to top

Είδαμε την ταινία | Φόνισσα

Είδαμε την ταινία | Φόνισσα

Η Φόνισσα ειναι δραματική ταινία της Tanweer σε σκηνοθεσία Εύας Νάθενα, με τους Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Μαρία Πρωτόπαππα, Πηνελόπη Τσιλίκα, Έλενα Τοπαλίδου, Στάθη Σταμουλακάτο, Δημήτρη Ήμελλο, Χρήστο Στέργιογλου, Αντώνη Τσιοτσιόπουλο.

Το κλασικό κείμενο του Παπαδιαμάντη μεταφέρεται για δεύτερη φορά στο σινεμά, μετά την εξαιρετική ταινία του Κώστα Φέρρη το 1974, και προκαλεί ανατριχίλες. Η ιστορία της Χαδούλας Φραγκόγιαννου που σκότωνε τα θηλυκά παιδιά για να τα γλιτώσει από τη μαύρη μοίρα τους, δίνει την ευκαιρία στην έμπειρη σεναριογράφο Κατερίνα Μπέη και στην πρωτοεμφανιζόμενη σκηνοθέτιδα Εύα Νάθενα να δημιουργήσουν σινεμά μεγαλειώδες, άρτιο και άξιο για πολλά Όσκαρ (κυριολεκτικά, όχι έτσι για να το λέμε).

Ειδικά ως προς την Εύα Νάθενα έχω να πω ότι έθεσε πάρα πολύ ψηλά τον πήχυ στον εαυτό της, αφού εάν κατόρθωσε ένα τέτοιο αριστούργημα στην πρώτη της κιόλας σκηνοθετική απόπειρα, τότε οφείλει (σε εμάς αλλά και στην ίδια) ένα εξίσου σπουδαίο μέλλον.

 

 

Με ρεκόρ εισιτηρίων από το πρώτο της κιόλας τετραήμερο, η “Φόνισσα” απέδειξε τα αυτονόητα, τα οποία όμως στην Ελλάδα κάνουμε πως δεν υπάρχουν. Κατ’ αρχάς, ο κόσμος διψάει για ελληνικό σινεμά. Τελεία. Πρέπει να το πάρουμε απόφαση πως υγιής κινηματογραφική αγορά δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς εθνική κινηματογραφία. Δεύτερον, όσα κι αν λέγονται κι αν γράφονται περί streaming και οικιακής θέασης, το κοινό θα βγει και θα πάει σινεμά όταν υπάρχει καλή ταινία που να το ενδιαφέρει κιόλας. Τρίτο και κυριότερο, σινεμά δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς παραγωγό.

Στην περίπτωσή μας, η Tanweer επιβεβαιώνει τη θέληση και την πίστη της στο ελληνικό σινεμά, έστω και με μία ταινία τον χρόνο, έχοντας ήδη στη φαρέτρα της “Ευτυχία” και “Σμύρνη μου αγαπημένη” που επίσης έσκισαν στα ταμεία, την ίδια στιγμή που παραγωγές της διακρίθηκαν -η κάθε μια στο είδος της- και στην τηλεόραση.

Βέβαια, στην περίπτωση της “Φόνισσας” παραγωγή-σενάριο-σκηνοθεσία συναντήθηκαν σε μια ευτυχή συναστρία του σύμπαντος, κάτω από τη λάμψη της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη, η οποία μετουσιώνεται σε ένα πλάσμα συγκλονιστικό που γεμίζει την οθόνη ακόμα και στα πιο μακρινά πλάνα, πλήρως αντιλαμβανόμενη τον ρόλο, τις συνθήκες και το περιβάλλον, χαρίζόντάς μας μια ερμηνεία τέλεια ακόμα και στην τελευταία λεπτομέρεια. Παραμορφωμένη ψυχικά και σωματικά, ακολουθεί φωνή και κίνηση που σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό, χωρίς να υποδύεται απλά αλλά να γίνεται η Χαδούλα, μακριά από κάθε ίχνος υπερβολής και ερμηνευτικού κομπασμού.

Δική της είναι η ταινία από την αρχή μέχρι το τέλος σε έναν τέτοιο βαθμό που δεν μπορείς να φανταστείς τη “Φόνισσα” χωρίς αυτήν. Την ίδια στιγμή, το εξαίρετο και μεστά κινηματογραφικό σενάριο της Κατερίνας Μπέη παραδίδει δύο ακόμα μοναδικούς ρόλους, αυτόν της μεγάλης κόρης, την οποία η Πηνελόπη Τσιλίκα ενστερνίζεται στα κατάβαθα της ψυχής της, και αυτόν της μάνας της Χαδούλας, με τη Μαρία Πρωτόπαππα να τον αναδεικνύει με παρουσία συγκλονιστική τόσο στα flash back όσο και στις σκηνές που σαν ερινύα καταδιώκει το σπλάχνο της.

Αυτό που σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό είναι ο τρόπος με τον οποίο η Εύα Νάθενα αποσπά ερμηνείες ολκής ακόμα και από ρόλους είτε σύντομους είτε απλά περάσματα από την οθόνη, επιστρατεύοντας ακόμα και για τριτοτέταρτους χαρακτήρες σπουδαίους ηθοποιούς. Ένα απλό ξέσπασμα δευτερολέπτων του Δημήτρη Ήμελλου, ας πούμε, αναγάγει τον γαμπρό της Χαδούλας σε μεγάλο ρόλο, όπως αντίστοιχα πράττουν στις εμφανίσεις τους ο Στάθης Σταμουλακάτος και ο Χρήστος Στέργιογλου ή ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος.

Μόνο πολλά μπράβο αξίζουν σε κάθε τομέα της δημιουργικής διαδικασίας, από τη συγκλονιστική και σκληρή σαν γροθιά φωτογραφία του Παναγιώτη Βασιλάκη που καταγράφει υπό τη μορφή ανάγλυφου το σκληροτράχηλο, άνυδρο τοπίο, άχρωμο λες, δίπλα στη σχεδόν μαύρη και πάντα ανταριασμένη θάλασσα, μέχρι τη σπαρακτική -σαν κραυγή και θρήνος μαζί- μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου.

Το μοντάζ της Αγγέλας Δεσποτίδου υπογραμμίζει τη σεναριακή και σκηνοθετική ροή της ταινίας, άρρηκτα συνδεδεμένο με τον ψυχισμό της “φόνισσας” Χαδούλας, ενώ τα κοστούμια και τα σκηνικά δια χειρός της σκηνοθέτιδας Εύας Νάθενα, προτάσσουν ένα αέναο πένθος.

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following