“Υποχώρηση από τη Μόσχα” του Γουίλλιαμ Νίκολσον, σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Κοέν, πρωταγωνιστούν: Αιμιλία Υψηλάντη, Φίλιππος Σοφιανός, Θύμιος Κούκιος.
Ένα ακόμα σαββατοκύριακο ξεκινά στο περιποιημένο σπίτι της Άλις και του Έντουαρντ, κάπου μια ώρα έξω από το Λονδίνο. Εκείνος, όπως πάντα, αφοσιωμένος στο βιβλίο του για την υποχώρηση των στρατευμάτων του Ναπολέοντα από τη Μόσχα, διαβάζει αποσπάσματα στη γυναίκα του που προσπαθεί αποτυχημένα να κρύψει την αδιαφορία της καθώς μοναδική της απαντοχή είναι η επίσκεψη του γιου τους, που θα περάσει το διήμερο μαζί τους. Όταν ο Τζέημι ανοίγει την πόρτα, αισθάνεται και πάλι πως θα χρειαστεί να κάνει τον διαιτητή σε αυτήν την αέναη κόντρα των γονιών του, την οποία περισσότερο θεωρεί διαφυγή από την πλήξη ενός γάμου 30 χρόνων, παρά κάτι ουσιαστικό, χωρίς καν να υποψιάζεται πως αυτό το σαββατοκύριακο θα είναι το τελευταίο που θα περάσουν και οι τρεις κάτω από την ίδια στέγη.
Είναι κάποιες παραστάσεις που από τα πρώτα τους κιόλας λεπτά σε περιβάλλουν με μια καλοδεχούμενη οικειότητα, λες και επιστρέφεις σε τόπο γνώριμο και αγαπημένο. Κάπως έτσι ένιωσα όταν ξεκίνησε αυτή εδώ η τόσο ενδιαφέρουσα “Υποχώρηση από τη Μόσχα”, σαν να επέστρεψα στη γειτονιά των παιδικών μου χρόνων, ενώ την ίδια στιγμή κατάλαβα πόσο πολύ μου έχει λείψει αυτό το “αστικό”, φροντισμένο και ξεκάθαρο θέατρο, που επί σειρά δεκαετιών αποτελούσε το σήμα κατατεθέν της σαββατοκυριακάτικης εξόδου και τόπο συνάντησης οικογενειών και φίλων.
Είναι το θέατρο που ανθεί στις ευρωπαϊκές σκηνές και στις μεγάλες πόλεις του κόσμου και επειδή ακριβώς είναι οικείο και mainstream είναι αυτό που αφήνει τόπο στο άλλο θέατρο, το πιο πειραματικό να ανθίσει. Χωρίς το mainstream, δεν υπάρχει εναλλακτικό, όπως πολύ απλά χωρίς το Broadway δεν θα υπήρχε το off-Broadway. Στην Ελλάδα το έχουμε ξεχάσει αυτό μέσα στα χρόνια, κατηγορώντας το mainstream θέατρο ως “εμπορικό”, γυρίζοντάς του την πλάτη και κατά συνέπεια υποστηρίζοντας ό,τι εναλλακτικό ως ταυτόχρονα και “ποιοτικό”.
Και κάπως έτσι εκτροχιάστηκαν τα πράγματα με έργα που ανήκουν στη σφαίρα του fringe να ανεβαίνουν σε θέατρα του κέντρου που προσπαθούσαν να αποκτήσουν “εναλλακτικό” αέρα και το κλασικό ρεπερτόριο να ανεβαίνει σε υπόγεια (όχι απαραίτητα τέχνης) και αποθήκες μόνο και μόνο για το πρωτοποριακόν του πράγματος. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια, η κατάσταση δείχνει να επιστρέφει στην κανονικότητα, με το κοινό (ευτυχώς) να ακολουθεί.
Αυτήν την “κανονικότητα” λοιπόν (για να κλείσω αυτόν τον μεγάλο πρόλογο) δείχνει να γνωρίζει πολύ καλά ο Αλέξανδρος Κοέν, ο οποίος σκηνοθετεί με μια φρέσκια ματιά αυτό το mainstream έργο, επενδύοντας στον λόγο, στις ερμηνείες και σε ένα πολύ ενδιαφέρον “μοντάζ”, ειδικότερα κάπου εκεί προς το φινάλε. Ο Γουίλλιαμ Νίκολσον, βλέπετε, είναι πάνω από όλα σεναριογράφος του σινεμά (μεταξύ άλλων, σε δικό του σενάριο γυρίστηκαν οι ταινίες “Μονομάχος”, “Νελ”, “Λάνσελοτ, ο Πρώτος Ιππότης”, “Ελίζαμπεθ: Η Χρυσή Εποχή”), με μόλις δύο θεατρικά στο ενεργητικό του, την “Υποχώρηση από τη Μόσχα” και το “Shadowlands” που ο ίδιος διασκεύασε για το σινεμά (“Στη χώρα της σκιάς”). Έτσι λοιπόν, ο Αλέξανδρος Κοέν εκμεταλλεύθηκε στο έπακρο αυτήν την “κινηματογραφικότητα” στον λόγο του συγγραφέα, τόσο στη σκηνοθεσία του όσο και στη μετάφραση που υπογράφει ο ίδιος.
Έχοντας στη διάθεσή του το ρεαλιστικό και κομψό σκηνικό που σχεδίασε η Χριστίνα Κωστέα και τους φωτισμούς του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου τοποθετεί τους χαρακτήρες του έργου σε έναν τόπο ρεαλιστικό μα ταυτόχρονα και εσωτερικό, σε ένα διαρκές ταξίδι ενδοσκόπησης, σύγκρουσης και αποδοχής, με το τέμπο να ανεβάζει ρυθμό όσο το έργο κυλά προς το φινάλε, με ένα ταχύτατο, ουσιαστικό και γεμάτο συναισθηματική φόρτιση “κολάζ” εικόνων που εξελίσσουν τη δράση και φροντίζουν για τη λύτρωση.
Η εμπειρία, το ταλέντο και η σκηνική παρουσία της Αιμιλίας Υψηλάντη την ταξιδεύουν με ευκολία στον χαρακτήρα της χειριστικής, απεγνωσμένης για σημασία αλλά και καταπιεστικής Άλις, που μαζί με την κρίση της μέσης ηλικίας έχει να αντιμετωπίσει και την κρίση στον γάμο της, ξεσπώντας στην ποιητική ανθολογία που προσπαθεί να εκδώσει και στον εκτυπωτή της. Με χιούμορ, επίγνωση του ρόλου και μια διακριτική υπερβολή στην κινησιολογία της, η Άλις της Αιμιλίας Υψηλάντη είναι το άκρως αντίθετο του παραιτημένου Έντουαρντ που πλέον ασφυκτιά, χωρίς όμως να έχει καν το κουράγιο να συγκρουστεί.
Ιδανικός ο Φίλιππος Σοφιανός στον ρόλο, με βρετανικό παράστημα και φλέγμα, και την ίδια στιγμή μια εσωτερική διαμάχη που νιώθεις πως δεν τολμά να διατυπώσει με λέξεις. Πολύ ώριμος ερμηνευτικά, υποδύεται τον κουρασμένο από όσα έζησε και από όσα δεν έζησε Έντουαρντ χωρίς περιττά ξεσπάσματα και μανιέρες, αλλά με τρόπο που μοιάζει με σιωπηλή κραυγή.
Ανάμεσα σε αυτές τις συμπληγάδες πέτρες τις οποίες αν δεν συγκρατήσει είτε θα τον συνθλίψουν είτε θα τραυματίσουν η μία την άλλη, στέκει ο Τζέημι του Θύμιου Κούκιου, αποστασιοποιημένος διαπραγματευτής και μαζί γιος που αγαπά ειλικρινά τους γονείς του, όπως τον ερμηνεύει με αυτοπε ποίθηση, αγωνία, διακριτικό χιούμορ και παιδική τρυφερότητα που δεν γνωρίζει ηλικίες.
•Θέατρο Αργώ – Ελευσινίων 13-15, Μεταξουργείο