Η ταινία House of Gucci, είναι βιογραφικό δράμα των MGM/United Artists σε σκηνοθεσία Ρίντλεϋ Σκοτ, με τους Λαίδη Γκάγκα, Άνταμ Ντράιβερ, Τζάρεντ Λήτο, Τζέρεμι Άιρονς, Αλ Πατσίνο, Καμίγ Κοτέν, Τζακ Χιούστον, Σάλμα Χάγεκ.
H οικογενειακή τραγωδία πίσω από τον εμβληματικό οίκο μόδας ξετυλίγεται σαν ένα φαντασμαγορικό παραμύθι, όταν η Πατρίσια Ρετζιάνι, μια φιλόδοξη νεαρή γυναίκα ταπεινής καταγωγής, γνωρίζεται τυχαία με τον Μαουρίτσιο Γκούτσι, γόνο της μεγάλης οικογενείας, ο οποίος την ερωτεύεται. Στον δικό του κόσμο όμως, όπως το καθιστά ξεκάθαρο ο πατέρας του, τέτοιες γυναίκες τις γλεντάς, τις πηδάς, τις κυκλοφορείς αλλά δεν τις παντρεύεσαι. Η σύγκρουση πατέρα-γιου είναι αναπόφευκτη, με τον Μαουρίτσιο να φεύγει από το σπίτι και εν τέλει να παντρεύεται την Πατρίτσια, πιάνοντας δουλειά στην εταιρεία φορτηγών του πατέρα της. Μόνο όταν στο προσκήνιο εμφανίζεται ο θείος Άλντο, αδερφός του πατέρα του Μαουρίτσιο και συνιδιοκτήτης του House of Gucci, η Πατρίτσια έχει τη δεύτερη ευκαιρία που χρειάζεται για να γίνει αποδεκτή, οπόταν και αποκαλύπτεται η χωρίς όρια φιλοδοξία της που επέφερε και τις τραγικές εξελίξεις που ακολούθησαν.
Ο Ρίντλεϋ Σκοτ θαμπώνεται από τη λάμψη αυτής της αυτοκρατορίας της χλιδής και -όπως ακριβώς και η ηρωίδα του- πέφτει θύμα όλης αυτής μεγαλοπρέπειας, της λάμψης και της πολυτέλειας. Ως αποτέλεσμα, σκηνοθετεί τη μιλανέζικη αυτή τραγωδία όχι ως αρχαία ελληνική, αλλά με την ελαφρότητα μιας όπερα μπούφα, μπολιάζοντας τους χαρακτήρες του με όλες αυτές τις διακριτικές νότες υπερβολής που αν και θα μπορούσαν να υποδαυλίσουν την τραγικότητα του θέματος, τελικά την αναδεικνύουν. Ίσως γιατί και ο ίδιος ο σκηνοθέτης αντιλαμβάνεται ότι πίσω από τα τόσο σοβαρά γεγονότα κρύβονταν όχι και τόσο σοβαρά κίνητρα, καθώς τα ίδια τα πρόσωπα του δράματος προδιαγράφουν με την ιλαρότητα των πράξεών τους το χρονικό ενός προδιαγεγραμμένου θανάτου -κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν, εύκολα θα μπορούσε να αναθεματίσει κανείς τις ερμηνείες των άριστων ηθοποιών ως καρικατούρες των προσώπων που υποδύονται, ενώ στην πραγματικότητα είναι ακριβώς αυτή η υπερβολή στην έκφραση που τονίζει το γκροτέσκο των γεγονότων. Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να πάρει στα σοβαρά τον χαρακτήρα μιας γυναίκας που μολονότι απέκτησε όλα όσα ονειρευόταν τελικά επιθυμούσε κι άλλα, χαλιναγωγώντας τον αφελή -όπως νόμιζε- σύζυγό της ενάντια στην οικογένειά του, ακολουθώντας τις συμβουλές μιας χαρτορίχτρας;
Οπότε, η ταινία House of Gucci παραμένει πιστή στη θέση της ως ένας γυαλιστερό και αστραφτερό περιτύλιγμα γεγονότων φαιδρών που οδηγούν στην τραγωδία, με αφήγηση που άγεται από λεπτή ειρωνεία και επικριτική διάθεση. Στην ευρύτερη λάμψη του θεάματος βοηθούν τα μέγιστα οι λαμπεροί αυτοί ηθοποιοί που βρέθηκαν κάτω από τη στέγη του ίδιου Οίκου (του Gucci, εν προκειμένω), συνεισφέροντας σε αυτήν την αβάσταχτη ελαφρότητα του μεγαλείου. Ο καθένας από την πλευρά του, δυστυχώς όμως για την ταινία όχι απαραίτητα και όλοι μαζί ως σύνολο, αναζητούν στις φροντισμένες ερμηνείες τους την ιλαρότητα του χαρακτήρα τους και των πράξεών τους, χωρίς όμως αυτό να περνά πάντοτε στις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις.
Η Λαίδη Γκάγκα αποδεικνύει ακόμα μια φορά πως κρύβει εξαιρετική υποκριτική δεινότητα την οποία εάν εκμεταλλευθεί με σπουδή και αφοσίωση θα μας εντυπωσιάσει στο μέλλον, ο Άνταμ Ντράιβερ είναι συγκλονιστικός στη μεταστροφή του καθώς ενηλικιώνεται και αντρώνεται μπροστά στα μάτια μας, ενώ ο Τζάρεντ Λήτο -που ούτε θα αναγνωρίζαμε εάν δεν τον έγραφαν οι τίτλοι- δίνει ουσία στην υπερβολή και την ανοησία του ήρωα που υποδύεται, ακόμα και κάτω από τους τόνους προσθετικών και μακιγιάζ. Συνεπής ο Αλ Πατσίνο, σαν από άλλη ταινία ο Τζέρεμι Άιρονς, υπέροχη η Καμίγ Κοτέν σε έναν ρόλο σύντομο και γενικά σιωπηλό, ενώ μου άρεσε πολύ ο τρόπος που ο Τζακ Χιούστον διαχειρίστηκε εξελικτικά τον ρόλο του, ως ο δικηγόρος της οικογένειας.
House of Gucci – Υποψήφια για Όσκαρ Μακιγιάζ & Κομμώσεων.