Οι Μαύροι πίνακες, είναι μίνι σειρά θρίλερ των Star/Green Pixel/Barking Well, δημιουργία του Μάριου Ιορδάνου και της Σοφίας Καζαντζιάν, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Φιλιώτου, με τους Κάτια Γκουλιώνη, Σοφία Κόκκαλη, Αντίνοο Αλμπάνη, Δημήτρη Κίτσο, Iωάννη Παπαζήση, Λένα Παπαληγούρα, Θοδωρή Κατσαφάδο, Ελένη Βεργέτη, Σωτήρη Χατζάκη, Μελέτη Γεωργιάδη, Όλγα Πολίτου.
Η ζωή σε μια μικρή επαρχιακή πόλη διαταράσσεται βίαια από τη δολοφονία της έφηβης κόρης του Δημάρχου. Η Αστυνομία υποψιάζεται πως η ιεροτελεστική τοποθέτηση του πτώματος κρύβει κάποιο κωδικοποιημένο μήνυμα που τους άφησε ο δολοφόνος, την ίδια στιγμή που καλά κρυμμένα μυστικά του παρελθόντος βγαίνουν στο φως εξ αιτίας του πανικού που προκαλείται, εκθέτοντας πρόσωπα υπεράνω πάσης υποψίας.
Κι ενώ οι έρευνες συνεχίζονται, ένα δεύτερο πτώμα, επίσης μαθήτρια του Λυκείου, επιβεβαιώνει τους φόβους όλων όσοι πίστευαν πως δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μεμονωμένο περιστατικό, αλλά έναν κατά συρροή δολοφόνο.
Η πιο ευχάριστη έκπληξη της σαιζόν μέχρι στιγμής, οι “Μαύροι πίνακες” αποδεικνύουν πως μπορούμε να έχουμε καλή τηλεόραση ειδών στην Ελλάδα, αρκεί να υπάρχει κανάλι με τόλμη (οπότε, μπράβο στο Star) και πάνω από όλα σενάριο. Χωρίς πολλά-πολλά λοιπόν, οφείλουμε συγχαρητήρια στο συγγραφικό δίδυμο του Μάριου Ιορδάνου και της Σοφίας Καζαντζιάν για την εξαιρετική τους δουλειά, η οποία δεν περιορίστηκε σε μια καλή κεντρική ιδέα και σε κάποια αβανταδόρικα γεγονότα, αλλά μας χάρισε πολλά περισσότερα και πιο σημαντικά.
Κατ’ αρχάς ήταν εμφανές πως γνώριζαν πολύ καλά και τι θέλουν να κάνουν και πώς θέλουν να το πουν αλλά και το είδος αυτό καθ΄ εαυτό. Η ιστορία έχει αποδείξει πως η τηλεόραση μυστηρίου δεν είναι εύκολο πράγμα. Φαινομενικά σπουδαίες απόπειρες από έμπειρους γνώστες ακόμα και σε μεγάλα διεθνή δίκτυα οδηγήθηκαν σε αποτυχία με ένα και μόνο παραστράτημα, το οποίο όμως ήταν αρκετό για να κλονίσει το εγχείρημα στο σύνολό του, είτε ήταν ένα παραπάνω επεισόδιο, είτε ένας λάθος χαρακτήρας είτε -πιο συχνά- η έφεση στην υπερβολή.
Στη σειρά “Μαύροι πίνακες” όμως αυτό που θαυμάζεις είναι πάνω απ’ όλα το μέτρο, εξ ου και η γνώση των σεναριογράφων στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως. Τα γεγονότα, όσο φρικιαστικά κι αν είναι, δεν ξεφεύγουν ποτέ από την ανθρώπινη κλίμακα, οι χαρακτήρες είναι γήινοι και της διπλανής πόρτας και οι διάλογοι καθαρά τηλεοπτικοί και δραματουργικά συναφείς με τη σταδιακή κλιμάκωση της ιστορίας σε κάθε επεισόδιο.
Να κάτι ακόμα που αποδεικνύει την ουσιαστική τηλεοπτική γνώση των δημιουργών της σειράς, οι οποίοι δεν έγραψαν απλά ένα σενάριο που μοιράστηκε σε δέκα επεισόδια, αλλά μια ιστορία χωρισμένη εξ αρχής σε δέκα διακριτά κεφάλαια, τα οποία φρόντιζαν το κάθε μέρος να έχει αρχή, μέση και αγωνιώδες τέλος ώστε να μεγαλώνει περισσότερο την προσμονή του επόμενου.
Το τελευταίο επεισόδιο είναι απλά υποδειγματικό στη γραφή του, με περίσσευμα τηλεοπτικής (έως και κινηματογραφικής) γνώσης.
Με ένα τέτοιο συγκριτικό πλεονέκτημα στη φαρέτρα της, η έμπειρη στην τηλεόραση αλλά και στο είδος Κατερίνα Φιλιώτου (μεταξύ άλλων έχει σκηνοθετήσει επεισόδια των σειρών “10η Εντολή” και “Ου φονεύσεις”, έχει συνεργαστεί στο σενάριο της ταινίας “Έτερος Εγώ”, ενώ είχε τη σκηνοθετική διεύθυνση στο απαιτητικό από κάθε άποψη “Αυτή η νύχτα μένει”) σκηνοθετεί με μαεστρία το εξαιρετικό επιτελείο των ηθοποιών της σειράς, με σεβασμό στο ύφος, στην ατμόσφαιρα και στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων, ασχέτως του μεγέθους του ρόλου.
Ακόμα πιο σημαντική όμως είναι η επίγνωση των περιορισμών της (ας μην κοροϊδευόμαστε, ποτέ δεν είναι αρκετά τα λεφτά στην ελληνική τηλεόραση), τους οποίους δεν αφήνει να την κρατούν δέσμια ενός υποτιθέμενου μεγαλείου, αλλά τους χρησιμοποιεί δημιουργικά αναδεικνύοντας λεπτομέρειες και επενδύοντας στην ουσία της κάθε σκηνής και της κάθε εικόνας, με αποτέλεσμα τα πάντα να δείχνουν τελικά πλούσια από άποψη και όχι από budget.
Εντός κλίματος και ύφους, οι έμπειροι ηθοποιοί στους “Μαύρους πίνακες” ανακαλύπτουν διαφορετικές πτυχές της ερμηνευτικής τους εμπειρίας, προσηλωμένοι στο χαμηλότονο κρεσέντο που απαιτεί η κάμερα, με εντάσεις χωρίς υπερβολές και αδικαιολόγητα ξεσπάσματα. Πολυπληθές το καστ, άρα θα μου επιτρέψετε να σταθώ επιλεγμένα σε κάποιους εξ αυτών, ξεκινώντας από την Κάτια Γουλιώνη σε απρόσμενο ρόλο, τον οποίο διαχειρίζεται μαστόρικα, έτσι όπως ταξιδεύει από τη “macho” συμπεριφορά της αστυνομικίνας που παλεύει σε έναν αντρικό κόσμο, στην ευαισθησία με την οποία αφήνεται διακριτικά ως μάνα, κόρη και αδελφή.
Επίσης απρόσμενος ρόλος για τη Σοφία Κόκκαλη, η οποία ως νεοαφιχθείσα αστυνομικός στην πόλη οφείλει να ξεπεράσει προκαταλήψεις, να πολεμήσει με δικούς της δαίμονες και να διαχειριστεί την ευαίσθητη πραγματικότητα στο πλευρό του άντρα που την έχει ερωτευθεί, που στην περίπτωσή μας είναι ο Δημήτρης Κίτσος, με όλη την ορμή, την ερμηνευτική αναίδεια και την καταλυτική φυσικότητα ενός ανθρώπου που αντιλαμβάνεται πλήρως τον ρόλο, τον οποίο όμως αποδίδει σαν να μην υπάρχει κάμερα (άσχετο, αλλά στον δεύτερο κύκλο της “Παραλίας” είναι απλά εξαιρετικός).
Ο Αντίνοος Αλμπάνης εισβάλλει στο αστυνομικό τμήμα και επιβάλλεται με τη λιτή αλλά πλήρη συναισθημάτων ερμηνεία του, έτσι όπως πράττει με περίσσευμα ευκολίας σε κάθε ρόλο με τον οποίο καταπιάνεται, η Λένα Παπαληγούρα είναι πάντοτε μεστή, ουσιώδης και με αποτύπωμα στον χαρακτήρα που υποδύεται, ενώ η Ελένη Βεργέτη ξεχωρίζει για τον πλήρη διακυμάνσεων τρόπο που προσεγγίζει τον ρόλο αυτής της τόσο ταλαιπωρημένης αλλά αποφασιστικής γυναίκας.
Τέλος, ειδική μνεία οφείλω στην Όλγα Πολίτου, όχι επειδή μάθαμε τώρα πόσο μεγάλη ηθοποιός είναι, αλλά πρωτίστως επειδή επιτέλους οι υπεύθυνοι κάστινγκ ανακαλύπτουν ξανά αυτούς που έγραψαν σπουδαία ιστορία στις απαρχές του μεγάλου ελληνικού σινεμά και της τηλεόρασης, και τους οποίους μια ολόκληρη γενιά “εναλλακτικών” και “ανεξάρτητων” αναθεμάτισε ως εκπροσώπους του “εμπορικού” και του “εύκολου”. Δείτε λοιπόν τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει στους “Μαύρους πίνακες” την “επαρχιώτισσα” αριστοκράτισσα και μάθετε πώς παίρνεις έναν μικρό ρόλο και τον κάνεις σπουδαίο και σημαντικό, απλά επειδή τον έχεις αναλάβει εσύ.
Συγγνώμη που θα επιστρέψω στην “Παραλία”, αλλά εκεί αντίστοιχα έχουμε την περίπτωση της σπουδαίας Μπέτυς Λιβανού, την οποία επίσης οι “σύγχρονοι” αγνοούσαν επιδεικτικά.
Μια μικρή γκρίνια την άφησα για το τέλος κι αυτό έχει να κάνει με μια ευρύτερη παρατήρηση σχετικά με το sound design. Καιρός είναι νομίζω να αφήσουμε στην άκρη τις φλατ, προσεταρισμένες στάθμες στον ήχο και να μην φοβόμαστε την τσίτα ένταση σε στιγμές όταν είναι απαραίτητη, είτε έχουμε να κάνουμε με κορύφωση της ορχήστρας, είτε με πυροβολισμό, είτε με τραίνο που διασχίζει με ταχύτητα έναν σταθμό.
Οι “Μαύροι πίνακες” είναι διαθέσιμοι δωρεάν στο starplay, την οn demand υπηρεσία του Star (πατάτε το κόκκινο κουμπί στο κοντρόλ της τηλεόρασής σας), αλλά και στο επίσημο site του καναλιού.