι έχουμε απέναντί μας; Τον Άρθουρ Φλεκ να περιμένει στωικά τη δίκη του κρατούμενος στο Άσυλο Άρκαμ, ενόσω η περσόνα του Τζόκερ εξακολουθεί να προκαλεί ρίγη συγκίνησης στους οργισμένους “επαναστάτες” που τον έχουν ανακηρύξει ηγέτη της δικής τους παράνοιας εκεί έξω.
Αφοσιωμένη θαυμάστρια είναι και η Λη, κρατούμενη επίσης επειδή έβαλε φωτιά στο σπίτι των γονιών της, της οποίας η λατρεία προς τον Τζόκερ γεννά στον Άρθουρ έναν πρωτόγνωρο έρωτα για εκείνη, τόσο καταλυτικό που τον οδηγεί σε δραματικές αποφάσεις. Αυτά συμβαίνουν εν ολίγοις στην ταινία, η οποία όμως έχει διάρκεια 138′, υπερπολλαπλάσια των πραγματικών αναγκών του σεναρίου. Πιστέψτε με, όλα τα παραπάνω γεγονότα, με διαφορετική κινηματογραφική ανάπτυξη θα μπορούσαν να είναι η τρίτη πράξη της πρώτης ταινίας και να είχαν διαδραματιστεί μέσα σε ένα 40λεπτο το πολύ. Εδώ, όμως, έρχεται να κουμπώσει ο δεύτερος άξονας, αυτός της σκηνοθεσίας και της έμπνευσης.
Το “Joker: Folie à Deux” είναι μια εξαιρετικά σκηνοθετημένη ταινία. Ταυτόχρονα, είναι και μια εμπνευσμένη ταινία, με το εύρημα των τραγουδιών να εισβάλλει εις βάθος στην ψυχοσύνθεση των ηρώων της αλλά και στο υποσυνείδητο του θεατή. Θα μπορούσε εύκολα να αναθεματίσει κάποιος την τύπου μιούζικαλ αφήγηση ως κάτι το ξένο και το παράταιρο. Όμως, όχι. Δεν μπήκαν τα τραγούδια για να καλύψουν το κενό στο σενάριο. Τα τραγούδια και τα αλλόκοτα αυτά μουσικά νούμερα (που επ’ ουδενί δεν καθιστούν την ταινία μιούζικαλ, όπως πολλοί έσπευσαν να την κατηγορήσουν, λες και αυτό είναι κάτι κακό από μόνο του) είναι ο πυρήνας της ίδιας της ύπαρξης της ταινίας, γύρω από τα οποία εξελίσσεται το υπόλοιπο -απλά, λιγότερο ευρηματικό- σενάριο.
Η επιλογή του κάθε τραγουδιού ανάλογα με το ύφος και το συναίσθημα που αποπνέουν οι στίχοι, η τοποθέτηση της κάμερας, η ενορχήστρωση, το χρώμα, οι σκιές και οι δέσμες των προβολέων περιγράφουν ρόλους, χαρακτήρες και καταστάσεις εκατομμύρια φορές καλύτερα από ό,τι οι λέξεις. Η “λάμψη” της Λη όταν τραγουδά είναι που έλκει σαν ετοιμοθάνατη νυχτοπεταλούδα τον Άρθουρ κοντά της, που με τη σειρά του τραγουδά μαζί της με αυτή τη φάλτσα φωνή που ξύνει τα μικρόφωνα, τα ηχεία και την ψυχή μας την ίδια.
Δεν χρειάζεται νομίζω να πω πόσο συγκλονιστικός είναι και πάλι ο Χόακιν Φοίνιξ που φαίνεται να ερμηνεύει ακόμα και με την ανάσα του. Τα μακρινά του είναι εφιαλτικά έτσι όπως παραθέτει το παραμορφωμένο από την αδυναμία σώμα του, ενώ τα κοντινά του προκαλούν ενόχληση και έναν ακατέργαστο, πρωτογενή φόβο που σου τρώει τα σωθικά, την ίδια στιγμή που το βλέμμα του ξεχειλίζει από πόνο και παράνοια. Θα πρέπει όμως να σταθώ για μια ακόμη φορά στην περίπτωση της Λαίδης Γκάγκα, ιδανικής από κάθε άποψη επιλογής για τον ρόλο της Λη (της Χάρλεϋ Κουίν, με άλλα λόγια), όχι μόνο για την τεχνική αρτιότητα και το συναισθηματικό βάθος της ερμηνείας της, αλλά για την ταπεινότητα με την οποία προσέρχεται κάθε φορά στο πλατώ. Σε κάθε της εμφάνιση έως τώρα, τόσο στο σινεμά όσο και στην τηλεόραση, αφιερώνεται στον ρόλο αφήνοντας πίσω της τη “Λαίδη Γκάγκα”, κάτι που άλλες μεγάλες ντίβες του τραγουδιού, όπως η Μαντόνα ή ακόμα και η Μπάρμπρα Στράιζαντ δεν το κατόρθωσαν ποτέ.
Ο Μπρένταν Γκλήσον και ο Στηβ Κούγκαν συνεπαίρνουν στους ρόλους του φύλακα στο Άσυλο και του δημοσιογράφου αντίστοιχα, ο Χάρυ Λώτεϋ κουβαλάει όλο το νεανικό θράσος και την έπαρση του νεαρού βοηθού εισαγγελέα Χάρβεϋ Ντεντ (φυσικά, προτού γίνει ο Two Face), ενώ για λόγους πολύ σημαντικούς, τους οποίους όμως δεν θα αναλύσω, πρέπει να προσέξετε τον πιτσιρικά Τζέηκομπ Λόφλαντ που υποδύεται τον Ρίκυ, κρατούμενο επίσης στο Άρκαμ. Η υπαινικτική φωτογραφία του Λώρενς Σερ (που επιστρέφει από το πρώτο “Τζόκερ”) παίζει με το κόκκινο και το μπλε της μελλοντικής Χάρλεϋ Κουίν όσο η μουσική της Χίλντουρ Γκούτναντοτίρ παίζει με τα νεύρα μας.
Και πάμε στο προκείμενο: γιατί το “Joker: Folie à Deux” κλώτσησε στο κοινό από τις πρώτες ημέρες της προβολής του παγκοσμίως; Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, εννοείται, αφού δεν αρέσουν τα πάντα σε όλους. Πώς όμως από τη μαζική υστερία καταλήξαμε στη μαζική αποστροφή; Για τους ίδιους λάθος λόγους, θα σας απαντήσω. Πέραν της μεγάλης καλλιτεχνικής του αξίας, η οποία προσέλκυσε στις αίθουσες κοινό που δεν είχε εκτεθεί ποτέ νωρίτερα σε ταινία κόμικ -επειδή ακριβώς δεν ήταν “κόμικ”- το “Τζόκερ” του 2019 για αυτούς τους λάθος λόγους έγινε ο φάρος όλων όσοι έβλεπαν στο πρόσωπο του Άρθουρ Φλεκ τον Μεσσία της δική τους “λαϊκής” επανάστασης, προσδίδοντας στην ταινία κοινωνικο-πολιτικό πρόσημο από εντελώς λάθος οπτική.
Οι ίδιοι αυτοί οργισμένοι και ορκισμένοι υποστηρικτές της ήταν που θαύμαζαν τη δημιουργική τρέλα των δημιουργών της που τόλμησαν να μιλήσουν για κάτι παραπάνω, όταν στην πραγματικότητα η ταινία πραγματευόταν ξεκάθαρα την πλάνη που προκαλεί η παράνοια. Και να λοιπόν, που οι ίδιοι δημιουργοί επιστρέφουν με διπλάσια τρέλα (έχει πολλή-πολλή μεγάλη σημειολογική σημασία το “Για Δύο” του τίτλου) και με ακόμα μεγαλύτερα “κοχόνες”, τολμώντας να φορέσουν μανδύα “μιούζικαλ” στην παράνοια του ήρωα. Τι άλλαξε, λοιπόν; Μήπως ότι τούτο εδώ το “Τζόκερ” δεν είναι ταινία κόμικ; Μα ούτε η πρώτη ήταν. Ή μήπως πολύ απλά, οι ορκισμένοι και οργισμένοι ονειροπόλοι της λαϊκής επανάστασης πήραν τα “κοχόνες” των εμπνευσμένων δημιουργών που υμνούσαν, τώρα που (ας το πω όσο πιο περιφραστικά μπορώ, ώστε να μην αποκαλύψω τίποτα) ξεγυμνώνουν την πλάνη;
Αντιλαμβάνομαι να μην αρέσει μια ταινία τόσο όσο η πρώτη ή και να μην αρέσει καθόλου, όμως η οργή, τα “ντοματόμετρα” (ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή) και οι λίβελλοι που εκτοξεύονται ολούθε, απέχουν μίλια μακριά από το κύρος, την καλλιτεχνική αξία (με τα όποια ελαττώματα) και την ποιότητα αυτής εδώ της δύσκολης ομολογουμένως ταινίας που σοκάρει με το απρόσμενο του θέματος και της εκτέλεσης.
Τώρα, ως προς τον σεβασμό που δείχνει στην κόμικ φιλολογία, στον ήρωα, στην ιστορία του και στο “διττό” του “Δύο” στον τίτλο, σας συστήνω να είστε πολύ-πολύ προσεκτικοί στην τελευταία σκηνή, σε ό,τι συμβαίνει στο επάνω αριστερό και σχεδόν φλου μέρος της οθόνης, που προσωπικά μού έφερε ρίγη, ταχτοποιώντας κάθε εκκρεμότητα μέσα μου.