to top

Είδαμε την ταινία | A vida invisível

Είδαμε την ταινία | A vida invisível

Ελληνικός τίτλος: Η αόρατη ζωή της Ευριδίκης Γκουσμάο

Δραματική ταινία της Match Factory σε σκηνοθεσία Καρίμ Αϊνούζ, με τους Τζούλια Στόκλερ, Κάρολ Ντουάρτε, Αντόνιο Φονσέκα, Γκρεγκόριο Ντουβιβιέρ, Μπάρμπαρα Σάντος.

 

Η Ευριδίκη και η Γκουίντα είναι δυο αχώριστες αδελφές που μεγαλώνουν σε ένα βαθιά συντηρητικό σπίτι στο Ρίο Ντε Τζανέιρο των χρόνων του ’50. Ονειροπόλες και οι δύο, η Ευριδίκη ονειρεύεται να αφοσιωθεί στο πιάνο που υπεραγαπά και να κυνηγήσει μια διεθνή καριέρα ενώ η Γκουίντα περιμένει να ζήσει τον μεγάλο έρωτα. Κι αυτός ο έρωτας θεωρεί πως της χτυπά την πόρτα στο πρόσωπο ενός έλληνα ναυτικού του Γιώργου, με τον οποίο κλέβονται. Με τα ίχνη της αδελφής της να χάνονται για ένα διάστημα, η Ευριδίκη παντρεύεται τον ταχυδρόμο Αντενόρ, έναν άντρα που δεν θα αγαπήσει ποτέ της, και ξεκινά το δικό της σπιτικό. Όταν κάποια στιγμή η Γκουίντα, παρατημένη από τον Γιώργο, επιστρέφει στο σπίτι της έγκυος, ζητώντας από τους γονείς της να της συγχωρέσουν την ελαφρομυαλιά της. Ο πατέρας της όμως είναι ανένδοτος, τη διώχνει από το σπίτι ενώ όταν εκείνη ζητά να δει την Ευριδίκη, της λένε πως έχει φύγει για μουσικές σπουδές στη Βιέννη. Κι όσο μητέρα και πατέρας αποκρύπτουν και από την Ευριδίκη την επιστροφή της Γκουίντα, οι δύο αδελφές αναζητούν η μία την άλλη, χαμένες στην ίδια πόλη.

 

Πρέπει να λάβουμε πολύ σοβαρά δύο σημαντικές παραμέτρους που έχουν να κάνουν με την πραγματικά σπουδαία αυτή ταινία. Κατ’ αρχάς, πως το σινεμά είναι στην απόλυτη βάση του λαϊκή ψυχαγωγία, οφείλει να μιλά στους πολλούς. Δεύτερον και εξ ίσου σημαντικό, η κινηματογραφία της οποιασδήποτε χώρας επιτυγχάνει και ξεχωρίζει μόνο εάν και εφόσον πατάει και εμπνέεται από τις ίδιες της τις ρίζες. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Καρίμ Αϊνούζ επιτυγχάνει με μαεστρία και στα δύο. Από τη μια γυρίζει μία ταινία που αφορά τους πάντες χωρίς ίχνος ελιτισμού και από την άλλη την εμποτίζει με όλο τον πόνο, το μελόδραμα και τις αναποδιές της ζωής που χαρακτήρισαν το λαϊκό βραζιλιάνικο σινεμά και που στη συνέχεια πέρασαν και στις βραζιλιάνικες σαπουνόπερες. Το πιο σημαντικό δε είναι πως το κάνει ανερυθρίαστα και ακομπλεξάριστα. Επ’ ουδενί όμως φτηνά.

Αυτή εδώ η “Αόρατη ζωή”, όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας, είναι σπουδαίος και προσεγμένος στην εντέλεια κινηματογράφος χωρίς την παραμικρή έκπτωση ούτε σε ερμηνείες, ούτε σε παραγωγή ούτε σε βάθος νοημάτων. Την ίδια στιγμή όμως είναι και λαϊκός κινηματογράφος, με την απόλυτη έννοια του όρου, καθώς απευθύνεται στο ευρύ κοινό που το κερδίζει με τη συγκίνηση, το δράμα και τις ανατροπές της τραγικής ζωής αυτών των δύο γυναικών που αποζητώντας το πεπρωμένο τους έπεσαν θύματα της μοίρας, της υποκρισίας και του ψέματος.

Τα όνειρα και οι φιλοδοξίες τιμωρούνται στο Ρίο Ντε Τζανέιρο της Γκουίντα και της Ευριδίκης. Κανένα δικαίωμα δεν έχουν στο όνειρο και στην ευτυχία, γεννημένες γυναίκες καθώς είναι και πλασμένες να υπακούουν στις νόρμες και στις εντολές των άλλων. Στην ταινία, η αρσενική κυριαρχία και οι κανόνες της αγίας οικογένειας βρίσκονται πάνω απ’ όλα, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως δύο γυναίκες θα οδηγηθούν στην καταστροφή.

 

Το εξαιρετικά γραμμένο σενάριο που βασίζεται στο μυθιστόρημα της Μάρτα Μπατάλα, διατρέχει συναρπαστικά τον χρόνο και αποτυπώνει στην οθόνη τις παράλληλες ζωές των δύο αδελφών καθώς προσπαθούν να επιβιώσουν μόνες, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ξεπεράσουν τα ζόρια τους μα και να βρεθούν ξανά μαζί. τα γράμματα που η Γκουίντα γράφει στην Ευριδίκη (και τα οποία δεν παραδίδονται ποτέ) ακούγονται σπαρακτικά την ίδια στιγμή που περισσεύει η τραγική ειρωνεία, καθώς τόσο η Ευριδίκη όσο και η Γκουίντα πιστεύουν πως η άλλη κατόρθωσε αυτό που ονειρευόταν: η Γκουίντα θεωρεί (ή εύχεται) πως η Ευριδίκη διαπρέπει ως πιανίστρια στα μέγαρα μουσικής του κόσμου έχοντας εξασφαλίσει μια ζωή άνεσης και ευτυχίας σε αντίθεση με τη δική της, ενώ η Ευριδίκη νομίζει (ή εύχεται) πως η Γκουίντα ζει τον μεγάλο της έρωτα κόντρα στον δικό της μίζερο γάμο.

Έτσι, για να επιστρέψω στο αρχικό μου σχόλιο, ο Αϊνούζ σχολιάζει τις κοινωνικές διακρίσεις και αστοχίες της χώρας, τον ρόλο της οικογένειας, τη θέση της γυναίκας, αλλά και τη φτώχεια των λαϊκών συνοικιών της πόλης χωρίς να υποκύπτει στα hashtags τύπου #metoo, χωρίς περιττά φτιασιδώματα, γυρίζοντας μια βαθιά ρεαλιστική ταινία (χάρη άλλωστε και στη ντοκυμαντερίστικη εμπειρία του) που την μπολιάζει δεξιότεχνα με όλες αυτές τις σωστές δόσεις μελοδράματος. Μάλιστα, καταφέρνει να διαχειριστεί άψογα όλες τις συναισθηματικές κορυφώσεις, όχι γιατί φοβάται τα υγρά μάτια, αλλά γιατί τις φυλά ως θησαυρό για αυτό το σπαραξικάρδιο, βαθιά αληθινό και συνταρακτικό μέσα στην ησυχία του φινάλε.

Κινηματογράφος για όλους, με μηνύματα που αφορούν τους πολλούς και με ενσυναίσθηση της εθνικής του ταυτότητας -και για όλους αυτούς τους λόγους, εξαιρετικός.

 

cinemano.gr  | instagram

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

Invalid username, no pictures, or instagram servers not found
Invalid username, no pictures, or instagram servers not found