to top

Είδαμε την ταινία | Avatar: The Way of Water

Avatar: The Way of Water

Η ταινία Avatar: The Way of Water, είναι περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας της 20th Century σε σκηνοθεσία Τζέημς Κάμερον, με τους Σαμ Γουώρθινγκτον, Ζόε Σαλντάνα, Σιγκούρνεϋ Γουήβερ, Κέητ Γουίνσλετ, Στήβεν Λανγκ, Κλιφ Κέρτις.

Δέκα χρόνια μετά το φινάλε της πρώτης ταινίας, η κατάσταση στην Πανδώρα, μολονότι όλοι βρίσκονται σε επιφυλακή, μοιάζει να σταθεροποιείται. Η φαινομενική ησυχία όμως δεν κρατά για πολύ, δεδομένης της επιθυμίας της εταιρείας εξορύξεων να ξεμπερδέψει μια και καλή με τον Τζέηκ Σάλλυ. Ως αποτέλεσμα, εκείνος αναγκάζεται να εγκαταλείψει την ηγεσία των Οματικάγια και να ζητήσει καταφύγιο για τον ίδιο και την οικογένειά του στη φυλή των Μετκαγίνια, που κατοικούν σε έναν γαλήνιο ύφαλο σε απόλυτη αρμονία με τα πλάσματα του νερού.

 

 

Ο κινηματογράφος επιστρέφει στα πρότερα μεγάλα μεγέθη του και ο Τζέημς Κάμερον μας προσφέρει απλόχερα ένα ανείπωτης ομορφιάς επικό ταξίδι σε εντυπωσιακούς κόσμους και πλάσματα μαγευτικά. Συνδυάζοντας αρμονικά τις οικολογικές του ανησυχίες και το πάθος του για το υπερθέαμα σε μια ταινία από αυτές που αποκαλούμε “για όλη την οικογένεια”, μετατρέπει την οθόνη του σινεμά σε πύλη διαφυγής από την πραγματικότητα. Κυριολεκτικά όμως. Έχοντας στη διάθεσή του τεχνολογία απείρως πιο εξελιγμένη από αυτήν με την οποία μας ταξίδεψε στην Πανδώρα το 2009 αλλά και με το πείσμα και την αποφασιστικότητα να αποδώσει στον κινηματογράφο τα πρότερα (της πανδημίας και εν γένει) μεγέθη του από κάθε άποψη, στο “Avatar: The Way of Water” δημιουργεί έναν εικονικό κόσμο τόσο ρεαλιστικό μα και τόσο αλλόκοτα συναρπαστικό που σχεδόν σε κάνει να νομίζεις πως αποτελείς κι εσύ μέρος του.

Η δυσκολία του εγχειρήματος είναι τεράστια, αν σκεφτεί κανείς πως με εξαίρεση κάποιων πολύ λίγων λεπτών πραγματικοί άνθρωποι δεν εμφανίζονται στην οθόνη και πως τα πάντα εντάσσονται σε μια εικονική πραγματικότητα που εύκολα στα χέρια κάποιου άλλου θα μπορούσε να ξενίσει τον θεατή που θα ένιωθε το οπτικο-ακουστικό θέαμα να ξεφουσκώνει μετά το “γουάου” της πρώτης μισής ώρας.

Ο Κάμερον όμως είναι μάστορας και επενδύει στην ουσία της τεχνολογίας, όχι απλά για να εντυπωσιάσει μα και για να προκαλέσει ένα συγκινησιακό δέος που δύσκολα και σπάνια επιτυγχάνεται από ταινίες που γεννιούνται από ηλεκτρονικό υπολογιστή. Για το επίτευγμα αυτό συνεργάζονται η τεχνολογία με το σενάριο ώστε ο δημιουργός, έχοντας στη διάθεσή του και άπλετο χρόνο, να βυθίσει σταδιακά τον θεατή σε αυτόν τον κόσμο και να τον κάνει να πιστέψει πλήρως στην ύπαρξή του.

Κάποιοι μπορεί να βιαστούν να πουν πως το σενάριο είναι απλοϊκό ή πως από μόνο του δεν είναι αρκετό για να αρθρώσει κάτι το ουσιώδες, εάν η ταινία δεν είχε τα οπτικά εφφέ που έχει. Αγνοούν όμως πως το συγκεκριμένο σενάριο (όπως άλλωστε και το πρώτο του 2009) γράφτηκε ακριβώς για να εξυπηρετήσει την τεχνολογική και αισθητική πλευρά της ταινίας, ολοκληρώνοντας το όραμα που ο Κάμερον είχε στο κεφάλι του. Με πιο απλά λόγια (ειδικά προς όσους διατυπώνουν την ανοησία πως το “Avatar: The Way of Water” δεν έχει σενάριο, πράγμα αδύνατον καθώς κάθε ταινία έχει σενάριο), ο Τζέημς Κάμερον παρέα με τον Ρικ Τζάφα και την Αμάντα Σίλβερ έγραψαν μια ιστορία που να εξελίσσει μεν το δράμα και τη δράση αλλά που στην ουσία της θα οδηγούσε την ταινία σε αυτό που θα έπρεπε να δείξει.

Ακριβώς χάρη στο σενάριο η ταινία κατορθώνει να μαγεύει με την κάθε της λεπτομέρεια, ακριβώς χάρη στο σενάριο η οθόνη πάλλεται από ζωή σε κάθε της ίντσα και ακριβώς χάρη στο σενάριο κάθε τι το απίστευτο γίνεται πιστευτό. Τέλος, το σενάριο είναι που επιτρέπει σε όλα αυτά τα αλλόκοτα πλάσματα να αποκτούν ρεαλιστική οντότητα και εν τέλει να δακρύζεις (μεταξύ άλλων) για χάρη ενός τραυματισμένου Τούλκουν -μιας εξωγήινης φάλαινας ας πούμε.

 

Τέλος, το μεγαλύτερο επίτευγμα του δεύτερου αυτού Avatar είναι πως η τεχνολογία αιχμής που διαθέτει χρησιμοποιείται όχι απλά για τον φωτο-ρεαλισμό της τελικής εικόνας αλλά και για την πρωτοφανή οικειότητα την οποία προσθέτει σε όλα αυτά τα αλλόκοτα πλάσματα, με αποτέλεσμα να τα νιώθεις γνώριμα ενόσω την ίδια στιγμή μένεις με το στόμα ανοιχτό. Οι χαρακτήρες έχουν υπόσταση, το οικογενειακό δράμα της ιστορίας είναι λειτουργικό και συνδέει τις παράλληλες δράσεις, η διεύθυνση φωτογραφίας προσέχει κάθε λεπτομέρεια ενισχύοντας την αληθοφάνεια και όλο μαζί είναι τόσο πραγματικό χωρίς ούτε λεπτό να γίνεται καρτούν ή καρικατούρα.

Θα μπορούσε η ιστορία να είναι πιο σκοτεινή ή η δράση της τελικής μάχης πιο βίαιη; Σίγουρα ναι. Αυτό όμως θα ήταν κάτι άλλο από την ταινία που ο Κάμερον ήθελε να γυρίσει και που τελικά γύρισε. Και μεταξύ μας, πολύ καλά έκανε.

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following