Δραματική κομεντί της Faliro House σε σκηνοθεσία Ζαχαρία Μαυροειδή, με τους Μιχάλη Σαράντη, Θανάση Παπαγεωργίου, Γιώτα Φέστα, Άκη Σακελλαρίου, Αλέξανδρο Μαυρόπουλο, Γιάννη Νιάρρο, Ξένια Καλογεροπούλου.
Ένας τριαντάρης επιχειρηματίας του οποίου το επιχειρείν δεν πηγαίνει ιδιαίτερα καλά, αφήνει λόγω οικονομικών προβλημάτων το σπίτι του στη Γλυφάδα και πηγαίνει να μείνει στου Παπάγου, στο σπίτι του νεκρού παππού του. Προσποιούμενος πως όλα πάνε καλά προσπαθεί διαρκώς να πουλήσει τις μηχανές εσπρέσο τις οποίες εισάγει, πράγμα που δεν καταφέρνει ιδιαίτερα και λόγω μιας φιλάρεσκης συμπεριφοράς. Βλέπετε, ο Άρης (από το Αριστείδης) δεν μπορεί να αποδεχθεί την αποτυχία, οπότε προσποιείται ακόμα και στον εαυτό του πως δεν υπάρχει πρόβλημα και πως τα πάντα (της μετακόμισης στο σπίτι του παππού Αριστείδη συμπεριλαμβανομένης) είναι προσωρινά. Τα πράγματα δείχνουν να αλλάζουν και να οδηγούν τον επιπόλαιο Άρη σε μια διαφορετική και βαθύτερη θεώρηση των πραγμάτων όταν γνωρίζεται και αρχίζει να συναναστρέφεται έναν φίλο του παππού του, τον Βάσο.
Με άφησε κάπως διχασμένο και μετέωρο αυτή εδώ η δεύτερη ταινία του Ζαχαρία Μαυροειδή, που το 2011 μάς είχε δώσει τον ενδιαφέροντα και γοητευτικό “Ξεναγό”. Γιατί διχασμένο; Επειδή μολονότι η ταινία έχει όλα τα καλά του Θεού, υστερεί σε κάτι πολύ βασικό: στην πλοκή. Το σενάριο που υπογράφει ο ίδιος ο σκηνοθέτης είναι εξαιρετικό στη σκιαγράφηση χαρακτήρων, στην αποτύπωση των περιστατικών της ζωής του Άρη, αλλά και στην περιγραφή του τόπου, όπου η γειτονιά του Παπάγου αποκτά οντότητα ύπαρξης από μόνη της, την ίδια στιγμή που και οι διάλογοι είναι ζωντανοί, είναι σημερινοί, είναι ρεαλιστικοί και ως αποτέλεσμα βγάζουν υπέροχες ερμηνείες, δοσμένες με μια ξεχωριστή φυσικότητα μα και αρτιότητα. Η ταινία όμως είναι εν τέλει μόνο αυτό: μια συρραφή από περιστατικά, από στιγμιότυπα, όλα υπέροχα στο σύνολό τους, που όμως στο άθροισμά τους δεν συνιστούν πλοκή. Η υπόθεση μοιάζει να χάνεται κάπου ανάμεσα στη γνωριμία του Άρη με τον Βάσο και στις προσπάθειές του να ξαναστήσει τη μπίζνα του και όλο αυτό εν μέσω διάφορων στιγμιοτύπων από την καθημερινότητά του. Το μοναδικό που δεν κάνει η ταινία είναι το προφανές: να χτίσει την πλοκή της ακριβώς επάνω στη γνωριμία και στη σχέση του νεαρού Άρη με τον φίλο του παππού του και να επενδύσει σταδιακά επάνω της, οπότε και η έξυπνη αποκάλυψη του φινάλε να έχει περισσότερη δύναμη και ουσία. Ξαναγυρίζω λοιπόν στο “διχασμένος” διότι σαφέστατα ο “Απόστρατος” έχει πάμπολες αρετές, μία εκ των οποίων είναι ότι την παρακολουθείς ξεκούραστα ενόσω απολαμβάνεις όλες αυτές τις μικρές στιγμές της που εναλλάσσονται η μία μετά την άλλη. Όταν τελειώσει όμως αναζητάς το δια ταύτα της, το μεδούλι της, το γιατί και το διότι της.
Δεν γίνεται όμως μόνο να γκρινιάξω για το φιλμ, γιατί όπως είπα έχει όλα τα καλά του Θεού. Κατ’ αρχάς, ο Ζαχαρίας Μαυροειδής ως σκηνοθέτης, γνωρίζει από σινεμά και αυτό το αποδεικνύει έμπρακτα τόσο από την καθοδήγηση των ηθοποιών του, όσο και από το στήσιμο του κάθε πλάνου και τη θέση ή την κίνηση της κάμερας που ανασαίνει μαζί με τους πρωταγωνιστές του. Έχοντας δε αγαστή συνεργασία με τον μοντέρ του, τον Στάμο Δημητρόπουλο, κόβει τα πλάνα του εκεί ακριβώς που πρέπει δίνοντας γρήγορο ρυθμό που κοντράρει τη φαινομενική στατικότητα. Εξίσου κινηματογραφική και λειτουργική ως προς την αφήγηση είναι η μουσική του Θοδωρή Ρέγκλη, ενώ η ατμοσφαιρική φωτογραφία της Ζωής Μαντά υπογράφει και εντείνει το συναίσθημα κάθε σκηνής.
Τέλος, εκεί όπου ο “Απόστρατος” ευτυχεί είναι στον πρωταγωνιστή του, με τον Μιχάλη Σαράντη να υποδύεται υποδειγματικά τον Άρη, με κινηματογραφική λιτότητα και εσωτερικότητα που σπάνια συναντάμε στο ελληνικό σινεμά. Φάτσα ο ίδιος μα και με επίγνωση του χαρακτήρα του, παίρνει την ταινία στους ώμους του και ταξιδεύει ο ίδιος τον θεατή σε αυτό το γοητευτικό ταξίδι αυτογνωσίας. Φανταστείτε η ταινία να είχε και πιο δυνατό σενάριο τι παπάδες θα είχε κάνει με τον ρόλο του.
cinemano.gr | instagram